Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Funny Games, Michael Haneke, 1997




Πρόκειται για την αμφιλεγόμενη ταινία του Αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε, με τον ελληνικό τίτλο "Παράξενα Παιχνίδια". Ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Ευρωπαίους σκηνοθέτες, ο Αυστριακός, γίνεται αντικείμενο συζήτησης αυτές τις μέρες χάρις στην καινούρια του ταινία με τίτλο "Λευκή Κορδέλα" (Das Weisse Band), η οποία μάλιστα έχει ήδη αγαπηθεί από την πλειονότητα του κοινού, ενώ και οι κριτικοί την εκθειάζουν. Προσωπικά δεν την έχω δει ακόμη, αλλά σκοπεύω να το κάνω τις επόμενες μέρες.

Τα "Παράξενα Παιχνίδια" λοιπόν περιγράφουν τον εφιάλτη που θα ζήσει μια οικογένεια με τη μητέρα, τον πατέρα και τον μικρό γιο, οι οποίοι πηγαίνουν στο παραθαλάσσιο τους σπίτι στην εξοχή και γίνονται θύματα δύο ψυχωτικών νεαρών οι οποίοι τους βάζουν να συμμετέχουν σε «αστεία παιχνίδια» με στόχο την διασκέδασή τους. Μερικά από αυτά συμπεριλαμβάνουν την ψυχολογική και σωματική βία, τον εξευτελισμό και τελικά το φόνο. 

Υπόθεση:

Η Αν και ο Τζορτζ αποφασίζουν να πάνε με τον γιο τους, Τζόρτζι, στο εξοχικό τους να ξεκουραστούν. Το τοπίο είναι ειδυλλιακό. Είναι μια υπέροχη μέρα, έχουν κανονίσει να παίξουν γκολφ με τους κολλητούς τους ενώ πατέρας και γιος έχουν πάει να θαυμάσουν το ιστιοπλοϊκό της οικογένειας. Η Αν ετοιμάζει το δείπνο όταν ξαφνικά χτυπάει η πόρτα.
Είναι ο Πίτερ, φιλοξενούμενος των γειτόνων, ο οποίος θέλει να δανειστεί ένα αυγό. Ο νέος είναι ευγενικός και συμπαθέστατος και η Αν τρέχει να τον εξυπηρετήσει. Κάτι όμως δεν της αρέσει στον νεαρό.
Σύντομα, αυτό που φαινομενικά ξεκίνησε σαν ένα χαλαρό διήμερο θα εξελιχθεί σε… εφιάλτη.

Το κύμα επιθετικότητας σαρώνει όλη τη γειτονιά και το τέλος είναι προδεδικασμένο κι αναπόφευκτο.
Και αυτός είναι ο σκοπός του τρομερού Αυστριακού. Να κάνει μία ακραία βίαιη ταινία όχι όμως για να σοκάρει -και μόνο- αλλά... τιμωρώντας όλους εμάς που την παρακολουθήσαμε, επειδή το κάναμε με γνώμονα ότι μας αρέσουν ταινίες βίας!
Οπως λέει ο ίδιος, “ήταν μια αντίδραση σε αυτό που εγώ ονομάζω αμερικάνικο σινεμά, γεμάτο βία και αφέλεια, προσπάθησα να βρω τρόπους να δείξω τη βία ακριβώς όπως είναι, εξαιρετικά δύσπεπτη”.

Η αλήθεια πάντως είναι ότι ο Μίκαελ Χάνεκε παίζει με τα νεύρα του θεατή και δοκιμάζει επίμονα τις αντοχές του.

Ο Χάνεκε πάντως δεν οδεύει στα τυφλά. Έχει στόχο. Σημαδεύει και ξεσκίζει το πρότυπο του καθωσπρεπισμού. Μιας τέλειας ζωής, γεμάτη ευγένεια, ευπρέπεια και αποτελούμενη από εκνευριστικούς κανονισμούς που διέπουν την αστική τάξη.
Αυτό απεικονίζεται με τον καλύτερο τρόπο στην παρουσίαση των εισβολέων - σαδιστών, οι οποίοι δεν φοράνε τίποτε κουρέλια, ούτε δείχνουν αλήτες, παρά είναι ντυμένοι στα λευκά(!), με λευκά γάντια, ευπαρουσίαστοι και ευγενείς νέοι, που διαθέτουν μία καλά κρυμμένη βαρβαρότητα και που δεν γίνεται, άμα τη εμφανίσει τους να σε κάνουν να σκεφτείς ότι μπορεί να είναι δολοφόνοι, βιαστές, σαδιστές, όπως θα φανεί στη συνέχεια.

Πάντως, ο Χάνεκε ντύνει την ταινία με μία art house αισθητική, κάτι που κάνει το "Funny Games" προσιτό και εν τέλει αγαπημένο φιλμ από μία μεγάλη μερίδα του κοινού.

Εκεί που πάει να εξιλεωθεί και να λυτρώσει και όλους εμάς, ο Haneke χρησιμοποιεί το έξυπνο κόλπο του "rewind" στην ταινία, με την επιτηδευμένα γελοία χρήση του τηλεκοντρόλ, όταν φαίνεται ότι η Anna (Susanne Lothar) τελικά θα πιάσει το όπλο και θα σκοτώσει τους αλήτες.
Αλλά δεν υπάρχει τιμωρία, ούτε κάθαρση (από καμία πλευρά). Και αυτό είναι προαποφασισμένο.
Εδώ είναι που ο σκηνοθέτης φανερώνει καθαρά πλέον το στόχο της ταινίας. Δεν είναι ψυχαγωγία, είναι ψυχανάλυση.

Κι όσοι από σας μπορεί να τρέφετε αυταπάτες για μια διέξοδο αισιόδοξη, απλά θα χαρείτε προσωρινά, αλλά θα έχετε πέσει στην παγίδα ενός μακάβριου σκηνοθετικού σαδιστικού τρικ.
Ένα δαιμόνιο σχέδιο του Χάνεκε, που όμως έχει το σκοπό του:
να μας κάνει να νοιώσουμε στο πετσί μας την αγριότητα που μας κρύβει ηθελημένα η τηλεόραση, να μας αφυπνίσει, κάνοντας μας να αισθανθούμε ανασφαλείς, αναλώσιμοι κι απολύτως ευάλωτοι.

Τα απανωτά σοκ που μας "προσφέρει" με το "Funny Games" ο Χάνεκε, είναι αναμενόμενα γιατί ο κλοιός στενεύει ολοένα κι η θηλιά μας πνίγει αργά και βασανιστικά. Ο Αυστριακός θέλει να μας ξυπνήσει από έναν λήθαργο που μας έχουν ρίξει. Και για να έχει αποτέλεσμα, το κάνει με τον τρόπο που μας "αρέσει". Βίαια και σαδιστικά με μια ανελέητα ρεαλιστική (ή μήπως μη ρεαλιστική;) απεικόνιση πόνου και τρόμου...

Οπωσδήποτε έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ σπουδαίο φιλμ. Προσωπικά απορώ και ενίσταμαι γιατί ο ίδιος ο Χάνεκε δέκα χρόνια μετά (2007) γύρισε ένα ριμέικ, ξεπατικώνοντας ακριβώς τα ίδια πράγματα, στην Αμερικάνικη(;) εκδοχή του...

Βαθμολογία: 7,5/10

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

, Robert Bresson, 1945


"Οι Κυρίες του Δάσους της Βουλώνης" είναι ο τίτλος αυτής εδώ της ασπρόμαυρης, δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του Robert Bresson -ενός δασκάλου του σινεμά- και του 1945.

Υπόθεση:
Η Ελέν, μια νεαρή χήρα που συζεί με τον Ζαν, κάποια στιγμή αρχίζει να υποψιάζεται ότι αυτός δεν την αγαπάει πια. Για ν' ανακαλύψει την αλήθεια, αποφασίζει να του πει ψέματα και εξομολογείται ότι δεν είναι πια ερωτευμένη μαζί του. Ο Ζαν παραδέχεται το γεγονός αυτό και για τον εαυτό του και τότε η Ελέν, συγκλονισμένη από τη φοβερή αποκάλυψη, τον διαβεβαιώνει ότι θα μείνουν για πάντα φίλοι, ενώ μέσα της προετοιμάζει μεθοδικά την εκδίκησή της. Σ' ένα καμπαρέ, εντυπωσιάζεται από την ομορφιά της γοητευτικής χορεύτριας Ανιές, η μητέρα της οποίας είναι παλιά γνωστή της Ελέν. Όταν αυτή τους προτείνει το σχέδιό της, μητέρα και κόρη συμφωνούν, αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως είχαν υπολογίσει...
 Η εκδίκηση μέσα από το μινιμαλιστικό πρίσμα της μοναδικής ματιάς του Γάλλου σκηνοθέτη.
 
Ο Μπρεσόν μετέφερε ένα διήγημα του Ντιντερό, "Ο Ζακ ο µοιρολάτρης και ο αφέντης του", στη δεκαετία του '40, εικονογραφώντας το θέμα της εκδίκησης μιας «τραυματισμένης» γυναίκας που θέλει να γελοιοποιήσει τον άντρα. Ο Ζαν Κοκτό (Jean Cocteau) έγραψε τους διαλόγους, όμως η ταινία δεν συνάντησε επιτυχία στην εποχή της, αλλά πολύ αργότερα καταξιώθηκε στη συνείδηση των σινεφίλ..

Κάτι που συνέβει ουκ ολίγες φορές με πάμπολλες -πολύ αργότερα αναγνωρίσιμες ως- σπουδαίες ταινίες, αλλά και παγκοσμίως καταξιωμένους σκηνοθέτες, που διέθεταν το χάρισμα - κατάρα να έχουν γεννηθεί πολύ μπροστά από την εποχή τους, με αποτέλεσμα να καταξιώνονται από το ευρύ κοινό, πολλές δεκαετίες αργότερα.
 
  Για ορισμένους "Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης" ίσως είναι -κατά σημεία- μία κουραστική ταινία. Εμένα πάλι δεν με κούρασε στιγμή. Αντιθέτως, οι πολύ καλές ερμηνείες, κυρίως της βασικής πρωταγωνίστριας Maria Casares, διάσηµη θεατρική ηθοποιός της εποχής, και το πλάσιμο των χαρακτήρων απ΄ τον δάσκαλο του μινιμαλισμού, Μπρεσόν, που -και- εδώ βάζει τους ήρωές του να αγγίζουν τα όρια του εαυτού τους, σε συνδυασμό με το εξαιρετικό σενάριο αποτελούν αυτό το σπουδαίο δημιούργημα του μεγάλου "Απλού" του κινηματογράφου, Γάλλου σκηνοθέτη.

«Οδεύω, χωρίς να το επιδιώκω, προς την απλότητα. Πιστεύω ότι η απλότητα είναι κάτι που ποτέ δεν πρέπει να το επιδιώκεις. Οταν έχεις δουλέψει αρκετά, τότε η απλότητα έρχεται από μόνη της. Είναι πολύ κακό να επιδιώκεις από πολύ νωρίς την απλότητα: εκεί οφείλονται η κακή ζωγραφική, η κακή λογοτεχνία, η κακή ποίηση. Η απλότητα πρέπει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Το έχω πει και στο παρελθόν: η φωτογραφία δεν λέει την αλήθεια. Το ίδιο άτομο κάτω από δύο διαφορετικούς φωτισμούς μοιάζει να είναι κάποιος άλλος», είχε πει ο Μπρεσόν για την "Απλότητα", μία λέξη που όριζε συχνά το λιτό και ουσιαστικό έργο του πολύ σπουδαίου σκηνοθέτη.
Και που μέσα από αυτή την απλότητα, ο Μπρεσόν έφτιαχνε ταινίες που έμελλε να αποτελέσουν μαθήματα προς μελέτη αρκετών μεταγενέστερων σκηνοθετών.
1945 «Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης», 1959 «Ο πορτοφολάς», 1962 «Η δίκη της Ζαν ντ' Αρκ»,  1966 «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ», 1967 «Μουσέτ», 1974 «Ο Λανσελότος της λίμνης», 1977 «Ο Διάβολος πιθανώς...» , 1983 «Το χρήμα», σε χρονολογική σειρά, οι αγαπημένες -από τον Μπρεσόν- του γράφοντος.

Όπως επίσης είχε σταθεί στην "Φόρμα" των ταινιών:
«Για μένα η φόρμα είναι το μόνο πράγμα μέσα από το οποίο μπορώ να δω την ταινία μου. Είναι παράξενο: όταν την ξαναβλέπω, βλέπω μόνο πλάνα. Δεν έχω ιδέα αν η ταινία είναι συγκινητική ή δεν είναι. Δίνω τεράστια σημασία στη φόρμα. Και θεωρώ ότι τον ρυθμό τον καθορίζει η φόρμα. Ο ρυθμός όμως είναι παντοδύναμος. Είναι το πρώτο και το κύριο. Ακόμη και όταν σχολιάζουμε μια ταινία, πρώτα το βλέπουμε αυτό το σχόλιο, πρώτα το νιώθουμε, ως ρυθμό. Στη συνέχεια γίνεται χρώμα ψυχρό ή θερμό και ύστερα αποκτά νόημα. Το νόημα όμως έρχεται τελευταίο».

Μία φόρμα, σαφώς επηρεασμένη από τον Καθολικισμό του Γάλλου δημιουργού.

14(!) μόλις ταινίες έκανε ο Μπρεσόν, στην 46χρονη περίπου πορεία του, φτιαγμένες από το ίδιο υλικό που φτιάχνονται τα αριστουργήματα.  
  Τί έχουν πει για τον Μπρεσόν ορισμένοι συνάδελφοι του:
Ο Robert Βresson είναι ο Γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι το Ρώσικο μυθιστόρημα και ο Μότσαρτ είναι η Γερμανική μουσική
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
 

Για πολλούς λόγους θεωρώ τον Βresson μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο της κινηματογραφίας.
Αντρέι Ταρκόφσκι
 

Σ' έναν κινηματογράφο που πασχίζει ακόμα να βρει την έκφρασή του, το έργο του Βresson υψώνεται σαν το βέλος στην κορυφή ενός καθεδρικού ναού.
Ζιλ Ζακόμπ
 

Ο Βresson δεν είναι δάσκαλος αλλά υπόδειγμα.
Ερίκ Ρομέρ 

 

Βαθμολογία: 7,5/10

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Children of Heaven, Majid Majidi, 1997


"Τα παιδιά του παραδείσου" (Bacheha-Ye aseman ο πρωτότυπος τίτλος) είναι μία σπουδαία ταινία από το μακρινό Ιράν, του πολύ σημαντικού σκηνοθέτη, Ματζίντ Ματζιντί (Majid Majidi). Μια εκ των έσω ματιά για τα τεράστια προβλήματα που μαστίζουν τις χώρες του τρίτου κόσμου. Το ιδιαίτερα δύσκολο παρών που βιώνουν οι χώρες αυτές και οι κάτοικοι τους, αλλά και το ακόμη πιο δυσοίωνο μέλλον, όπως αυτό προβλέπεται αν δεν αλλάξει κάτι, θεαματικά προς το καλύτερο.
Ο μέσος θεατής, ο ανυποψίαστος περί των συνθηκών που επικρατούν σήμερα σε χώρες όπως το Ιράν, δε μπορεί παρά να συγκινηθεί αλλά και να προβληματιστεί έντονα γύρω από το τί συμβαίνει λίγο πιο πέρα από την ευημερία της Δύσης.


Ο Ιρανός σκηνοθέτης κινηματογραφεί με ρεαλισμό (τα στοιχεία νεορεαλισμού θυμίζουν έντονα τον "Κλέφτη ποδηλάτων" του Ντε Σίκα), παραθέτοντας μια ευαίσθητη και ανθρώπινη ματιά πάνω στα προβλήματα που βιώνει η χώρα του. Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, ο 9χρονος Αλί (Μοχάμεντ Αμίρ Ναντζί) και η μικρότερη αδελφή του, Ζόρα (Αμίρ Φαρόκ Χασεμιαν), είναι αρκετά συμπαθείς και κερδίζουν και αυτοί την τρυφερή και συγκινητική προσέγγιση από τον θεατή. Άλλωστε η ταινία παρουσιάζει δυναμικά τα παιδιά, σε αντίθεση με τους ενήλικες. Και το κάνει, επειδή είναι μία ταινία για τα παιδιά. Αυτά αγκαλιάζει ο σκηνοθέτης, πάνω σε αυτά ρίχνει όλη την ανθρώπινη ματιά του. Και φυσικά αποσπά τρομερές ερμηνείες από ερασιτέχνες ηθοποιούς. Μεγάλο τρικ κάνει εδώ ο Ιρανός, με το οποίο "εκμαιεύει" τις δυνατές ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών που διαθέτουν αφοπλιστική αθωότητα.
Σεκάνς ανθολογίας αποτελεί ο γώνας δρόμου των παιδιών στο πάρκο, στο τέλος αυτού του πανέμορφου, λιτού, ανθρώπινου φιλμ, που κλείνει επιδεικτικά το μάτι σε πολλές υψηλού μπάτζετ, χολυγουντιανές ταινίες, που βασίζονται σε φθηνούς εντυπωσιασμούς και τεχνητούς εφησυχασμούς.
Ένα καταπληκτικό φιλμ, διάρκειας μόλις 87΄, που έφτασε να προταθεί για Oscar καλύτερης ξένης ταινίας  (για πρώτη φορά ταινία από το Ιράν κερδίζει τέτοια υποψηφιότητα) για να το χάσει τελικά από τον Μπενίνι και το ανεκδιήγητο "Η Ζωή είναι Ωραία". Κέρδισε ωστόσο το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ.

Υπόθεση:
Τα παπούτσια της Ζοχρε χάθηκαν. Τα έχασε ο μεγαλύτερος αδελφό της ο Αλί. Είναι πολύ φτωχοί για να αγοράσουν καινούρια και η Ζοχρε μένει ξυπόλυτη, μέχρι που τα δυο παιδιά έχουν μια ιδέα. Να μοιραστούν τα παπούτσια του Αλί. Θα συναντιούνται και θα αλλάζουν τα παπούτσια όταν το κάθε ένα από αυτά θα πηγαίνει στο σχολείο. Θα πετύχει το σχέδιο τους; Βαθιά συναισθήματα, όπως η λύπη της Ζοχρε, η αγωνία του Αλί, η σχέση μεταξύ των δύο αδελφών κάνουν την ταινία συγκινητική αλλά και ευχάριστη για τον θεατή.
Πρόκειται για μία πεσιμιστικά αισιόδοξη ταινία, καθώς ο Ματζιντί μέσα από τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη δυστυχία, αναδεικνύει έντονα συναισθήματα και σημαντικές ανθρώπινες αξίες όπως -κυρίως- η αγάπη και η αλληλεγγύη, η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός, η επικοινωνία. Κι όλα αυτά, ο σπουδαίος σκηνοθέτης τα αναδεικνύει μέσα από ένα απλό, άψυχο αντικείμενο. Ένα ζευγάρι παπούτσια...

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ:
1997, AFI FEST, υποψηφιότητα για Grand Jury Prize. 1999, ACADEMY AWARDS, USA, υποψηφιότητα για OSCAR Best Foreign Language Film. 1997, FAJR FILM FESTIVAL, βραβείο Best Film. 1997, LUCAS INTERNATIONAL FESTIVAL OF FILMS FOR CHILDREN, βραβείο Children’s Section. 1997, MONTREAL WORLD FILM FESTIVAL, βραβεία FIPRESCI, Grand Prix, Prize of the Jury, Public Prize, μεταξύ άλλων πολλών..

Τι αληθινός, λιτός, ανθρώπινος, ζωντανός και πολύ συναρπαστικός κινηματογράφος!


Βαθμολογία: 7,5/10

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Les Quatre Cents Coups, Francois Truffaut, 1959



"Τα 400 Χτυπήματα", ενός μεγάλου δασκάλου του κινηματογράφου, του Φρανσουά Τρυφώ, πέρα από μία κλασική, αριστουργηματική ταινία, είναι ένα πολιτισμικό διαμάντι, κομμάτι της πλούσιας παρακαταθήκης που μας άφησε ο, πολύ νωρίς εκλιπών, μόλις 52 ετών, σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης.
Ένα πανέμορφο φιλμ, από τη χρυσή εποχή της Νouvelle Vague, γλυκόπικρο, για να μην πω πικρό, λυρικό, συγκινητικό, που μιλάει με ευαισθησία για την παιδική ηλικία και το πέρασμα στην εφηβεία, μέσα από τις περιπέτειες ενός ατίθασου 13χρονου αγοριού απ΄ το Παρίσι (πρώτη μιας σειράς ταινιών που, στα επόμενα χρόνια, θα γυρίσει ο Τρυφώ γύρω από τη ζωή του κινηματογραφικού του ήρωα με πρωταγωνιστή πάντα τον Ζαν-Πιερ Λεό). Και το κυριότερο; Παραμένει τόσο φρέσκια, μισό αιώνα μετά! 

Εδώ, στην σημαντικότερη ίσως στιγμή του, ο Τρυφώ προσφέρει μαθήματα κινηματογράφου, ακολουθώντας πιστά τον ρεαλισμό, αλλά δίχως να καταφεύγει σε υπερβολές ή ακρότητες, κάνοντας μια ταινία γεμάτη με προσωπικά βιώματα. 
Όπως ο ίδιος ο Τρυφώ έχει δηλώσει, ο κινηματογράφος τον έσωσε από μια εγκληματική ζωή, όταν ο κριτικός κινηματογράφου των περιβόητων «Καγιέ ντι σινεμά», Αντρέ Μπαζέν, τον ενθάρρυνε να γίνει κριτικός και να γυρίσει την πρώτη του ταινία, σε νεαρή ακόμη ηλικία. 
Και εμείς ευγνωμονούμε τον Μπαζέν από τα βάθη της καρδιάς μας!
Επίσης τα «Τα 400 χτυπήματα» είναι αφιερωμένα στον Μπαζέν.  
Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που κάνει τα "400 χτυπήματα" τόσο ξεχωριστό φιλμ. Η κατάθεση ψυχής από τον σκηνοθέτη.
Ο δε πιτσιρικάς που πρωταγωνιστεί, Αντουάν Ντουανέλ (Ζαν-Πιερ Λεό), είναι απολαυστικός, ιδιαίτερα εκφραστικός και πέρα για πέρα συμπαθής.



Η υπόθεση της ταινίας: Ο 13χρονος Αντουάν Ντουανέλ νιώθει να ασφυκτιά ανάμεσα στην αυταρχικότητα του σχολείου και την αδιαφορία των γονέων του. Κάνει κοπάνες για να πάει σινεμά ή να εκδράμει μέχρι τη θάλασσα, όμως η κλοπή μιας γραφομηχανής θα τον οδηγήσει στο αναμορφωτήριο. Από κει θα δραπετεύσει και τρέχοντας θα βρεθεί στην θάλασσα. Την οποία ονειρευόταν και θα αντικρύσει για πρώτη φορά. Και η οποία θα αποτελέσει τον παράδεισο του. Τον απεγκλωβισμό από τα βάσανα του.




Ο νεαρός λοιπόν ασφυκτιά. Στο σχολείο, ο καθηγητής τον αντιπαθεί. Στο σπίτι, η μητέρα του και ο πατριός του τον αντιμετωπίζουν μα αδιαφορία, τον θεωρούν ανεπρόκοπο. Ο Αντουάν για να εξοικονομήσει λίγα χρήματα και να πραγματοποιήσει το ταξίδι προς την ελευθερία του, κλέβει μια γραφομηχανή, αλλά δεν καταφέρνει να την πουλήσει. Επιστρέφοντάς την στο γραφείο του πατέρα του απ’ όπου την είχε πάρει, συλλαμβάνεται. Ο δικαστής θα τον κλείσει σε αναμορφωτήριο. Και τότε ο μικρός ήρωας θα το σκάσει και δίχως να κοιτάξει πίσω του, ύστερα από πολύ τρέξιμο θα κατορθώσει να φτάσει στη θάλασσα. Η θάλασσα συμβολίζει φυσικά την προσωπική κάθαρση του μικρού, που ισοδυναμεί με την απόλυτη ευτυχία, την αντάμωση της ελευθερίας.

Η τελευταία σεκάνς της ταινίας, είναι απλά μαγευτική, αξέχαστη. Η τελευταία λήψη απεικονίζει τον πιτσιρικά με ένα βαθύ βλέμμα του στην κάμερα, το οποίο ξορκίζει για πάντα το παρελθόν και ατενίζει άφοβα, με αισιοδοξία το μέλλον.



 Τα 400 χτυπήματα ήταν η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Τρυφώ και απέσπασε στις Κάννες -τη χρονιά που εμφανίστηκε- το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας.
  
Magnifique film!

Βαθμολογία: 10/10  

Accattone, Pier Paolo Pasolini, 1962



Πρόκειται για την πρώτη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με τίτλο "Ακατόνε". Ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης είχε γράψει αρκετά σενάρια για ταινίες άλλων, πριν ξεκινήσει να σκηνοθετεί ο ίδιος ταινίες.
Την αρχή λοιπόν στην πλούσια φιλμογραφία του κάνει με αυτό εδώ το λιτό, υποβλητικό, ασπρόμαυρο αριστούργημα.

Υπόθεση:
Ο ήρωας, Vittorlo Accattone, κοιταγμένος από τη γωνία λήψης του αστισμού, δεν είναι παρά ο τυπικός εκπρόσωπος των εξαχρειωμένων, ένας σωματέμπορος που κάνει το λάθος να ερωτευθεί, να επιχειρήσει ν’ αλλάξει. Θα συναντήσει το θάνατο, έτσι άδοξα όπως κυλούσαν και οι μέρες της ζωής του. Από μιαν άλλη γωνία, όμως, ο ίδιος διεφθαρμένος παραμένει άδολος και «αθώος». Στην πρώτη του ταινία ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης κινηματογραφεί με πρωτόγονα μέσα, όπως «πρωτόγονη και αρπακτική» -σύμφωνα με τον ίδιο- είναι η ψυχή και η συνείδηση του πρωταγωνιστή του. Η ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημά του «Μια βίαιη ζωή», παραμένει ένα έντιμο ντοκουμέντο πάνω σε μια αδικημένη μερίδα ανθρώπων, όπου η ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου και της «αμαρτωλής» πολιτείας των λούμπεν, συνδυάζεται έξοχα με μια ποιητική σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς τους.

Εκείνη την εποχή που ο Παζολίνι κάνει το "Ακατόνε" ο ρεαλισμός υπάρχει ήδη στον Ιταλικό κινηματογράφο. Ο Παζολίνι όμως προσθέτει στον υπάρχοντα ρεαλισμό τη δική του, υπέροχη ποιητική ματιά, δίνοντας έτσι μια ελεύθερη απόδοση της πραγματικότητας και με την οποία κάνει ακόμη πιο έντονο το ρεαλισμό με τον οποίο κινηματογραφεί τη ζωή του ήρωα του και κατ΄ επέκταση σε κάθε περιθωριακή γωνιά του (υπο)προλεταριάτου της Ρώμης, σε κάθε εξαθλιωμένη κοινωνική ομάδα της εποχής.
Μια απόλυτη καταγραφή της ιταλικής κοινωνίας.

Η ταινία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Ακροδεξιά και καθιέρωσε με το καλημέρα στο χώρο του κινηματογράφου, τον Pasolini ως έναν πρωτότυπο και σημαντικό δημιουργό.

Για μένα, το "Ακατόνε" αποτελεί την καλύτερη ταινία του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη, ανάμεσα σε πολλές και σπουδαίες ταινίες (Μάμα Ρόμα, Το κατά Ματθαίον πάθος, Θεώρημα, Το δεκαήμερο, Θρύλοι του Κεντέμπουρι, Χίλιες και μία νύχτες, 120 μέρες στα Σόδομα και οι "ελληνικές" τραγωδίες Μήδεια, Οιδίπους τύραννος, μεταξύ άλλων. 

Βαθμολογία: 9/10

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Pink Floyd: The Wall, Alan Parker, 1982



Η κινηματογραφική μεταφορά του διασημότερου μουσικού Album του θρυλικού συγκροτήματος των Pink Floyd, από τον δεξιοτέχνη Βρετανό σκηνοθέτη Alan Parker (Το Εξπρές του Μεσονυχτίου, ο Δαιμονισμένος Άγγελος) με τη βοήθεια του σχεδιαστή κινουμένων σχεδίων Gerald Scarfe.
27 χρόνια μετά την προβολή της και μοιάζει τόσο φρέσκια, λαμπερή, καταπληκτική ως σύλληψη, επαναστατική και τόσο μοναδική!

Η Υπόθεση:
Ο Pink μεγάλωσε μόνο με την υπερπροστατευτική μητέρα του, καθώς ο πατέρας του σκοτώθηκε στο καθήκον κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Λίγα χρόνια αργότερα θα τιμωρηθεί στο σχολείο γιατί άρχισε να γράφει ποιήματα. Τώρα πια εθισμένος στα ναρκωτικά, κι έχοντας σιχαθεί τη μουσική βιομηχανία, σιγά σιγά θα υψώσει ένα τείχος γύρω από τον εαυτό του για να προστατευτεί από τον έξω κόσμο. Δυστυχώς όμως, όσους τοίχους και να υψώσει κανείς, ποτέ δεν θα είναι τελείως προστατευμένος...
Οι Pink Floyd με το "Wall" αλλά και με τη συνολική μουσική τους, ενέπνευσαν και επηρέασαν ένα σωρό μεταγενέστερους καλλιτέχνες της Rock και Pop μουσικής σκηνής, σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η υπέροχη λοιπόν αυτή, μελωδική, διαχρονική, εξαίσια μουσική επένδυση ντύνει θαυμάσια, λυρικά, ευχάριστα μελαγχολικά το φιλμ του Πάρκερ και μας ταξιδεύει στον πανέμορφο, πολύχρονο, πολυδιάστατο, μοναδικό κόσμο των Floyd.
Μοιραία η ανάλυση παραπέμπει στην μουσική, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Δεν μπορεί το "The Wall" να μας περιορίσει σε κινηματογταφικά σχόλια αφού δεν έγινε μονάχα ταινία. Να θυμίσω εν τάχει: "The Wall": άλμπουμ, συναυλία στο Βερολίνο, όπερα, κονσέρτο και ταινία!
Μιλάμε για ένα album -για να επιστρέψω στη μουσική- που συζητήθηκε όσο κανένα άλλο, έπλασε συνειδήσεις, προσπάθησε να αλλάξει πράγματα και καταστάσεις και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Αγγλίας και τις μετέπειτα μεθόδους διδασκαλίας!
 
Η οποιαδήποτε τέχνη περιγράφει περισσότερο παρά καθορίζει την εποχή της. Και αυτό έκαναν και οι Pink Floyd. Συγκεκριμένα με το ιστορικό "Wall", ο εμβληματικός ηγέτης των Πινκ Φλόιντ, και κύριος δημιουργός του ιστορικού τους άλμπουμ, Roger Waters (υπογράφει και το σενάριο για την ταινία του Πάρκερ) εξωτερικεύει όλες τις προσωπικές του ανησυχίες και τους προβληματισμούς του πάνω στα κοινωνικά θέματα της εποχής.

Οι Floyd, γράφοντας το The Wall, επιλέξανε μια ακραία περίπτωση, από αυτές που έχτισαν τη Βρετανία, στη μεταπολεμική περίοδο. Συνδυάζουν την απώλεια από τον μεγάλο πόλεμο, με την αυστηρή μητέρα, το κακοστημένο εκπαιδευτικό σύστημα, τη σεξουαλική απελευθέρωση, την άνοδο των ειδώλων της μουσικής και της βίας και τελικά το απολυταρχικό καθεστώς, μια εύκολη εναλλακτική της ανθρωπότητας.
 

 Κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία:
Από την αρχή που εκδόθηκε το άλμπουμ, ο Roger Waters είχε την ιδέα της απόδοσης του σε ταινία. Μάλιστα επέκτεινε το πρόγραμμα των εμφανίσεων του γκρουπ το 1980 για να συμπεριλάβει τις εικόνες των συναυλιών σε αυτή. Όταν ανέλαβε ο Alan Parker (μεγάλος φαν του γκρουπ) τη σκηνοθεσία, η όλη ιδέα ήταν να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος ο Waters. Όμως στα δοκιμαστικά απέτυχε οικτρά και τη θέση του πήρε ο εξίσου διάσημος ροκ τραγουδιστής Bob Geldof, που επίσης δεν είχε καμία εμπειρία από ερμηνευτική. Τα τόσο ιδιαίτερα κινούμενα σχέδια, τα έφτιαξε ο Gerald Scarfe και από μόνα τους είναι εφιαλτικά αριστουργηματικά. Τα τραγούδια, άλλα διασκευαστήκανε (μεταξύ αυτών το διάσημο Another Brick in the Wall), άλλα μείνανε ως έχουν, άλλα εξαφανιστήκανε (Hey You), ενώ προστεθήκανε και λίγα ακόμα, που οι Floyd προσθέσανε σε επόμενα άλμπουμ. Δεν υπάρχει διάλογος, απλά οι εικόνες ακολουθούν τη μουσική. Κατά τα γυρίσματα, η κόντρα των δύο δημιουργών εντάθηκε τόσο πολύ, ώστε ο Parker απειλούσε συνεχώς με φυγή, αλλά και ο Waters ποτέ δεν παραδέχτηκε πως του αρέσει το αποτέλεσμα.
Στα παράδοξα, ο Bob Geldof στη βιογραφία του, μετά από χρόνια, διηγείται πως έμαθε για το σχέδιο, από τον παραγωγό, κατά την μετάβαση του σε ταξί και πως άμεσα εξήγησε πως δεν το ήθελε, γιατί αντιπαθούσε τη μουσική των Floyd. Ο Roger Waters δεν χρειάστηκε να το μάθει τόσο αργά, αφού ο οδηγός ήταν αδελφός του! Ακόμα στη σκηνή με το δικτατορικό παραλήρημα του ήρωα, ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε αληθινούς νεοναζί, για να υπάρχει περισσότερος ρεαλισμός. 

 Η ταινία έχει κερδίσει δύο βραβεία BAFTA, καλύτερου ήχου και καλύτερου τραγουδιού.

Ένα λυρικό, ποιητικό, εικαστικό και μουσικό αριστούργημα!


Βαθμολογία: 9/10

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

4 luni 3 saptamani si 2 zile, Cristian Mungiu, 2007



4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 μέρες, είναι ο ελληνικός τίτλος (4 luni, 3 saptamâni si 2 zile ο αυθεντικός) αυτής εδώ της πολύ δυνατής και πολυβραβευμένης Ρουμανικής ταινίας του Κριστιάν Μουντζίου.

Τον ανερχόμενο Ρουμάνο σκηνοθέτη, τον είχαμε γνωρίσει στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του 43ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε με την κωμική ταινία Occident (Δύση, 2002). 

Εδώ, με το 4-3-2,  ο Mungiu κάνει μία απλή ταινία, καθώς αναφέρεται σε ένα θέμα -μία παράνομη έκτρωση στη Ρουμανία του δικτάτορα Ceauşescu-, αλλά το αποτέλεσμα τελικά είναι εξαιρετικό, αφού ο έντονος ρεαλισμός κυριαρχεί (πολύ λιτή η ταινία σε εικόνα και ήχο). Ακόμα, ο σκηνοθέτης μέσα από ένα απλό θέμα, θέτει ερωτήματα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, τις αντοχές, τη φιλία, την υπέρβαση..
Με μία εξιστόριση της οδυνηρής πραγματικότητας, ο σκηνοθέτης θα προσεγγίσει τους ήρωές του με τρομακτικά φυσικό τρόπο, έχοντας ουσιαστικά την κάμερα ως παρατηρητή και μάρτυρα των συγκλονιστικών γεγονότων. Επίσης, η κάμερα, με τα πολλά, συνεχόμενα μονοπλάνα, είναι εκείνη που λειτουργεί ως "εξομολογητής" του ψυχικού κόσμου και των συναισθημάτων των ηρώων του.
Οι δύο βασικές ερμηνείες είναι πολύ δυνατές και ειδικά εκείνη της φίλης της εγκυμονούσας.
Στο πρόσωπο των Otilia και Gabita καθρεφτίζονται τα πρόσωπα χιλιάδων γυναικών του χθες και του σήμερα, που έρχονται αντιμέτωπες με την οποιασδήποτε μορφής αδιαφορία, το σεξισμό, την κοινωνική καταπίεση και κατακραυγή.
Ο Cristian Mungiu αρνείται να πάρει σαφή πολιτική και κοινωνική θέση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Aποστασιοποιημένος από το θέμα των εκτρώσεων, ακολουθεί με την κάμερα στο χέρι την Otilia, μία νεαρή φοιτήτρια (Anamaria Marinca), η οποία θυσιάζει τα πάντα προκειμένου να βοηθήσει τη συναισθηματικά και ψυχικά ασταθή φίλη της, ώστε να προβεί στη πολυπόθητη έκτρωση, σε μια διαταραγμένη πολιτικά για τη Ρουμανία περίοδο, όπου τέτοιες πράξεις απαγορεύονταν δια νόμου, με συνέπεια να γίνονται στο περιθώριο, παράνομα και με επικίνδυνες μεθόδους.


Η ταινία αξίζει και με το παραπάνω. Θίγει μόλις ένα από τα πάμπολλα προβλήματα που "στοίχειωναν" τη Ρουμανία των τελευταίων χρόνων του Τσαουσέσκου (του δικτάτορα που κατηγορήθηκε για καταστρατήγηση ορισμών όπως: ελευθερία, σοσιαλισμός κ.ά., καθώς και για καταπάτηση ανθρώπινων ελευθεριών). 
Το στόρι ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια μίας μέρας: Η πρωταγωνίστρια είναι έγγυος και αποφασίζει με τη βοήθεια της φίλης της (καταπληκτική ερμηνεία) να πάει κόντρα στο φασιστικό νόμο, κάνοντας παράνομη έκτρωση.. 
Και ο Κριστιάν Μουντζίου στήνει ένα υποβλητικό δράμα, άρτια δομημένο, σκοτεινό, γεμάτο ένταση, αγωνία, συμβολισμούς, δίχως να "εκμαιεύει" τη συγκίνηση. Μεγάλο ταλέντο ο Ρουμάνος, καρπώνεται δικαίως με το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αλλά και το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαϊκού φιλμ στο Βερολίνο.


Ο σκηνοθέτης της ταινίας Cristian Mungiu στην συνέντευξή τύπου κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Καννών εξηγεί: «Το σενάριο έχει σαν αφετηρία ένα είδος προσωπικής εμπειρίας, την οποία όμως συνήθως δεν μοιραζόμαστε με τους άλλους. Είναι μια ιστορία σχετικά με επιπτώσεις οι οποίες συνήθως δεν συζητιούνται -είναι αθέατες και ωστόσο είναι κάτι κοινό για πολλούς ανθρώπους. Πέρα απ’ όλα είναι μια ιστορία έκτρωσης σε μια εποχή, όταν μια τέτοια πράξη ήταν μια πράξη διαμαρτυρίας ενάντια σ’ ένα καθεστώς που ήθελε να επιβάλλει την τάξη και την πειθαρχία απαγορεύοντας τις αμβλώσεις».
Και συνεχίζει: «Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για τις αμβλώσεις και τον κομμουνισμό. Νομίζω ότι η ταινία πάει πέρα απ’ αυτά. Οι αμβλώσεις είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα της επιρροής που είχε η προπαγάνδα και η εκπαίδευση -αν και εκείνη την εποχή δεν το καταλαβαίναμε. Ο Τσαουσέσκου (σ.τ.μ. ο κομμουνιστής ηγέτης που κυβερνούσε την Ρουμανία εκείνη την εποχή) είχε απαγόρευσει τις αμβλώσεις για να δημιουργηθεί ένα πλήθος ανθρώπων που θα ικανοποιούσαν τις προσδοκίες του κομμουνιστικού κόσμου. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τα χρόνια που ακολούθησαν τη δεκαετία του 70 να υπάρχουν 4-5 μεγάλες γενιές, πολύ μεγαλύτερες από τις προηγούμενες. Οι γυναίκες δεν ήταν προετοιμασμένες και γι’ αυτό γεννήθηκαν πολλά παιδιά. Ένα από τα πρώτα σημάδια ελευθερίας στη Ρουμανία μετά την πτώση του κομμουνισμού ήταν να γίνουν οι αμβλώσεις πάλι νόμιμες. Τα πρώτα δύο χρόνια είχαμε σχεδόν ένα εκατομμύριο αμβλώσεις σε μια χώρα 20 εκατομμυρίων.»

Η ταινία τιμήθηκε με τον χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών (Ο Mungiu έγινε ο πρώτος ρουμάνος σκηνοθέτης που κερδίζει το «Χρυσό Φοίνικα»), πήρε το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαϊκού φιλμ στο Βερολίνο. αλλά και άλλα βραβεία. 
Σίγουρα πρόκειται για την καλύτερη ταινία του 2007. Οπωσδήποτε πρόκειται και για μία από τις σπουδαιότερες ταινίες της δεκαετίας!



Βαθμολογία: 9/10

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

El Greco, Γιάννης Σμαραγδής, 2007


Το θέμα της πολυσυζητημένης και διαφισμένης αυτής ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή, είναι η ζωή του Κρητικού αναγεννησιακού ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (Νικ Άσντον), που έγινε γνωστός με το όνομα Έλ Γκρέκο (Ο Έλληνας). Η ιστορία της ταινίας ξεκινάει από την Κρήτη, όταν ο νεαρός ζωγράφος γνωρίζει και ερωτεύεται την Φραντζέσκα ντα Ρίμι (Δ. Ματσούκα), κόρη του Ενετού κυβερνήτη της Κρήτης και την ακολουθεί στη Βενετία μαζί με τον σύντροφο και φύλακά του Νικολό (Λ. Λαζόπουλος). Μετά από τη μαθητεία στα εργαστήρια του Τιτσιάνο (Σ. Μουστάκας), ο Θεοτοκόπουλος θα φύγει για το Τολέδο της Ισπανίας όπου θα γίνει διάσημος στους καλλιτεχνικούς και θρησκευτικούς κύκλους για την ικανότητά του να φωτίζει τα πρόσωπα απλών ανθρώπων, οι οποίοι μέσα από τους πίνακές του μεταμορφώνονται σε Αγίους. Αυτό θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον μεγάλο ιεροεξεταστή Νίνιο ντε Γκεβάρα (Χουάν Ντιέγο Μπότο), που τον κατηγορεί για βλασφημία, κατηγορία που εκείνη την εποχή έφερε την ποινή του θανάτου στην πυρά.


Η ταινία είναι μέτρια. Και είναι μέτρια από τη στιγμή που δεν αγγίζει τα κινηματογραφικά standards του θέματος με το οποίο καταπιάνεται (σ.σ. βιογραφία). {Προσωπικά θα αγνοούσα την ταινία εάν δεν αφορούσε στον αγαπημένο μου ζωγράφο}.
Κινηματογραφικά λοιπόν, το "El Greco" υστερεί στα κάτωθεν: 

* Στα βιογραφικά έργα πρωτεύοντα ρόλο ΠΡΕΠΕΙ να έχει ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρονται. Και ο -κατά τ' άλλα πολύ καλός- ηθοποιός του Σμαραγδή δεν "καπελώνει" την ταινία με την προσωπικότητα και τη ζωή του ζωγράφου που υποδύεται, παρά αποτελεί ένα -ακόμη- μέρος της! 
* Εξίσου σημαντικό ρόλο σε οποιαδήποτε βιογραφία αποτελεί η ακριβής καταγραφή-περιγραφή των γεγονότων -αλλά και της ίδιας- της εποχής. Κάτι στο οποίο η δουλειά του σκηνοθέτη μάλλον κρίνεται ως πρόχειρη. 
* Η Ματσούκα κρίνεται -επιεικώς- ανεκδιήγητη! Ο Λαζόπουλος απλά αδιάφορος.
* Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν αντικατοπτρίζει την προαναγγελία από πλευράς συντελεστών και -ορισμένων- κριτικών για μία εκπληκτική βιογραφική ταινία του σπουδαιότερου -ίσως- Έλληνα ζωγράφου. Απλά δεν έχει ΤΙΠΟΤΑ να πει. Δεν δίνει στον μέσο θεατή, που δε γνωρίζει περί ζωγραφικής ή ιστορίας να καταλάβει γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε ένας σπουδαίος ζωγράφος αλλά και να απορροφήσει στοιχεία του χαρακτήρα και της πολυτάραχης ζωής του καλλιτέχνη. Επί της ουσίας δεν παρουσιάζει το "προφίλ" ούτε του ανθρώπου Θεοτοκόπουλου ούτε του καλλιτέχνη "Ελ Γκρέκο".

Βέβαια, η ταινία έχει και θετικά σημεία, τα εξής:

* Την καλή σκηνοθεσία, τα συμπαθητικά σκηνικά και την όμορφη φωτογραφία.
* Την καλή ερμηνεία του Νικ 'Ασντον ως "Δομήνικος Θεοτοκόπουλος" και την ακόμη καλύτερη του Χουάν Ντιέκο Μπότο ως "Νίνο Ντε Γκεβάρα".
* Το κύκνειο άσμα του αείμνηστου και Μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα, ο οποίος κάνει τη διαφορά εμφανιζόμενος 2 λεπτά!
* Την ενδιαφέρουσα μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
 

Σύνοψη:

Η ταινία ΔΕΝ μπορεί να σταθεί σαν βιογραφία, γιατί απουσιάζουν στοιχεία του χαρακτήρα και της ζωής του Θεοτοκόπουλου, ενώ κάποια άλλα δίνονται πρόχειρα. 'Αρα ελειπέστατο σενάριο. Έχει δυο βασικές καλές ερμηνείες και αρκετές κακές και αδιάφορες. Καλή σκηνοθεσία, όμορφη φωτογραφία και μουσική. Πολύς θόρυβος για μία ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ. Ο Ελληνικός κινηματογράφος έχει να επιδείξει ΤΑΙΝΙΑΡΕΣ, αλλά από παλαιότερα χρόνια.

Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο για τον αξέχαστο Σωτήρη Μουστάκα:
Κάποτε ο ίδιος ο John Kassavetes, εκτιμώντας το ταλέντο του από την εμφάνισή του στο 'Ζορμπά', απέστειλε αεροπορικά εισιτήρια στο ζεύγος Μουστάκα ώστε να μεταναστεύσει στην Αμερική. Δεν πήγε ποτέ...

Βαθμολογία: 4/10

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ladri di Biciclette, Vittorio De Sica, 1948



"Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων" του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη, Βιτόριο Ντε Σίκα, είναι μία από τις σημαντικότερες ταινίες της Ιταλίας, ο ορισμός του νεορεαλισμού, αλλά και μία ταινία-σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου. Μία ταινία απλή, υπέροχα λιτή και ευαίσθητα ανθρώπινη. Ή αλλιώς ένα κλασικό αριστούργημα.

Η Υπόθεση:
Η ταινία αρχίζει σε μια αλάνα, όπου ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από το Δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Μέχρι αύριο πρέπει να βρει ένα ποδήλατο. Η γυναίκα του έχει τη λύση: δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν ξημερώσει οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο, ευτυχισμένος ακόμα, Ρίτσι. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο...

 Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν ερασιτέχνες ηθοποιοί, περιέχει και ορισμένες πανέμορφες σκηνές: Η μνημειώδης σεκάνς με το γεύμα πατέρα - υιού για παράδειγμα μέσα στην απλότητα της, σου μένει χαραγμένη στη μνήμη για πολύ καιρό.. Και βέβαια η τελευταία σεκάνς του έργου, πανέμορφη, συγκινητική, όπου ο Ρίτσι μέσα στην απόγνωση του και χωρίς να είναι κλέφτης, αρπάζει ένα ποδήλατο ανάμεσα στα εκατοντάδες που βρίσκονται στην πλατεία και προσπαθεί να ξεφύγει από το πλήθος που τον κυνηγάει. Δεν τα καταφέρνει όμως, το αγριεμένο πλήθος τον πιάνει, ο ιδιοκτήτης όμως που παρακολουθεί θα λυπηθεί τον Ρίτσι και θα τον αφήσει να φύγει. Τότε ο ήρωας μας, θα αγκαλιάσει το γιο του για να χαθεί μέσα στο πλήθος και να γίνει και πάλι ένας από δαύτους...




Ένα εντυπωσιακό, αν μη τι άλλο στοιχείο, άγνωστο σε αρκετό κόσμο:
Ο όρος "ιταλικός νεορεαλιστικός κινηματογράφος" ακούστηκε πρώτη φορά το 1942 μέσα στο Πειραματικό Κέντρο, τη σχολή κινηματογράφου που είχε ιδρύσει το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι. Ο σκοπός του καθεστώτος ήταν να πλαισιώσει την προπαγανδιστική μηχανή με νέους κινηματογραφιστές, πιστούς στα φασιστικά ιδεώδη, οι οποίοι θα καταδείκνυαν την "ευτυχισμένη" ζωή του Ιταλού προλετάριου. To αποτέλεσμα όμως ήταν τελείως διαφορετικό. 
Ευτυχώς!


Μια κλασική ταινία - σταθμός στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και μία από τις αγαπημένες ταινίες του γράφοντος.


Βαθμολογία: 10/10

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Brief Encounter, David Lean, 1945


Brief Encounter (Σύντομη Συνάντηση): Ο μεγαλύτερος Άγγλος σκηνοθέτης, Ντέιβιντ Λιν και εις εκ των σπουδαιότερων στην ιστορία του κινηματογράφου (Lawrence of Arabia, Doctor Zhivago, The Bridge of the River Kwai, Oliver Twist) υπογράφει αυτό εδώ το ερωτικό μελόδραμα, που αφηγείται με πολύ όμορφο τρόπο μία πλατωνική σχέση και έναν απριόρι καταδικασμένο έρωτα.

 Η υπόθεση της ταινίας:
Η Laura (Celia Johnson) μια γυναίκα που ασφυκτιά πίσω από το προσωπείο της συζύγου και μητέρας επιζητά την ευτυχία στα απλά καθημερινά πράγματα και προσπαθεί να γεμίσει σχεδόν ανόητα το ελεύθερο χρόνο της. Ο Alec Harve (Trevor Howard) είναι γιατρός, σύζυγος και πατέρας, ζει μια καθημερινή ρουτίνα, αφήνοντας τον ημερήσιο του χρόνο να εξαντλείται κυρίως στο χώρο εργασίας, προσπερνώντας τις απολαύσεις της ζωής. Τυχαία θα συναντηθούν και εκεί θα ερωτευτούν. Τα τρένα έρχονται και φεύγουν, και αυτά θα καθορίσουν την διάρκεια της ερωτικής του συνάντησης.

Πολύ δυνατή σκηνοθεσία από τον Lean, έξοχη η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Robert Krasker, ακουστικό "ποίημα" το κονσέρτο για πιάνο νο. 2 του Rachmaninov, ευχάριστες μελωδίες τα σφυρίγματα του τρένου, πολύ δυναμικές και εκφραστικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές.

Οι Σινεφίλ και λάτρεις του κλασικού Σινεμά θα το λατρέψουν, ενώ όσο κι αν το ρομάντζο αυτό του Lean σε πολλούς νέους σήμερα φανεί παλιομοδίτικο, γλυκανάλατο και ξεπερασμένο, εντούτοις παραμένει ένα όμορφο, ρομαντικό, συγκινητικό φιλμ που συνδυάζει τον ευρηματικό διάλογο με τον έντονο αισθησιασμό, δίχως να προβάλεται η παραμικρή ερωτική σκηνή, ούτε καν ένα φιλί!


Κάποια ενδιαφέροντα tips για την ταινία:

Το κινηματογραφικό σενάριο βασίζεται σε ένα μονόπρακτο του Noel Coward με τον τίτλο Still Life που πρωτοανέβηκε το 1935. Η ταινία γυρίστηκε στην διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τον λόγο αυτό επιλέχτηκε ο σταθμός Κάνφορθ, επειδή ήταν αρκετά μακριά από το νοτιοανατολικό σημείο της Αγγλίας ώστε να μπορεί να λαμβάνει έγκαιρη ειδοποίηση για την περίπτωση αεροπορικής επιδρομής και έτσι να υπάρχει χρόνος να διακοπεί η παροχή ρεύματος για τη υπακοή στους, εν καιρώ πολέμου, περιορισμούς συσκότισης. Στην αρχική προβολή, η ταινία απαγορεύθηκε από την λογοκρισία στην Ιρλανδία λόγω του ότι παρουσίαζε έναν μοιχό με συμπονετική διάθεση.
Το 1947 η ταινία ήταν υποψήφια για 3 Όσκαρ, ενώ είχε κερδίσει το 1946 το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών και η Σίλια Τζόνσον το Α' Βραβείο Γυναικείου ρόλου από την Αμερικανική Ένωση Κριτικών.
Το 1999 η ταινία κατέλαβε την 2η θέση στην λίστα με τις 100 καλύτερες Βρετανικές ταινίες από το Βρετανικό Ιντιτούτο.

Μεγάλος σκηνοθέτης ο David Leanκλασικό και όμορφο φιλμ το Brief Encounter, δικαίως συγκαταλέγεται συχνά μέσα στις καλύτερες ταινίες τόσο της Μεγάλης Βρετανίας, όσο και γενικά στην ιστορία του κινηματογράφου. 


 Βαθμολογία: 8,5/10