Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ουρανός, Τάκης Κανελλόπουλος, 1962

 

 Μία αριστουργηματική στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου. Του σπουδαίου Τάκη Κανελλόπουλο και του 1962, μία ασπρόμαυρη αντιπολεμική ταινία, απ' τις καλύτερες του είδους, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε σενάριο Τάκη Κανελλόπουλου και Γεώργιου Κιτσόπουλου, με τους: Φαίδωνα Γεωργίτση, Αιμιλία Πίττα, Τάκη Εμμανουήλ, Ελένη Ζαφειρίου, Νίκο Τσαχιρίδη, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Σταύρο Τορνέ, Λαμπρινή Δμητριάδου, Λάζο Τερζά, Κώστα Μεσσάρη.

 Η υπόθεση:
 Ελληνική δραματική ταινία παραγωγής ΔΡΑΚΑΚΗΣ. 1962, στη μακεδονική επαρχία δύο ζευγάρια χωρίζουν με την έναρξη του πολέμου. Οι δύο άντρες πάνε στο μέτωπο της Αλβανίας. Πολεμούν πλάι-πλάι με τον δάσκαλο ο οποίος θα σκοτωθεί πρώτος. Στη συνέχεια, θα πέσουν και οι ίδιοι, το μέτωπο θα καταρρεύσει και το πένθος θα σκεπάσει τα πάντα

 Η ιστορία ξεκινάει απ' τις 26 Οκτωβρίου 1940. Σε ένα φυλάκιο στα ελληνοαλβανικά σύνορα, η ζωή των στρατιωτικών κυλά ήρεμα. 29 Οκτωβρίου 1940. Έχει κηρυχθεί ο πόλεμος με τους Ιταλούς και οι στρατιώτες αλλάζουν μονάδες ανάλογα με την ειδικότητά τους . Άνοιξη 1941: Μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Γερμανούς, οι στρατιώτες επιστρέφουν από τα μέτωπα του πολέμου, στα σπίτια τους με τα πόδια..

 Ο Κανελλόπουλος κινηματογραφεί εδώ, στην πρώτη μεγάλου μήκους και πιθανώς, κορυφαία ταινία του, με ποιητική ευαισθησία και με κάποια λυρικά πλάνα τα τραύματα που αφήνει ο πόλεμος σε μία ομάδα ανθρώπων (μια παρέα πέντε φίλων, που είχαν γνωριστεί και δεθεί στο φυλάκιο) και κατ' επέκταση σε ολόκληρη κοινωνία αλλά και στο κάθε άτομο ξεχωριστά. Δεν τον ενδιαφέρει η καταγραφή πολεμικών γεγονότων ούτε τον απασχολεί ποιος και τι είναι ο εχθρός (σαφώς ως βάση της ιστορίας θέτει το αλβανικό μέτωπο), ούτε καν εξυμνεί την ελληνική ψυχή που πηγάζει από κραυγές γενναιότητας (αεεεεέρα) αλλά επικεντρώνεται στα γιατί και τη ματαιότητα του -οποιουδήποτε- πολέμου και τον προδιαγεγραμμένο χαμό και τη συντριβή που εκείνος επιφέρει για όλους, κάτι που φυσικά ξεπερνά την ανθρώπινη φύση.

 Μια παρέα νεαρών στρατιωτών με μπροστάρη έναν ανθρωπιστή λοχία φεύγουν απ' το φυλάκιο για να πολεμήσουν τους γερμανούς κατακτητές λαμβάνοντες εντολές απ' την Αθήνα. Ξεκινούν με ενθουσιασμό, τραγουδώντας και χορεύοντας θαρρεί κανείς πως πάνε σε γλέντι. Ωστόσο τα δεινά του πολέμου θα τους διαλύσουν ψυχολογικά οδηγώντας τους σταδιακά στην κατάθλιψη και το μαρασμό. Χάνουν κάθε διάθεση και όρεξη, δεν έχουν πλέον θετική ενέργεια κι ελπίδα, ενώ ξέρουν, όσοι γυρίσουν πίσω, πως τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο με πριν, όσον αφορά στις οικογένειες και τον τρόπο ζωής των. 

 
 
 Χωρισμένη σε δύο μέρη ουσιαστικά. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τις ζωές ανθρώπων σε κάποιο χωριό στα σύνορα όπου υπάρχει κι ένα στρατιωτικό φυλάκιο. Στο δεύτερο την πορεία των πέντε στρατιωτών, φίλων μετά από τόση συμβίωση στο φυλάκιο, του Δασκάλου, του Ταχυδρόμου, του Λοχία, του Γιάγκου και του Στράτου, εκ των οποίων μόνον ο Ταχυδρόμος θα καταφέρει να επιστρέψει ζωντανός..

 Το τεχνικό μέρος, εξαιρετικό στο σύνολό του. Σκηνοθεσία, φωτογραφία (Giovanni Varriano, Γρηγόρης Δανάλης), ερμηνείες (ο Γεωργίτσης στην πρώτη εμφάνιση κι όλοι οι ηθοποιοί στο πετσί των ρόλων), διάλογοι, αντιπολεμικά μηνύματα.

 Διακρίσεις της ταινίας: 1962 ΠΕΚΚ (αργυρό βραβείο - φωτογραφίας), 1962 βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, Συμμετοχή στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, 1963 Φεστιβάλ Νάπολης (αργυρό βραβείο), 1963 Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, 1964 Κρατικό Βραβείο (σκηνοθεσίας). 

 Ένα αντιπολεμικό, πανανθρώπινο φιλμ, μέρος της κληρονομιάς ενός σπουδαίου κινηματογραφιστή. Μία ταινία - σταθμός στην εξαγώγιμη κινηματογραφική μας παρακαταθήκη.

 Ακολούθησαν δύο ακόμη εκπληκτικές ταινίες του ιδιαίτερου αυτού δημιουργού και εκφραστή του ανεξάρτητου ελληνικού σινεμά: η «Εκδρομή», μια σπαρακτική ερωτική ιστορία εν καιρώ πολέμου και η «Παρένθεση», το 1966 και το 1968 αντίστοιχα. Στη συνέχεια ακολούθησε πτωτική πορεία (4 φιλμ ακόμη) αλλά με αυτές τις τρεις σημαντικότατες ταινίες χάραξε τη δική του πορεία στην ιστορία του εγχώριου κινηματογράφου.

 Βαθμολογία: 8/10

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Tous les Matins du Monde, Alain Corneau, 1991

 

 Μία πανέμορφη ταινία απ' τη Γαλλία και τον προσφάτως εκλιπόντα, συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2010, λίγες μέρες μετά την προβολή του κύκνειου άσμα του Crime d'amour, Alain Corneau. Το «'Ολα τα πρωινά του κόσμου» είναι η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Quignard Pascal. Με τους Jean-Pierre Marielle, Gérard Depardieu, Guillaume Depardieu, Anne Brochet, Carol Richert.

 Η υπόθεση:
 Τέλη του 17ου αιώνα. Ο μουσικός de Sainte Colombe επιστρέφει στο σπίτι του και ανακαλύπτει ότι κατά το διάστημα της απουσίας του η γυναίκα του είχε πεθάνει. Συντετριμμένος, αφιερώνει τη ζωή του στην ανατροφή των παιδιών του και στη μουσική του . Αρχίζουν τότε να κυκλοφορούν φήμες γι' αυτόν που θα φτάσουν μέχρι τ' αυτιά του Βασιλιά. Ο Λουδοβίκος XIV θα τον καλέσει στην αυλή, για να γίνει μέλος της βασιλικής ορχήστρας. Εκείνος αρνείται κι επιμένει στη μοναξιά του. Μία μέρα φτάνει στο σπίτι του ένας νεαρός με ένα αίτημα...

 Ο Alain Corneau υπήρξε σημαντικός γάλλος σκηνοθέτης με πολύ λίγες (μόλις 16) αλλά εξαιρετικές ταινίες στο φαινομενικά μικρό αλλά πλουσιότατο βιογραφικό του.
 Εδώ, εν έτει 1991 δημιουργεί ένα αξεπέραστο κινηματογραφικό έπος πέρα από κάθε κριτική προσέγγιση χαρίζοντάς μας μία εκ των κορυφαίων γαλλικών ταινιών ever και οπωσδήποτε ένα απ' τα καλύτερα φιλμ της δεκαετίας.

 Η ιστορία είναι βασισμένη στο έξοχο μυθιστόρημα του Quignard Pascal και αφηγείται τα αληθινά γεγονότα της σχέσης δύο μεγάλων μουσικών του 17ου αιώνα, του δασκάλου Monsieur de Sainte Colombe και του μαθητή Marin Marais.

 Απ' τη μία έχουμε τον στριμμένο άνθρωπο αλλά σπουδαίο δάσκαλο Μεσιέ ντε Σεντ-Κολόμπ, ο οποίος σε κατάσταση ελιτίστικου αυνανισμού παίζει με το δικό του, μοναδικό τρόπο την εφτάχορδη βιόλα, εφευρέτης γαρ και μαέστρος δημιουργικός και ασύγκριτος, αποκλειστικά προς ιδίαν τέρψιν και αυτάρεσκο ηδονισμό. Απόδειξη του απέραντου σεβασμού και υποταγής προς τη μουσική και γενικά την Τέχνη, πιστός υπηρέτης της οποίας είναι και μόνον, η κατ' εξακολούθηση άρνηση να μεταβεί στην Αυλή του Βασιλιά Ήλιου, Λουδοβίκου IV και να διασκεδάζει τους αυλικούς παίζοντας μουσική στη βασιλική ορχήστρα, περιφρονώντας τους ἀ-μουσους απεσταλμένους του Βασιλιά. Φυσικά! Αφού είναι μουσικός με όλην τη σημασία της λέξης και προστάτης της Τέχνης (του), όχι διασκεδαστής της σειράς και γλύφτης!

 Απ' την άλλη ο αντιγραφές και κόλακας όμως σε κάθε περίπτωση ταλαντούχος Μαρέν Μαρέ, βιρτουόζος μουσικός της εποχής του Μπαρόκ και της βιόλα ντα γκάμπα (συγγενικό μουσικό όργανο του βιολιού - το προσωνύμιο ντα γκάμπα είναι ενδεικτικό της στάσης παιξίματος, καθώς στηρίζεται ανάμεσα στις γάμπες και όχι στο έδαφος, όπως το βιολοντσέλο) θα μαθητεύσει κοντά στον ντε Σεντ-Κολόμπ, αλλά οι διαφορετικές τους αντιλήψεις και ο υπέρμετρος ενθουσιασμός του και η νεανική φιλοδοξία θα τον φέρουν σε ρήξη με το δάσκαλό του και θα τον οδηγήσουν επί σειρά ετών στη διεύθυνση της βασιλικής ορχήστρας (ordinaire de la chambre du roy pour la viole), όπου θα υποκύψει στα βασιλικά προνόμια.

 Όλα θα αρχίσουν με το θάνατο της γυναίκας του μεγάλου μουσικού δασκάλου. Η θλίψη του, ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και αποτυπωμένη σε κάθε γκριμάτσα του εξαιρετικού ηθοποιού Ζαν-Πιερ Μαριέλ, θα τον οδηγήσει σταδιακά στην πλήρη απομόνωση. Θα χτίσει ένα μικρό σπίτι στον κήπο, στο οποίο μετακομίζει για ν' αφοσιωθεί πλήρως στη μουσική αποφεύγοντας τον έξω κόσμο, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει ένα μουσικό τρίο με τις δύο κόρες του.

 Την εσωτερική του γαλήνη θα διαταράξει ο νεαρός ταλαντούχος μουσικός που με ζήλο κι επιμονή θα ζητήσει να γίνει μαθητής του. Η άρνηση του Κολόμπ διαρκής, στοιχειώνεται όμως μέσα από μια ασύλληπτη ατάκα: «Νεαρέ μου είστε επιδέξιος και παίζετε μουσική, όμως δεν είστε μουσικός!».

 Ο επιμένων όμως νικά. Και η επιμονή του Μαρέ (πραγματικά πολύ δυνατή ερμηνεία του Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, υιού του γίγαντα Ζεράρ), κινούμενη απ' τη φιλοδοξία της προσωπικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ανέλιξης, τον οδηγεί αρχικά στο κρεβάτι της Μαντλέν, μίας εκ των δύο κορών και εν συνεχεία στη βασιλική αυλή. Μόνο που στο ενδιάμεσο αυτός ο δίχως ηθικούς φραγμούς νεαρός θα εξαπατήσει την Μαντλέν με απώτερο σκοπό να πλησιάσει τη μουσική ιδιοφυΐα του Κολόμπ, να μάθει, να ρουφήξει όση γνώση μπορεί να δεχτεί μέσω της ερωτευμένης άτυχης κοπέλας. Αφού αντιγράψει κάθε βήμα, κάθε μέθοδο του δασκάλου και τα δουλέψει έχει πλέον εξελιχθεί σε κορυφαίο μουσικό, έτοιμο για το μεγάλο βήμα. Θα φύγει λοιπόν απ' το σπιτάκι για τον Roi Soleil. Μόνο που... η Μαντλέν μένει έγκυος. Εκείνος το αγνοεί αλλά βέβαια δεν τον ενδιαφέρει καν. Μετά από απανωτές προσκλήσεις και παρακαλετά, όταν πια η νεαρή αρρωστήσει άσχημα, θα γυρίσει να της παίξει βιόλα. Αλλά θα φύγει ξανά κι εκείνη ξέρει ότι μόνο ένας δρόμος της απέμεινε...

 Χρόνια μετά ο Μαρέ (ο ογκόλιθος Ζεράρ Ντεπαρντιέ πλέον, ανοίγει και κλείνει το φιλμ με δύο ολιγόλεπτες τρομακτικές ερμηνείες) έχει γίνει σπουδαίος και τρανός δάσκαλος μουσικής αλλά τρώγεται βασανισμένος από τύψεις για τον σκάρτο χαρακτήρα που είχε τότε. Όλα τα μεγαλεία και η καταξίωση έχουν πάει περίπατο. Τι τα θες;!
 Μία ατάκα με πολύ νόημα του δασκάλου προς το μαθητή: "Η μουσική υπάρχει για να μιλάει για όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια".

 Τα πλάνα του Alain Corneau μας μεταφέρουν σε έναν παραμυθένιο, αλλά συγχρόνως μουντό κόσμο γεμάτο ποικίλα συναισθήματα, όπως είναι ο πόνος, ο έρωτας, ο φόβος και ο θάνατος.
 Η δε πληρότητα του κάθε πλάνου μοναδικά εντυπωσιακή! Τα μελωδικά ακούσματα ξεσηκωμένα απ' τους κορυφαίους κλασικούς μουσικούς, απίθανα. Οι ήχοι της βιόλας ταξιδεύουν τις αισθήσεις και οι μετατρέπουν σε κινούμενους πίνακες ζωγραφικής τα υπέροχα, γεμάτα φιλοσοφική δύναμη πλάνα.
 Με άλλα λόγια ο Κορνό με τη μαεστρική του σκηνοθεσία, η οποία παρεμπιπτόντως ακολουθεί σε ρυθμό και δυναμική τη μουσική, κάνει κάτι ασύλληπτο: μας προσφέρει τη δυνατότητα να... ακούμε εικόνες και να βλέπουμε μουσική! 
 Σε αυτό βεβαίως συνεισφέρουν ο Ζορντί Σαβάλ, που επιμελείται της μουσικής και ο Ιβ Αντζελό στη φωτογραφία, καταπληκτική δουλειά αμφότεροι.
 
 Εξαιρετική ατμοσφαιρική ταινία εποχής. Οι φίλοι της καλής μουσικής θα τη λατρέψουν. Εκείνοι του καλού σινεμά θα την κουβαλούν μέσα τους για πολύ καιρό. Οι υπόλοιποι κάτι θα νιώσουν, δεν μπορεί! Όσοι βρίσκεστε στην πρώτη κατηγορία ή στη δεύτερη ή αγαπάτε εξίσου και τα δύο αυτά είδη Τέχνης και δεν έχετε δει την ταινία, αναζητήστε την με την πρώτη ευκαιρία!

 Υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Kαλύτερης Ξένης Tαινίας.
 
 Tous les matins du monde sont sans retour.

 Βαθμολογία: 9/10

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

I Mostri, Dino Risi, 1963

 

 Μία κλασική αντιπροσωπευτική ταινία της περίφημης και αγαπημένης Commedia all' Italiana από έναν εξαίρετο εκπρόσωπο του είδους, τον Dino Risi και το 1963, με τους Vittorio Gasman, Ugo Tognazzi να πρωταγωνιστούν μαζί η ξεχωριστά στα 20 συνολικά σκετς που απαρτίζουν «Τα Τέρατα».

 Η υπόθεση, απλή: 20 σκετσάκια που σατιρίζουν τους λαϊκούς μύθους και την ιταλική κοινωνία της δεκαετίας του 1960.

 Ο Dino Risi, ένας πραγματικά σπουδαίος σκηνοθέτης και έξοχος εκπρόσωπος της αγαπημένης -και- στην Ελλάδα Commedia all' Italiana, βρίσκει εδώ, στο πρόσωπο δύο πολύ καλών του φίλων και συνεργατών αλλά και μεγάλων ηθοποιών φυσικά, των «ωραίων τεράτων» του ιταλικού σινεμά Vittorio Gasman και Ugo Tognazzi τον καθρέφτη μέσα απ' τον οποίον «βλέπει» τους πρωταγωνιστές, τους αντιήρωες, τα πρότυπα, τους πλούσιους, τους φτωχούς, τους κάθε λογής «απατεώνες», τους πολιτικούς, τους ανθρώπους των media, τους «προβληματικούς» και εν τέλει ολόκληρη την ιταλική κοινωνία των '60s, τους μύθους της οποίας ξεσκίζει μέσα από μία σειρά ξεκαρδιστικών σκετς, συνολικής διάρκειας 110'.

 Αξίζει να σημειωθεί (οι λάτρεις βεβαίως του είδους γνωρίζουν πολύ καλά) πως η commedia all' italiana υπήρξε το κατεξοχήν κινηματογραφικό είδος που αντιμετώπισε το πρόσωπο της κοινωνίας με γενναιότητα, αυτοσαρκασμό και ουσία και που στηρίχθηκε στη μετωπική σύγκρουση με τη γελοιότητα και την ήττα των ανθρώπων καθώς και με την υπαρξιακή τους απελπισία. 

 Εδώ λοιπόν παρακολουθούμε ένα απ' τα πρώτα δείγματα αυτού του ιδιαίτερου κινηματογραφικού είδους με την υπογραφή ενός κωμικού -και όχι μόνο- μαέστρου (Il Sorpaso, Il Successo, Profumo di Donna, Una vita difficile, Poveri ma belli, ). 

 Μια σπονδυλωτή ταινία και μία καυστική σάτιρα με πανέξυπνους διαλόγους, ωραίο χιούμορ, πολιτικοκοινωνικά μηνύματα, διδακτισμό αλλά και κάποιες υπερβολές.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Wild Strawberries (Smultronstället), Ingmar Bergman, 1957

 

  Εν έτει 1957 ο κορυφαίος σουηδός σκηνοθέτης Ingmar Bergman κάνει δύο πραγματικά σπουδαίες ταινίες. Την 7η Σφραγίδα και τις Άγριες Φράουλες. Δύο αριστουργήματα δηλαδή την ίδια χρονιά! Μοναδικό επίτευγμα από έναν κινηματογραφικό Γίγαντα. Εδώ, με τον αυθεντικό τίτλο "Smultronstället" και διεθνώς γνωστό ως "Wild Strawberries", οι Άγριες Φράουλες είναι ένα βαθιά φιλοσοφημένο φιλμ, που θα μπορούσε να σταθεί ως συμπλήρωμα της 7ης Σφραγίδας και το οποίο αναζητά την Αλήθεια πίσω απ' τον Θάνατο. Σε σενάριο - σκηνοθεσία Ingmar Bergman, με τους: Victor Sjostrom, Bibi Andersson, Ingrid Thulin, Gunnar Bjornstrand.

 Η υπόθεση:
 Η ταινία ξεκινά μ' έναν φοβερό εφιάλτη, όπου ο γηραιός καθηγητής Ιατρικής ο οποίος πρόκειται να τιμηθεί από την Ακαδημία για την προσφορά του στην επιστήμη βλέπει, σ' ένα φέρετρο που πέφτει από μια νεκροφόρα και ανοίγει μπροστά του, τον εαυτό του νεκρό ενώ ένα ρολόι, χωρίς δείκτες, «δείχνει» την ώρα του Θανάτου. Ο ηλικιωμένος άνδρας (έξοχα ερμηνευμένος από τον μεγάλο σκηνοθέτη της εποχής του βωβού Βίκτορ Σγιόστρομ), ο οποίος στο βωμό της επιτυχίας και της καταξίωσης, θυσίασε την χαρά της ζωής και τους χυμούς του έρωτα, στεγνώνοντας την ψυχή του, κάνει το τελευταίο του ταξίδι, ταυτόχρονα ξαναζεί τη ζωή του και συμφιλιώνεται με το φόβο του θανάτου.

 Όλα ξεκινούν με τον ηλικιωμένο καθηγητή ιατρικής Borg, κεντρικό ήρωα του φιλμ, να ταράσσεται από έναν εφιάλτη. Δεν είναι λίγο πράγμα να «βλέπεις» τον εαυτό σου νεκρό στο φέρετρο και το χρόνο σου να τελειώνει. όπως «υποδεικνύει» το ρολόι χωρίς δείκτες.

 Ο βετεράνος ιατρός βλέπει τον εφιάλτη παραμονές της βράβευσής του απ' την Ακαδημία για τα 50 χρόνια προσφοράς του στο χώρο της ιατρικής και της Επιστήμης, γενικότερα. Ταραγμένος θα αποφασίσει να ταξιδέψει με το αυτοκίνητο αντί του αεροπλάνου και θα ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από την Στοκχόλμη ώστε να φθάσει εγκαίρως στην Λουντ για τη βράβευση.

 Μαζί του, συνοδοιπόρο στο ταξίδι θα έχει τη νύφη του, η οποία νιώθει να ασφυκτιά και θέλει να ξεφύγει τόσο απ' τον άνδρα της (και γιο του γέρου) όσο κι απ' τη μιζέρια της καθημερινότητας.

 Και το ταξίδι αυτό θα μετατραπεί σε ταξίδι ψυχής από τον σπουδαίο σουηδό δημιουργό πίσω απ' την κάμερα και τον εξίσου σπουδαίο Victor Sjostrom, κορυφαίο σκηνοθέτη του βωβού κινηματογράφου και ήδη αναγνωρισμένο εδώ, να ενσαρκώνει με εκπληκτική εσωστρέφεια τον γέρο καθηγητή, έχοντας φυσικά καταθέσει στο παρελθόν διαπιστευτήρια εξαίρετης υποκριτικής.

 Απ' την πρώτη κιόλας στάση, στο πατρικό του, ο ηλικιωμένος άνδρας θα φέρει εμπρός του αναμνήσεις απ' το παρελθόν, οι οποίες ωστόσο δεν εμφανίζονται ως σκιές ή αμυδρά στιγμιότυπα αλλά ως ολοζώντανες εικόνες που συνθέτουν ολόκληρο το πορτρέτο της ζωής του 78χρονου καθηγητή. Εικόνες, οι οποίες έχουν τέτοια δύναμη, τέτοια ζωντάνια και τέτοια έντονα χρώματα, που φωτίζουν τα τελευταία μισοσβησμένα ίχνη της πορείας μιας ολόκληρης ζωής της οποίας το φινάλε πλησιάζει απειλητικά.

 Όλο το ταξίδι, με τους γνωστούς αλλά και άγνωστους ανθρώπους που θα συναντήσει και με τα όνειρα και τις μνήμες να τον συντροφεύουν, θα αποτελέσει επί της ουσίας, παράλληλα με τη διαδρομή που διανύει ο γέρος για να τιμηθεί, τη διαδρομή που θα κάνει μέσα και πίσω στο χρόνο, ώστε να καταλήξει στον προσωπικό του απολογισμό για τη ζωή.

 Κι ο μέγας Μπέργκμαν στήνει με εντυπωσιακή τεχνική, κάποια βουτηγμένα στο λυρισμό πλάνα και «παιχνίδια» με το φωτισμό, το κατεστραμμένο πορτρέτο μιας ζωής που χάθηκε μες στον εγωισμό, ενώ παράλληλα αποτίει φόρο τιμής στον έτερο μεγάλο της σουηδικής και γενικότερα, ξεχωριστής σκανδιναβικής σχολής, Βίκτορ Σγιόστρομ, όχι μόνο δίνοντάς του τον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά κυρίως μέσα απ' την εξπρεσιονιστική απεικόνιση των κάδρων του.

 Ο εγωπαθής καθηγητής κλεισμένος στον εαυτό του και πνιγμένος στην επιστήμη του ξέχασε ουσιαστικά να ζήσει. Ξέχασε να ερωτευτεί, να διεκδικήσει, να παλέψει, να απολαύσει. Έτσι είδε απλώς τη ζωή να περνά από δίπλα του χωρίς καν να το αντιληφθεί. Και τώρα, στα 78 του χρόνια και λίγο πριν παραστεί στη δική του τιμητική βραδιά που όμως μοιάζει «κούφια» δίχως ουσιαστικό αποδέκτη, ένας τρομακτικός εφιάλτης τον αναγκάζει να «ξαναζήσει», μέσα από μνήμες, όνειρα και μακρινές εικόνες όλα εκείνα που άφησε να τον προσπεράσουν.

 Η πραγματικότητα συγχέεται με το όνειρο και το παρόν με το παρελθόν, η νοσταλγία των χαμένων νιάτων αντιπαρατίθεται με την σκιά των γηρατειών, τα ρεαλιστικά στοιχεία του ταξιδιού διακόπτουν τα σουρεαλιστικά στοιχεία των ονείρων, οι χαρές και οι λύπες δεκάδων χρόνων ξεπροβάλλουν μέσα απ' τις θαμπές αναμνήσεις.

 Ο ήρωας, απ' τον εφιάλτη της εναρκτήριας -μαγικής εξπρεσιονιστικής σύλληψης- κιόλας σεκάνς, ακολουθώντας μια διαδρομή επιδίδεται στην αναζήτηση της Εσωτερικής του Αλήθειας. Δεν ψάχνει να βρει απαντήσεις στο Θεό, όπως κάνει ο Μαξ φον Σίντοφ στο δικό του οδοιπορικό στην 7η Σφραγίδα, αλλά στο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής.
 Η φθορά του χρόνου και η άνευ όρων παράδοση σε αυτήν, που αποτυπώνεται έξοχα απ' τον Σγιόστρομ, θα δώσει τις απαντήσεις με το προδιαγεγραμμένο φινάλε.

 Ένα γλυκόπικρο οδοιπορικό στις αναμνήσεις και τα όνειρα της ανθρώπινης ύπαρξης, μία από τις 10 καλύτερες ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου. Χρυσή Αρκτος Φεστιβάλ Βερολίνου, 1958. Ένα αυθεντικό αριστούργημα.

 Βαθμολογία: 9/10

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Cherry Blossoms, Doris Dörrie, 2008


 «Ανθισμένες Κερασιές», με αυθεντικό τίτλο Kirschbluten - Hanami η κορυφαία στιγμή της γερμανίδας σκηνοθέτιδας Doris Dörrie, το 2008. Μία συμπαραγωγή Γερμανίας, Ιαπωνίας, η τρυφερή αυτή ταινία με ευθεία αναφορά στον Όζου και κλείσιμο του ματιού στους Φελίνι, Κισλόφσκι, με συμμετοχή στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Μια πραγματεία για το εφήμερο της ζωής, την αγάπη και το «τέλος». Σε σενάριο - σκηνοθεσία Doris Dörrie με τους: Elmar Wepper, Hannelore Elsner, Aya Irizuki, Maximilian Bruckner, Nadja Uhl, Birgit Minichmayr.

 Η υπόθεση:
 Μόνο η Τρούντι (Χανελόρε Έλσνερ) ξέρει πως ο άντρας της είναι ανίατα άρρωστος και ετοιμοθάνατος. Αποφασίζει να μην του το ανακοινώσει. Οι γιατροί της προτείνουν να κάνει ένα όμορφο ταξίδι μαζί του, να πραγματοποιήσουν κάτι που ονειρεύονται. Ο Ρούντι είναι ένας καλός, απλός, προβλέψιμος άντρας. Αγαπιούνται. Όταν η γυναίκα του τού προτείνει να πάνε στην Ιαπωνία, όπου ζει ο μικρός τους γιος, και να δουν από κοντά την κορυφή του Φουτζιγιάμα, εκείνος την βρίσκει υπερβολική. Τελικά, καταφέρνει να τον πείσει να ταξιδέψουν στο Βερολίνο όπου ζει ο μεγάλος τους γιος με την οικογένειά του και η κόρη τους. Εκεί καταλαβαίνουν ότι τα παιδιά τους είναι τόσο απασχολημένα με τις δικές τους ζωές, που δεν τους περισσεύει χρόνος για τους γονείς. 

 Η Doris Dörrie, σημαντική γερμανίδα σκηνοθέτιδα με πολύχρονη καριέρα πίσω απ' την κάμερα, εν έτει 2008 έφθασε στην πιο ώριμη στιγμή της χαρίζοντάς μας ένα πολύ όμορφο, τρυφερό και συγκινητικό φιλμ. Οι «Ανθισμένες Κερασιές» με εμφανή αναφορά στον σπουδαίο Γιασουχίρο Όζου και το υπέροχο «Ταξίδι στο Τόκιο» είναι μια εντυπωσιακά λιτή πραγματεία πάνω στο εφήμερο της ζωής, την αληθινή αγάπη και το προδιαγεγραμμένο φινάλε. Όλα αυτά με φόντο το σύγχρονο Τόκιο ως μεγαλούπολη - σύμβολο αποξένωσης των οικογενειών και αλλοτρίωσης των παραδοσιακών αξιών.

 Όλα ξεκινούν από μια διάγνωση. Αφορά σε ανίατη ασθένεια του Ρούντι, μη αναστρέψιμη μορφή καρκίνου, μόνο που τα μαντάτα λαμβάνει η σύζυγός του, Τρούντι. Η οποία, μετά κι από παρότρυνση των γιατρών, αποφασίζει να πραγματοποιήσουν οι δυο τους ένα μεγάλο ταξίδι, να επισκεφθούν μετά από χρόνια τα παιδιά τους, να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα, να ζήσουν μια «περιπέτεια», λίγο πριν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για το οποίο φυσικά ο Ρούντι δεν έχει ιδέα...

 Ωστόσο τα προβλήματα μόλις άρχισαν για το ηλικιωμένο ζεύγος. Μόλις γεμάτοι χαρά και προσμονή αντικρύσουν τα παιδιά τους στο Βερολίνο, θα αντιληφθούν πως στις ζωές τους και τη γεμάτη υποχρεώσεις καθημερινότητά τους δεν υπάρχει χώρος για εκείνους. Παγιδευμένοι στη σύγχρονη καθημερινότητα της ασφυκτικής μεγαλούπολης αλλά κι εγκλωβισμένοι στις ψευδαισθήσεις της προσωπικής τους ζωής νιώθουν πλέον εντελώς ξένοι κι αποκομμένοι απ' τους ανθρώπους που τους μεγάλωσαν. Με εμφανή απογοήτευση μετά την αποδόμηση της οικογένειας οι ηλικιωμένοι γονείς θα συνεχίσουν το ταξίδι τους. Επόμενος σταθμός η θάλασσα, στη Βαλτική. Όμως εκεί, το εφήμερο της ζωής κρύβει μια αναπάντεχη, σκληρή δοκιμασία. Μία ανατροπή που θα φέρει τα πάντα τούμπα στον Ρούντι, ο οποίος, όντας ήρεμος, μοναχικός και βρίσκοντας σε ολόκληρη τη ζωή του την ευτυχία στην απλή καθημερινή συντροφιά της Τρούντι, θα πρέπει ευρισκόμενος στο Τόκιο πια, να αλλάξει, έστω στο βαθμό που μπορεί, τόσο για τον ίδιο, για να εξερευνήσει ουσιαστικά τον εαυτό του πάνω στο φινάλε της διαδρομής του, αλλά κυρίως, για τη μνήμη της αγαπημένης του γυναίκας.
 Εκεί μάλιστα, αποκομμένος κι απ' τον άλλο γιο θα βρει συντροφιά στο πρόσωπο μιας νεαρής Γιαπωνέζας, την υποδύεται η γλυκύτατη Aya Irizuki (σα χαρακτήρας θυμίζει την Gulietta Masina απ' το La Strada του Fellini), η οποία θα τον μυήσει στα μυστικά του Butoh, ένα μοντέρνο ντόπιο χορό που λάτρευε και είχε απωθημένο η Τρούντι. Μαζί, με ένα χάσμα να τους χωρίζει, από διαφορά ηλικίας μέχρι συνήθεις και συμπεριφορά, θα μοιραστούν ένα σωρό πράγματα και συναισθήματα και θα έρθουν κοντά, έστω κι αν οριακά καταφέρνουν να συνεννοηθούν, χάρη στην αγάπη τους για τη ζωή αλλά και βοηθούμενοι από τη μνήμη προς ένα αγαπημένο πρόσωπο έκαστος.

 Ξεκινώντας απ' το σενάριο, αυτή η απλότητα κερδίζει μεμιάς το θεατή, καθώς τα στόρι ξετυλίγεται με τη γνωστή γερμανική λιτότητα, όμως κάθε σεκάνς και κάθε διάλογος είναι πέρα για πέρα ουσιαστικά πετυχαίνοντας μάλιστα τον σκοπό της Dörrie, που είναι όχι να εκμαιεύσει τη συγκίνηση αλλά να αγγίξει την ψυχή ακόμη και του πλέον ώριμου ή ψυχρού θεατή.
 Άλλωστε το σενάριο με το λιτό ύφος, τους συμβολισμούς και τις ανατροπές αποτελεί το ατού αυτού του φιλμ, μιας και η σκηνοθεσία κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα. Όλα τα λεφτά λοιπόν, το στόρι.
 Στη συνέχεια έχουμε έναν υπέροχο Elmar Wepper, ο οποίος ερμηνεύει με απαράμιλλη εκφραστικότητα και γλυκύτητα τον ήσυχο, παγιδευμένο στην ρουτίνα του Ρούντι, ο οποίος στο φινάλε αφήνει επιτέλους εαυτόν να εκφραστεί, σταματάει να αυτοκαταπιέζεται και βγάζει από μέσα του όλη την κρυμμένη χάρη και ομορφιά χαρίζοντας ίσως έτσι το σημαντικότερο δώρο στον ίδιον. Να ανθίσει δηλαδή, σαν τις κερασιές..

* Οι ανθισμένες κερασιές είναι σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής στην Ιαπωνία. Πρόκειται για την έναρξη της άνοιξης, όπου φυσικά ανθίζουν τα δέντρα και τα λουλούδια και συμβολίζουν τη γέννηση της ίδιας της ζωής. Συγκεκριμένα το άνθος της κερασιάς έχει τη συμβολική σημασία του εφήμερου και παροδικού της ζωής. Η εποχή αυτή ονομάζεται "hanami" και σημαίνει «κοίτα τα λουλούδια», δηλαδή αυτή την ιδιαίτερη ποικιλία κερασιάς της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Häxan, Benjamin Christensen, 1922

 

 Με τον ελληνικό τίτλο «Η Μαγεία μέσα στους Αιώνες» η ταινία "Häxan" -συναντάται και με τον αγγλικό τίτλο "Haxan: Witchcraft Through The Ages"- είναι ένα θρυλικό φιλμ του βωβού κινηματογράφου, που πραγματεύεται την ιστορική διαδρομή της μαγείας. Σε παραγωγή Σουηδίας/Δανίας, σενάριο και σκηνοθεσία Benjamin Christensen, με τους: Benjamin Christensen, Elisabeth Christensen, Maren Pedersen κ.ά.

 Η υπόθεση:
 Μια πραγματεία πάνω στη μαγεία, την τρέλα και τον δαιμονισμό, γυρισμένη υπό μορφή ελεύθερου δοκιμίου, όπου καταγγέλλεται ο σκοταδισμός του Μεσαίωνα και οι πρακτικές της Ιεράς Εξέτασης, ενώ στο τελευταίο μέρος γίνεται παραλληλισμός ανάμεσα στη δαιμονολογία και την υστερία υπό το φως της ψυχιατρικής επιστήμης.

 Ο γεννημένος στο Βίμποργκ της Δανίας Benjamin Christensen δημιουργεί ένα φιλμ - μύθο στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου, όταν εν έτει 1922 (σημαντικότατη χρονιά για το σινεμά, καθώς έχουμε και το αριστούργημα του Φρίντριχ Μουρνάου Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου) αποφασίζει να πραγματευτεί την «τέχνη» της μαγείας και την ιστορική διαδρομή της ανά τους αιώνες, περνώντας απ' τη βόρεια Ευρώπη αλλά δίνοντας βάση στο Μεσαίωνα, όπου και ασκεί δριμύ κριτική στον τρόπο λήψης αποφάσεων των διαβόητων ιεροεξεταστών

 Το όλο -σπουδαίο- εγχείρημα αναπτύσσεται σαν δοκίμιο, σε ντοκουμεταρίστικο ύφος, ενώ να σημειωθεί πως η γλώσσα είναι τα δανέζικα, όπως επίσης στη Δανία έγιναν τα γυρίσματα, αν και η χρηματοδότηση της ταινίας έγινε με σουηδικές κορώνες (το νόμισμα της εποχής).

 Ο Christensen, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα της μαγείας, κάτι που καταδεικνύεται κι από τις επόμενες ταινίες της φιλμογραφίας του (το Häxan είναι μόλις η 3η του), για να ολοκληρώσει το εν λόγω φιλμ χρειάστηκε να προχωρήσει σε... κυνήγι μαγισσών. 
 Συγκεκριμένα μελέτησε το διαβόητο "Malleus Maleficarum", ένα χείριστης προπαγάνδας εγχειρίδιο που γράφτηκε το 1487 στη Γερμανία από δύο καθολικούς ιεροεξεταστές, σύμφωνα με το οποίο οι μάγισσες είναι υπαρκτές, είναι βοηθοί του Διαβόλου και είναι στην πλειονότητά τους γυναίκες, ως πλάσματα λιγότερο έξυπνα και πιο αδύναμα απ' τους άνδρες, ώστε να ξεγελιούνται πιο εύκολα απ' το Σατανά. Ακόμη, περιγράφονται τρόποι εντοπισμού αλλά και εξόντωσης των «μαγισσών», σε ένα εγχειρίδιο που αποτέλεσε τη βάση εξέτασης πολλών «κατηγορουμένων» σε δικαστήρια ανά την Ευρώπη, οι οποίοι, όντας αθώοι φυσικά, θανατώθηκαν με την κατηγορία -τί άλλο- της εξάσκησης μαγείας..

 Και μέσω της μελέτης αυτής ο Δανός, που τοποθετείται ξεκάθαρα κατά της ύπαρξης μαγισσών, τελετών μαύρης μαγείας και δαιμονοποίησης, μελετά το πώς οι οφειλόμενες στην άγνοια και ημιμάθεια προλήψεις και η λανθασμένη προσέγγιση και παρερμηνεία των -κυρίως- ψυχικών ασθενειών, οδηγούν στις ψυχικές διαταραχές και εν τέλει στο περιβόητο κυνήγι μαγισσών.
 Επικεντρώνεται δε, στην υστερία, υποπίπτοντας πιθανώς στο μοναδικό του λάθος, καθώς καυτηριάζει τα πορίσματα των ψυχαναλυτών και τις μεθόδους θεραπείας των ψυχικά άρρωστων ανθρώπων, όπως ο εγκλεισμός τους σε κλινικές τον οποίο τοποθετεί στο ίδιο ζύγι με το πόρισμα των ιεροεξεταστών για την «κάθαρση» των «δαιμονισμένων» στην πυρά..

 Με πραγματικά πανέμορφα πλάνα, εντυπωσιακές και πρωτοποριακές σκηνές για την εποχή (το φιλμ έτυχε αποθεωτικής υποδοχής στη Σκανδιναβία (η πιο ακριβή παραγωγή έως τότε), όμως απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ για προβολή γυμνού, αλλά και σκληρών και σεξουαλικής έξαψης σκηνών), χωρισμένο σε 7 μέρη διάρκειας 15' περίπου το καθένα και γυρισμένο ως ντοκιμαντέρ αλλά και με έντονα στοιχεία μυθοπλασίας, με κωμικές στιγμές αλλά και έντονα δραματικές, κάτι που κατατάσσουν το "Häxan" μεταξύ των καλύτερων ταινιών τρόμου όλων των εποχών (βρίσκεται στο προσωπικό αγαπημένο Top-10 ταινιών τρόμου του Guillermo del Toro), με εξπρεσιονιστικό στυλ, με τον ίδιο τον σκηνοθέτη στο ρόλο του Σατανά, με εμφανείς επιρροές από πίνακες διάσημων καλλιτεχνών, με σουρεαλιστικές πινελιές, βασισμένη σε επιστημονικές πηγές, αν και δυστυχώς λογοκρίθηκε σε σημαντικό βαθμό (τουλάχιστον, αν και πετσοκομμένη, ευτυχώς κυκλοφόρησε), με προβολές στο σκοτάδι (σπάνιο για την εποχή) ώστε οι ηθοποιοί να νιώθουν το απαραίτητο δέος και με τη χρήση σλάιντς(!) -κυκλοφόρησε το 1967 μια ομιλούσα βερσιόν του αυθεντικού φιλμ διάρκειας 76' και με αφήγηση αντί λεζαντών- και μια παρέλαση κάθε μορφής, σχήματος και όψης δαιμόνων, το "Häxan", αυτό το ιδιότυπο γοτθικό αριστούργημα κερδίζει δικαίως μια θέση μέσα στις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

 Βαθμολογία: 8/10

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Νύχτες Πρεμιέρας: Graceland, Ron Morales, 2012

 

 Απ' τις καλύτερες ταινίες που παρακολουθήσαμε στο φετινό φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας», το Graceland, έρχεται από τις Φιλιππίνες για να αποτελέσει αναμφισβήτητα την κινηματογραφική έκπληξη της χρονιάς. Σε σκηνοθεσία Ron Morales με τους: Arnold Reyes, Menggie Cobarrubias, Dido de La Paz, Leon Miguel, Ella Guevara.

 Η υπόθεση:
 Δύο κοπέλες - το βλαστάρι ενός διεφθαρμένου πολιτικού που αποπλανεί κοριτσάκια και η κόρη του φτωχού οδηγού του - απάγονται από αγνώστους που ζητούν λύτρα. Το ανατριχιαστικό μυστικό που καιροφυλακτεί στο φινάλε αυτού του εξαιρετικού θρίλερ ανατρέπει τα πάντα και σε υποχρεώνει να θες να ξαναδείς την ταινία από την αρχή.

 Ο οικογενειάρχης Μαρλόν είναι ο οδηγός του Μανουέλ Τσανγκ, ενός διεφθαρμένου πολιτικού. Καθώς αυτός και η κόρη του συντροφεύουν τη μικρή κόρη του Τσανγκ σπίτι της, δέχονται επίθεση και η κόρη απαγάγεται. Από δω και πέρα, η ζωή του Μαρλόν γίνεται εφιάλτης και καθώς τα γεγονότα φέρνουν το ένα το άλλο, βρίσκεται διαμέσου ενός τρομακτικού κυκλώματος κι ενός παιχνιδιού απάτης και προδοσίας

 Ο Ρον Μοράλες μας είχε συστηθεί πριν από τέσσερα χρόνια με το ενδιαφέρον Santa Mesa, όμως εδώ κάνει το «μπαμ», με το Graceland, ένα δυνατό θρίλερ απαγωγής, που μας ταξιδεύει στους «σκοτεινούς» δρόμους της Μανίλα, πρωτεύουσα και δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη των Φιλιππίνων.

 Πρωταγωνιστής λοιπόν ο Μαρλόν, ένας ήσυχος οικογενειάρχης, ο οποίος εργάζεται ως προσωπικός σοφέρ, εδώ και πολλά χρόνια, του πολιτικού, μέλους του Κογκρέσου, Μανουέλ Τσανγκ. Ωστόσο μία άλλη «υποχρέωση» που έχει προς το διεφθαρμένο αφεντικό του, είναι να τον προμηθεύει με ανήλικα εκδιδόμενα κορίτσια, με τα οποία ο τελευταίος εκπληρώνει τα αρρωστημένα βίτσια του. Η μητέρα ενός εξ αυτών θα ξεσκεπάσει το σκάνδαλο, ο Μάρλον θα απολυθεί και αμέσως μετά αδίστακτοι απαγωγείς θα αρπάξουν τις κόρες των Τσανκ και Μαρλόν για λύτρα. Οι υποψίες του πολιτικού, αλλά και της αστυνομίας θα στραφούν στον Μαρλόν, ο οποίος θα κάνει τα πάντα για να σώσει την κόρη του, αλλά και να βοηθήσει την άρρωστη και κλινήρη γυναίκα του.

 Αυτό που ακολουθεί είναι ένα εξαιρετικό σε εξέλιξη θρίλερ, κινούμενο στους κακόφημους δρόμους των Φιλιππίνων, όπου δρουν μαφιόζοι και διάφορα κυκλώματα, ενώ «ανθεί» η παιδική πορνεία. Καλογυρισμένο με πολλές δυνατές σκηνές, συνεχείς αποκαλύψεις για όλους, που θα φέρουν τους χαρακτήρες προ των ευθυνών τους, απάτες, προδοσίες και εκδίκηση εμφανίζονται και δεν καθιστούν αθώο κανέναν. 
 Για να έρθει και μια ανατροπή στο φινάλε, ως απόδοση «δικαιοσύνης» στο κλείσιμο αυτού του κατάμαυρου (λόγω ατμόσφαιρας και συνθηκών) ή κατακόκκινου (λόγω λουτρού αίματος) φαύλου κύκλου.

 Απ' τα πλέον δυνατά θρίλερ των τελευταίων χρόνων και μία εκ των κορυφαίων ταινιών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας».

 Βαθμολογία: 8/10

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Νύχτες Πρεμιέρας: Una Noche, Lucy Mulloy, 2012

 

 "Una Noche", «Μια νύχτα», σε σενάριο και σκηνοθεσία της νεοϋρκέζας Lucy Mulloy, με τους: Dariel Arrechada, Anailin de la Rua de la Torre, Javier Nuñez Florian.

 Η υπόθεση:
 Ο Ραούλ και ο Έλιο είναι δυο νεαροί που βλέπουν μέρα με τη μέρα τα ιδρωμένα όνειρά τους να ξεθωριάζουν στα αποπνικτικά στενά της Αβάνας. Ζουν μέσα στη φτώχεια και τα μόνα χρήματα που κερδίζουν είναι από μια κουζίνα που ετοιμάζει γεύματα για τσεπωμένους τουρίστες. Μετά από ένα ατύχημα, ο Ραούλ καταζητείται από την αστυνομία και αποφασίζει να κάνει πραγματικότητα αυτό που σχεδίαζε καιρό: θέλει να φτάσει μέσω της θάλασσας στο Μαϊάμι. Ο Έλιο ξαφνικά καλείται να αποφασίσει αν το πάθος του για τον Ραούλ και την ελευθερία είναι ικανά να τον κάνουν να εγκαταλείψει την δίδυμη αδελφή του για πάντα.

 Η σκηνοθέτις Lucy Mulloy, που πέρασε πολλά χρόνια στην Αβάνα για τα γυρίσματα, άφησε καλές εντυπώσεις με το κινηματογραφικό της ντεμπούτο (μόλις μία μικρού μήκους στο ενεργητικό της, το 2007) εδώ, με μια ταινία απότομης ενηλικίωσης με φόντο την εξωτική Κούβα.

 Τρία παιδιά - μία νύχτα. Μια νύχτα που αναμένεται να αλλάξει για πάντα τις ζωές τους.

 Ο κύριος πρωταγωνιστής Ραούλ και οι συμπρωταγωνιστές του Έλιο και Λίλια επιθυμούν να «δραπετεύσουν» απ' την Κούβα, για να συναντήσουν ένα καλύτερο αύριο στο κοσμοπολίτικο Μαϊάμι, που απέχει -μόλις- κάποιες δεκάδες ναυτικά μίλια απ' τις ακτές της Αβάνας.

 Η ιστορία περιστρέφεται γύρω απ' τον Ραούλ, ο οποίος επιθυμεί διακαώς να φύγει απ' την Κούβα, όπου αισθάνεται καταπιεσμένος και «πνιγμένος». Στόχος και όνειρό του είναι να βρεθεί στο περίφημο, κοσμοπολίτικο και «σωτήριο» Miami Beach, όπου μεταξύ άλλων και φυσικά μιας καλύτερης ζωής, πιστεύει ότι θα ξανασυναντήσει τον πατέρα του, ο οποίος έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια την οικογένειά του.
 Δίπλα στον αντισυμβατικό, ατίθασο και ανυπόμονο Ραούλ θα σταθεί ο φίλος και με κρυφή ερωτική επιθυμία προς εκείνον, συγκρατημένος και πιο ψύχραιμος Έλιο, ο οποίος μάλιστα θα οργανώσει την «απόδραση», αλλά και η μικρή αδελφή του Έλιο, Λίλια, με την οποία δείχνει ερωτευμένος ο ασταθής και φαινομενικά ανώριμος Ραούλ.

 Το πρώτο μέρος περιγράφει τη ζωή και τη δύσκολη και ρουτινιάρικη καθημερινότητα των τριών φίλων. Σκληρή και λιγοστά αμειβόμενη δουλειά, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, αγοραίος έρωτας, αδυναμία αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, εκμετάλλευση, αδιέξοδα αλλά και πολλά όνειρα.
 Το δεύτερο επικεντρώνεται στην προσπάθεια «απόδρασης» και στη μοιραία νύχτα. Μία νύχτα κατά την οποία τα τρία νερά παιδιά θα ενηλικιωθούν απότομα μέσα από τρομερά άγχη, θανατηφόρες απειλές, εκμυστήρευση κρυμμένων συναισθημάτων, φόβο, αβεβαιότητα αλλά και ελπίδα.

 Μία αυτοσχέδια σχεδία είναι το μέσον για τη «σωτηρία». Οι κίνδυνοι όμως ελλοχεύουν και οι ισορροπίες στις σχέσεις των τριών διαταράσσονται. Υγρασία, κρύο, σκοτάδι, πάμπολλα μίλια που πρέπει να καλυφθούν με κουπί, καρχαρίες που περιτριγυρίζουν τη σχεδία, φόβοι, ανοιχτοί λογαριασμοί στην Κούβα, βεβιασμένη ή μη εξομολόγηση (συν)αισθημάτων και ατυχήματα απαρτίζουν τη νύχτα, η οποία θα μείνει χαραγμένη στην ψυχή των παιδιών. Είτε κατάφεραν να επιβιώσουν είτε όχι..

 Ένα δυνατό ντεμπούτο από τη γεννημένη στην Νέα Υόρκη σκηνοθέτιδα, που μας ταξιδεύει στην Κούβα όχι με καρτ ποστάλ και διαφήμιση των παραλιών, της Αβάνας, των χορών, των ποτών και των πούρων, αλλά μέσω μιας οδυνηρής ιστορίας ενηλικίωσης εν μία -τρομακτική- νυκτί.

 Ένα δυνατό φιλμ, που σάρωσε τα βραβεία στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, με εξίσου δυνατές ερμηνείες απ' τους τρεις ερασιτέχνες ηθοποιούς.
 
 Βαθμολογία: 7/10

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Νύχτες Πρεμιέρας: Meet the Fokkens, Gabrielle Provaas, Rob Schröder, 2011

 

  Με αυθεντικό τίτλο "Ouwehoeren", η ολλανδική ταινία "Meet the Fokkens", των Gabrielle Provaas, Rob Schröder και το 2011, με τις Louise και Martine Fokkens να μοιράζονται στην κάμερα μυστικά και αναμνήσεις απ' το περίφημο Red Light District του Άμστερνταμ.

 Η υπόθεση:
 Ομοζυγωτικές δίδυμες, η Μαρτίνε και η Λουίζ είναι δύο πρόσχαρες Ολλανδέζες εβδομήντα περίπου Μαΐων. Έχουν όμως πίσω τους πενήντα χρόνια εμπειρίας στη συνοικία των κόκκινων φαναριών του Άμστερνταμ, όπου ως πρωτοπόρες του αρχαιότερου επαγγέλματος κατάφεραν να αποτινάξουν τα δεσμά των προαγωγών και να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους, ανοίγοντας το δικό τους μπουρδέλο και ιδρύοντας το πρώτο ανεπίσημο σωματείο του είδους. Μεταξύ αγοράς δονητών και απογευματινού τσαγιού, εξυπηρέτησης πελατών και μαγειρέματος, οι δύο αδελφές μοιράζονται μαζί μας πικάντικα μυστικά της καριέρας τους, αναμνήσεις από την πολυτάραχη ζωή τους, αλλά και την ιστορία της περιοχής κατά τη διάρκεια μισού περίπου αιώνα

 Η ταινία Meet the Fokkens δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που διαφημίζει. Ένα ντοκιμαντέρ δηλαδή, που καταγράφει τις αναμνήσεις απ' τη ζωή στον περίφημο «δρόμο με τα κόκκινα φανάρια» του Άμστερνταμ, δύο δίδυμων αδελφών, για πάνω από 40 χρόνια.

 Οι εβδομηντάρες σχεδόν (69 για την ακρίβεια) πόρνες συνομιλούν, θυμούνται, περιγράφουν, ανησυχούν, κάνουν αυτοκριτική, μα πάνω απ' όλα χαμογελούν όντας ιδιαίτερα εύθυμες.

 Η Λουίζ έχει αποσυρθεί μόλις δύο χρόνια πριν, στα 67 της, ταλαιπωρούμενη από αρθριτικά, αλλά και επειδή «κουράστηκε άλλο» όπως αποκαλύπτει. Αντιθέτως η Μαρτίνε εξακολουθεί να ασκεί το επάγγελμα, καθώς το παράπονό της αφορά στα οικονομικά, μιας και «η σύνταξη δεν φτάνει για να ζήσει κανείς».

 Και το σεναριακό-σκηνοθετικό δίδυμο, η Gabriell Provaas, με άλλο ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ στο βιογραφικό της και ο Rob Schröder, γνωστός από πληθώρα -επίσης- τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, ακολουθεί με την κάμερα τις πολύπειρες πίσω απ' τις σκοτεινές βιτρίνες δίδυμες και καταγράφει τα μυστικά, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που εκείνες θέλουν να μοιραστούν με τον κόσμο, πελάτες και μη της κακόφημης(;) συνοικίας.
 Και το κάνουν με γενναίες δόσεις χιούμορ, αφού το ύφος της ταινίας είναι ανάλαφρο, με κωμικές πινελιές και όχι κάποια πιθανή καταγγελία προς το συγκεκριμένο επάγγελμα, τους νταβατζήδες και τα προβλήματα των εργαζομένων ιερόδουλων. 

 Τα γυρίσματα, βεβαίως, έγιναν εξ ολοκλήρου στο Άμστερνταμ, απ' το οποίο ωστόσο παίρνουμε μια πολύ μικρή γεύση.

 Και όλα αυτά παράλληλα με την καθημερινότητα των δύο γυναικών, μεταξύ των διαλειμμάτων για φαγητό, απογευματινό τσάι, βόλτες, μαγαζιά κλπ.

 Κυριότερο το χιούμορ, επαναλαμβάνω, το οποίο μπορεί να μην είναι ξεκαρδιστικό, αλλά περισσότερο λειτουργεί ως καθαρτήριο για δύο όπως και να 'χει βασανισμένες ψυχές, που προσπαθούν παρά τα πολλά χρόνια που τις βαραίνουν, τις κακές αναμνήσεις, τα οικογενειακά προβλήματα, τις ανασφάλειες και την τάση για έντονη αυτοκριτική και τιμωρία, παραμένουν πρόσχαρες, με διάθεση για ζωή και νέα «κόλπα».

 Βαθμολογία: 6/10

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

A Little Princess, Alfonso Cuarón, 1995

 

 "A Little Princess", ένα πανέμορφο παραμύθι - μεταφορά του μυθιστορήματος της Frances Hodgson Burnett απ' τον μεξικανό σκηνοθέτη Alfonso Cuarón (Great Expectations, Y Tu Mamá También, Children of Men) και το 1995, με τους: Eleanor Bron, Liam Cunningham, Rusty Swimmer, Liesel Matthews.

 Η υπόθεση:
 Η μικρή Σάρα, ορφανή από μητέρα, αναγκάζεται να μπει εσωτερική σε ένα σχολείο όταν ο πατέρας της καλείται να υπηρετήσει την πατρίδα του κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το μικρό κορίτσι, από την πρώτη στιγμή, έρχεται σε σύγκρουση με την αυστηρή διευθύντρια του σχολείου. Η πίστη της μικρής Σάρα θα δοκιμαστεί όταν θα πληροφορηθεί πως ο πατέρας της σκοτώθηκε στη μάχη και πως η περιουσία του θα περιέλθει στη διαχείριση της βρετανικής κυβέρνησης. Μόνη τώρα πια, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη ζωή με συμμάχους το θάρρος και τη φαντασία της...

 Ο Alfonso Cuarón μεταφέρει το μυθιστόρημα της Frances Hodgson Burnett, σε μία ολότελα διαφορετική και σίγουρα πολύ ομορφότερη και εντυπωσιακότερη εκδοχή από εκείνο το φιλμάκι με τη Shirley Temple, το μακρινό 1939, κάνοντας μία εντυπωσιακή παιδική ταινία και δη, κοριτσίστικη, καθώς το στόρι εκτυλίσσεται σε ορφανοτροφείο θηλέων, γεμάτη τρυφερότητα, ευαισθησία αλλά και αγωνία.

 Με κινητήριο μοχλό τη φαντασία και βοηθητικά «εργαλεία» την αγάπη για τον πατέρα του και την ατελείωτη ψυχική δύναμη για ζωή, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι καλείται να μεταφερθεί σε μία από τις συναρπαστικές ιστορίες περιπέτειας που συνηθίζει να αφηγείται και να επιβιώσει μέσα σε μία δύσκολη πραγματικότητα, όπου από «μικρή πριγκίπισσα» γίνεται το «μαύρο πρόβατο» για την κακιασμένη διευθύντρια του υψηλών προδιαγραφών αμερικανικού ιδρύματος.

 Η νεαρή πριγκίπισσα (σημασία δεν έχει η ηλικία, η μόρφωση ή η καταγωγή, πριγκίπισσα μπορεί να είναι κάθε γυναίκα, σύμφωνα με τον πατέρα της) κατάγεται απ' την Ινδία, επομένως παραδοσιακοί ινδικοί μύθοι ξεπροβάλλουν μέσα απ' τις φανταστικές ιστορίες που αφηγείται στα υπόλοιπα κορίτσια του ιδρύματος και προσδίδουν ένα ακόμη συν στον Alfonso Cuarón, όπως και τα χαριτωμένα στην πλειονότητά τους πιτσιρίκια, αλλά και η ευχάριστη παρουσία της Rusty Swimmer στο ρόλο της Amelia.

 Ένα πανέμορφο, παραμυθένιο ταξίδι από τα δάση με τους λαϊκούς μύθους της Ινδίας στην αφιλόξενη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, για ένα μικρό κοριτσάκι, που με περίσσεια αποθέματα φαντασίας, ψυχικό σθένος δεκάδων ανδρών και τα όνειρα ως μέσο διαφυγής, προσπαθεί να καταλάβει, να αντιδράσει, να επιβιώσει.

 Κι ο Αλφόνσο Κουαρόν, με εντυπωσιακή κινηματογράφηση, μια πανέμορφη παλέτα χρωμάτων και τις χαριτωμένες μικρές ηθοποιούς δημιουργεί ένα φαντασμαγορικό σύμπαν, πιστός στο κινηματογραφικό του στυλ (αμέσως γίνεται η συσχέτιση με τη μεταφορά του Ντίκενς και τις Μεγάλες Προσδοκίες) και μας χαρίζει μία απ' τις αν μη τι άλλο όμορφες, τρυφερές και εντυπωσιακά γυρισμένες ταινίες της δεκαετίας.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Il Postino, Michael Radford, 1994

 

 «Ο Ταχυδρόμος» ("The Postman"), μία εξαιρετική στη λιτότητά της γλυκόπικρη ταινία από την Ιταλία και τον γεννημένο στην πρωτεύουσα της Ινδίας, Νέο Ντελί, βρετανό σκηνοθέτη Michael Radford (Another Time, Another Place, 1984, The Merchant of Venice ), σε συνεργασία τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στο σενάριο των Michael Radford, Massimo Troisi, με τους: Massimo Troisi, Philippe Noiret, Maria Grazia Cucinotta.

 Η υπόθεση:
 Ο Μάριο, ένας αδέξιος ταχυδρόμος, είναι ερωτευμένος με την πιο όμορφη γυναίκα της πόλης, αλλά πολύ ντροπαλός για να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του... Όταν όμως ένας διάσημος ποιητής, ο Πάμπλο Νερούντα, εξορίζεται στη μικρή πόλη όπου βρίσκεται ο Μάριο, ο ταχυδρόμος έχει μια διαφορετική έμπνευση και με τη βοήθεια του καινούργιου του φίλου, βρίσκει τις λέξεις που μπορούν να κερδίσουν την καρδιά της αγαπημένης του!

 Σε μια εποχή κοινωνικά απάνθρωπη και κινηματογραφικά μεταμοντέρνα, το φιλμ του Michael Radford, βασισμένο στο εξαίρετο μυθιστόρημα Ardiente paciencia του Antonio Skármeta, του οποίου μάλιστα ακολουθεί πιστά την πλοκή, με μοναδική εξαίρεση τη μεταφορά της ιστορίας απ' τη Χιλή του '60 στην Ιταλία του '50, μέσα στη λιτότητά του κερδίζει κοινό και κριτικούς με την ομορφιά, την αγνότητα, το ρεαλισμό, την ποίηση και την ανθρωπιά που το διέπουν.

 Ο Μάριο Ρουόπολο, πρωταγωνιστής, είναι ένας λαϊκός (το όνομά του παραπέμπει, πιθανώς, στο popolo-άνθρωποι), σχεδόν αγράμματος, ντροπαλός, ρομαντικός κάτοικος ενός ψαροχωριού του ιταλικού νότου, κάπου κοντά στη Σικελία. Τη στιγμή που συγγενείς του μετακόμισαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο κυνήγι του αμερικανικού ονείρου, ο Μάριο βοηθάει τον πατέρα του, ψαρά, ο οποίος τον προτρέπει να βρει δουλειά. Αυτή δε θα δυσκολευτεί να 'ρθει και μάλιστα θα γίνει το εφαλτήριο για να αλλάξει όλη του η ζωή.
 Θα προσληφθεί απ' το ταχυδρομείο με μοναδική αποστολή την καθημερινή μεταφορά με το ποδήλατο και παράδοση της προσωπικής αλληλογραφίας στον Πάμπλο Νερούδα, διάσημο χιλιανό ποιητή και κομμουνιστή, που εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών στη λατινική Αμερική, καταζητείται απ' την Αστυνομία και αυτοεξορίζεται στο γραφικό ψαροχώρι.

 Η καθημερινή τους επαφή θα αναπτύξει μια δυνατή φιλία, η οποία με όχημα την ποίηση και βοηθητικά εργαλεία την ανθρωπιά του αναγνωρισμένου ποιητή και τη δίψα μιας συναισθηματικής και καλά κρυμμένης καλλιτεχνικής ψυχής, θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του Μάριο, μετατρέποντάς τον σε πολιτικά συνειδητοποιημένο άτομο με ισχυρή άποψη και σε έναν άρτιο καλλιτέχνη, ο οποίος θα μπορεί πλέον να γοητεύσει την όμορφη Βεατρίκη, κάτι που αδυνατούσε να πράξει δίχως τη μαγεία της ποίησης.

 Ο μεγάλος σε ηλικία και αναγνωρισμένος σε αξία Πάμπλο Νερούδα εξακολουθεί να γοητεύει μέσω της ποίησής του τις γυναίκες, από τις οποίες λαμβάνει δεκάδες γράμματα θαυμασμού, καθημερινώς. Αυτό διαπιστώνει ο Μάριο δουλεύοντας στο ταχυδρομείο και επιθυμεί να μοιάσει στον σπουδαίο καλλιτέχνη ώστε να καταφέρει να... μιλήσει στην πιο όμορφη γυναίκα του χωριού, καθώς ο συνεσταλμένος χαρακτήρας του τον αποτρέπει να κάνει -έστω- αυτό. 
 Ο Νερούδα, βρίσκει στο πρόσωπο του Μάριο έναν καλό φίλο και προτίθεται να τον βοηθήσει να βγάλει από μέσα του την καλλιτεχνική του φύση και να αφήσει την ποίηση να αναδυθεί απ' την ψυχή του. Το πρώτο βήμα είναι οι «μεταφορές», στο σχηματισμό των οποίων ο Μάριο βρίσκει ένα ενδιαφέρον «παιχνίδι». Εν συνεχεία, ο πολύπειρος και υποψήφιος για το βραβείο Νομπέλ (η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα) ποιητής θα του υποδείξει να κάνει βόλτες στη θάλασσα και στα φυσικά τοπία του γραφικού χωριού, ώστε να του 'ρθει έμπνευση.
 Και αυτό θα οδηγήσει σταδιακά στην απελευθέρωση του Μάριο, ο οποίος θα αλλάξει ριζικά ως άνθρωπος, ειδικά μετά την επιστροφή του φίλου του στη Χιλή, όταν θα φτάσει στο σημείο, έχοντας ήδη παντρευτεί την αγαπημένη του, να τα βάλει με τους βρωμοπολιτικούς, που υπόσχονται ένα σωρό ψέματα, τα οποία, φυσικά, ουδέποτε υλοποιούν, ενώ ακόμη θα συμμετέχει ενεργά, ως συνειδητοποιημένος κομμουνιστής, σε διαδηλώσεις του κόμματος, μια εκ των οποίων θα αποβεί μοιραία...
 
 Ο μεγάλος γάλλος ηθοποιός Phillipe Noiret δίνει ακόμη μία πολύ καλή ερμηνεία, όπως και η αισθησιακή Maria Grazia Cucinotta, όμως την παράσταση κλέβει ο Massimo Troisi, ο οποίος υποδεχόμενος τον Mario μας χαρίζει μία σπαρακτική ερμηνεία, απ' τις σημαντικότερες σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό σινεμά. 

 Δυστυχώς όμως, ο Troisi άφησε την τελευταία του πνοή λιγότερο από μία μέρα μετά το γύρισμα της τελευταίας σκηνής, στο σπίτι της αδερφής του στη Ρώμη, το 1994, σε ηλικία μόλις 41 ετών, καθώς έπασχε από την καρδιά του, ενώ λέγεται ότι καθυστέρησε την εγχείρηση ώστε να προλάβει να γυρίσει την ταινία... 
 Ακόμη, με τις κερδισμένες υποψηφιότητες για Όσκαρ (ως πρωταγωνιστής και εις εκ των σεναριογράφων) ο Massimo Troisi είναι ένας από τους επτά που έχουν προταθεί για το βραβείο μετά θάνατον.

 Μαζί με την ποίηση, που όχι μόνο δεν είναι επιτηδευμένη αλλά απλή και παρουσιάζεται απ' τον Radford μονάχα ως εφαλτήριο της ασυνήθιστης σχέσης ποιητή-ταχυδρόμου, τις έξοχες ερμηνείες, τον ρεαλισμό, κάποια σταγονίδια νεορεαλισμού και τα όμορφα φυσικά τοπία, ξεχωρίζει το πανέμορφο soundtrack του Luis Enrique Bacalov, που δεν πρέπει να λείπει απ' τη συλλογή κάθε μουσικόφιλου. 

Τέλος, η ταινία κέρδισε το  Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας,  Α’ Αντρικού Ρόλου και για διασκευασμένο Σενάριο. Ακόμη, βραβείο BAFTA καλύτερης ταινίας, βραβείο κριτικών για καλύτερη ταινία της χρονιάς, καθώς και πληθώρα ιταλικών και λατινοαμερικανικών βραβείων.

 Μια πανέμορφη, ποιητική, νοσταλγική, γλυκόπικρη και πάνω απ' όλα ανθρώπινη ταινία.

 Βαθμολογία: 8,5/10

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Στο παρόν ιστολόγιο εμφανίστηκαν... ξαφνικά σχόλια απ' το Μάιο! ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ πως δεν είχα σβήσει κανένα και πως όλο αυτό είναι ακόμη ένα «θεματάκι» του Blogger...

 Η πλατφόρμα του Blogger δυστυχώς παρουσιάζει κατά καιρούς διάφορα προβλήματα..

 Τελευταίο ήταν αυτό με τα σχόλια. Απ' το Μάιο περίπου δεν εμφάνιζε κανένα σχόλιο δικό σας, μέχρι μόλις προχθές, όταν και ξαφνικά εμφανίστηκαν μαζεμένα τα σχόλια που είχατε αφήσει.
 Εννοείται πως δεν υπήρξε καμία δική μου παρέμβαση, όπως άλλωστε και ποτέ άλλοτε όλα αυτά τα χρόνια, σε ένα χώρο που πάνω απ' όλα προωθεί -με ζήλο- την ελευθερία της έκφρασης.
 Εκείνο βέβαια που δεν μπορώ να ξέρω είναι αν εμφανίστηκαν όλα τα "σχόλια προς έγκριση" ή ορισμένα, αλλά αυτό μάλλον δε θα το μάθουμε. Τα υπόλοιπα ήδη δημοσιεύτηκαν και στα περισσότερα ήδη απάντησα..

 Σε κάθε περίπτωση ζητώ συγγνώμη για την όποια αναστάτωση προκλήθηκε, ξεκαθαρίζω εκ νέου ότι δεν είχα καμία σχέση με όλο αυτό, για το οποίο αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η πλατφόρμα Blogger και θα είχε ενδιαφέρον αν μάθαινα ότι κάποιος συν-blogger αντιμετώπισε το ίδιο ή παρόμοιο τεχνικό πρόβλημα.

 Ευχαριστώ για την κατανόηση κι εύχομαι να μην παρουσιαστεί ξανά κάτι αντίστοιχο...

 Καλή συνέχεια σε όλες και όλους τους φίλους!

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

L' Apollonide (Souvenirs de la Maison Close), Bertrand Bonello, 2011

 

  «Οίκος Ανοχής», "House of Tolerance", "L' Apollonide (Souvenirs de la Maison Close) ή πιο απλά "L' Apollonide", η νέα ταινία του Bertrand Bonello (των μέτριων Le pornographe, Tiresia), σε σενάριο και σκηνοθεσία Bertrand Bonello. Παίζουν: Hafsia Herzi, Celine Sallette, Jasmine Trinca, Adele Haenel, Xavier Beauvois.

 Η υπόθεση:
 Στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας οίκος ανοχής του Παρισιού ζει τις τελευταίες μέρες της ιστορίας του. Στον μικρόκοσμό του, σαν σε όνειρο, κάτω από τα ακριβά σατέν και τη ζωηρή μουσική, μπορεί κάποιες φορές να κρύβεται ένας μοιραίος έρωτας, μία ανίατη ασθένεια ή και μία επικίνδυνη διαστροφή. Ένα σκοτεινό πάρτι, όπου κάποιοι άνδρες ερωτεύονται κι άλλοι γίνονται επικίνδυνα βίαιοι ενώ οι γυναίκες μοιράζονται μυστικά, φόβους, χαρές, πάθη, πόνους…

 Ο Bertrand Bonello 10 χρόνια μετά το "Le Pornographe", μια ενδιαφέρουσα ιδέα, που δυστυχώς δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στο όραμα του σκηνοθέτη, επιθυμεί να εξάρει τον ερωτισμό μέσα απ' τις ιστορίες ενός παριζιάνικου μπορντέλου στα χρόνια της Belle Epoque. Αλλά δεν τα καταφέρνει, καθώς η ματιά του είναι άκρως ηδονοβλεπτική, ενώ κουράζει και πλατειάζει άνευ λόγου, ευτυχώς σε μικρότερο βαθμό απ' τον «Πορνογράφο»...

 Δεν αρκεί μάλιστα η κατά τα άλλα όμορφα προσεγμένη αναπαράσταση της εποχής (Παρίσι, Μπελ Επόκ, τέλη 19ου αιώνα, αρχές 20ού), με τα αντίστοιχα κοστούμια και σκηνικά ούτε το αρκετό και απολαυστικό οφθαλμόλουτρο, για να αναδείξουν την ταινία, που πέραν του περιρρέοντος αισθησιασμού και της εντυπωσιακής ομολογουμένως φωτογραφίας ασφυκτιά σε ένα άδειο από πλοκή στόρι, το οποίο υστερεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας του υπερβολικού αναχρονισμού του Μπονελό.

 Μια ιστορία που εκτυλίσσεται εντός της Απολλωνίδας, έναν οίκο ανοχής που προσφέρει τις υπηρεσίες του στην υψηλή παριζιάνικη κοινωνία κάπου στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα. Στο μικρόκοσμο του μπορντέλου, που διάγει τις τελευταίες μέρες της «δόξας» του, η κάμερα του Μπονελό καταγράφει τις ζωές των ερμητικά κλεισμένων (με τη θέλησή τους) κοριτσιών, με τα πάθη, τις σκέψεις, τις φοβίες, τα όνειρα, τους έρωτες, τα μυστικά τους. Μα κυρίως, τη συντροφικότητα, τρυφερότητα, αλληλοστήριξη, παρηγοριά και αγάπη, που τις δένει σα μια μεγάλη οικογένεια.

 Απ' τη μία πλευρά λοιπόν τα κορίτσια. Τα οποία είναι εγκλωβισμένα, σε ένα νοσηρό από κάθε άποψη περιβάλλον. Αν μη τι άλλο βρίσκονται εκεί με δική τους επιλογή, όμως τα προβλήματα είναι πολλά. Πέραν των διαστροφικών απαιτήσεων των πελατών, τα κορίτσια οφείλουν να βγάζουν ολοένα περισσότερα χρήματα για να καλύψουν τα διαρκώς αυξανόμενα χρέη τους, ενώ ζουν υπό το φόβο ασθενειών και δη, της σύφιλης. Όλα αυτά στο δρόμο προς την επίτευξη του μεγάλου τους στόχου, της ανεξαρτητοποίησης.
 Κι απ' την άλλη οι πελάτες. Άνδρες πλούσιοι, που θεωρούν πως επειδή έχουν χρήματα και πληρώνουν αδρά για τις υπηρεσίες της Απολλωνίδας, έχουν και το δικαίωμα να υποβάλουν τα κορίτσια σε ένα σωρό βίτσια και παιχνίδια εξαντλητικά, μαζοχιστικά, διαστροφικά έως κι επικίνδυνα.

 Ένας μικρόκοσμος που σιγά σιγά γνωρίζει ότι οδεύει στην κατάρρευση, ακολουθώντας τα συντρίμμια μιας παρακμάζουσας κοινωνίας. Παραλληλισμός της παρακμής μιας ολόκληρης εποχής από τον Μπονελό, αυτήν της «Ωραίας Εποχής», που δείχνει να χάνεται ανεπιστρεπτί. Τί αφήνει πίσω της; Εκτός από πολύχρωμες αναμνήσεις, φωτογραφίες για «σουβενίρ», απ' την Απολλωνίδα, που απεικονίζουν με νοσταλγία την πάλαι ποτέ αισθησιακή ατμόσφαιρα και το ρομαντισμό που απέπνεαν στο πάντα προσεγμένο, αν και κουβαλάει τη φήμη του ανηδονικού και κατ' επέκταση παρακμιακού, παριζιάνικο μπορντέλο πολυτελείας.

 Οι υπέροχες μουσικές διασκευές και γενικά, τα ροκ κομμάτια που ακούγονται, όπως και τα κλασικά ακούσματα είναι στα συν της ταινίας (αν και δεν ταιριάζουν όλα), η οποία δυστυχώς χάνει τόσο απ' την πλοκή όσο και απ' την κενή, αποστασιοποιημένη ματιά του Μπονελό απέναντι στην πορνεία, την ιστορία των κοριτσιών και τον φόρο τιμής που τελικά... δεν αποτίει στην Μπελ Επόκ, αλλά και τον εκνευριστικά υψηλού βαθμού αναχρονισμό (το κάνει βέβαια ηθελημένα, δεν είναι ανιστόρητος) του σκηνοθέτη.

 Βαθμολογία: 4/10

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Persona, Ingmar Bergman, 1966

 

 Η «Περσόνα» αποτελεί την πιο πειραματική ταινία του κορυφαίου σκηνοθέτη Ingmar Bergman. Πρόκειται για το φιλμ που, εν έτει 1966, καταξίωσε τον Σουηδό, ο οποίος εδώ, με απανωτά μαθήματα κινηματογράφου απλώνει στην οθόνη όλες τις αρετές του αλλά και εμμονές, σε ασπρόμαυρο φυσικά, που δεν παύει να προσφέρει κατάπληξη, μέχρι και σήμερα. Σε σενάριο και σκηνοθεσία Ingmar Bergman, με τις: Bibi Andersson, Liv Ullmann, Margareta Krook.

 Η υπόθεση:
 Μία νέα νοσοκόμα αναλαμβάνει τη φροντίδα της Elisabeth Vogler, η οποία φαίνεται αρκετά υγιής, αλλά δε μιλάει. Καθώς περνούν χρόνο μαζί, η Alma μιλάει στην Elisabeth συνεχώς, χωρίς να παίρνει κάποια απάντηση. Της εξομολογείται τα μυστικά της και εντέλει ανακαλύπτει ότι τις συνδέουν πολλά όμοια στοιχεία των χαρακτήρων τους.

 Δύο γυναίκες. Διαφορετικές ή μήπως όχι; Μήπως πρόκειται για ένα άτομο με δύο προσωπεία; Γιατί αυτό δηλώνει ο τίτλος της ταινίας. Η Persona, λέξη λατινικής προελεύσεως, σημαίνει προσωπείο και όχι άτομο, όπως λανθασμένα έχει περάσει σε ορισμένους. Η μάσκα δηλαδή, που φοράει το άτομο και εν προκειμένω ο ηθοποιός.

 Απ' τον τίτλο λοιπόν ακόμη, ξεκινάει το μπεργκμανικό μυστήριο, το οποίο ξεδιπλώνεται άψογα σε όλα τα επίπεδα, σκηνοθετικά, τεχνικά, σεναριακά, εικονοκλαστικά, αφηγηματικά και τέλος, ερμηνευτικά από δύο σπουδαίες, εκφραστικότατες ηθοποιούς. Με διαρκή και ασταμάτητη ένταση, με «παιχνίδι» - πρόκληση προς το θεατή απ' το μέγα κινηματογραφιστή.

 Πρόσωπα ή προσωπεία, αλήθειες ή κατασκευάσματα, ψέματα, σιωπές, εντάσεις, ψυχώσεις, διαταραχές, επιφανειακές ομοιότητες και ουσιαστικές διαφορές, νευρικός κλονισμός (ε, αλίμονο!), πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις, γυναικεία φύση, ανθρώπινη ύπαρξη, σημειολογία, φως και σκιά, συνεχές και ασυνεχές, φόρμα και περιεχόμενο, μοντέρνα κινηματογράφηση. Το magnum opus ενός τεράστιου δημιουργού, όσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο, για έναν κορυφαίο, δάσκαλο και πρωτοπόρο του σινεμά, που μας έχει χαρίσει αμέτρητα αριστουργήματα.

 Η πλέον αινιγματική ταινία του Ingmar Bergman. Δυο γυναίκες. Μια ηθοποιός, σε νευρικό κλονισμό και η προσωπική της νοσοκόμα. Μεταξύ των αναπτύσσεται μια ιδιότυπη, ανεξήγητη σχέση. Όσο προχωράμε τόσο τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα και πλανάται διαρκώς η υπόνοια μήπως και τελικά έχουμε να κάνουμε με μονάχα ένα άτομο, με απλώς δύο προσωπεία.
 Το πιο μπεργκμανικό ψυχολογικό παιχνίδι, που στέλνει συνεχή ερωτήματα στο θεατή, πολλά εκ των οποίων μένουν αναπάντητα. 
 Ο αξεπέραστος Σουηδός βγάζει όλες του τις εμμονές επί της οθόνης και πειραματίζεται πιο έντονα από ποτέ, σε μια σεμιναριακού επιπέδου ψυχολογική/εγκεφαλική εξερεύνηση, που ακροβατεί μεταξύ υποσυνειδήτου και πραγματικότητας, μεταξύ λογικής και τρέλας.

 Σημειώστε ότι η αρχική σκέψη του Bergman για την ονομασία του φιλμ ήταν Cinematography. Κάτι που με τον οριστικό τίτλο Persona, μπορούμε να «καταλογίσουμε» στον Σουηδό ότι έκανε ένα φιλμ εξ ολοκλήρου για τον εαυτό του. Άλλωστε το ένα προσωπείο είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης και το άλλο η μεγάλη του αγάπη, ο κινηματογράφος. 
 Ομοίως, ο θεατής παρακολουθεί καθηλωμένος αυτό το εξαιρετικό δημιούργημα, ψάχνοντας, πιθανώς, κατά τη διάρκεια και έως το τελευταίο πλάνο, να βρει τη δική του, χαμένη Persona..

 Βαθμολογία: 10/10

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Nobody Knows (Dare mo shiranai), Hirokazu Koreeda, 2004

 

  Μια ιδιαίτερη, ευαίσθητη ταινία απ' την Ιαπωνία και το σκηνοθέτη Hirokazu Koreeda(Still Walking, After Life), σε σενάριο του ίδιου με τους: Yuya Yagira, Ayu Kitaura, Hiei Kimura, Momoko Shimizu, Hanae Kan...

 Η υπόθεση:
 Τέσσερα αδέρφια από διαφορετικό πατέρα ζουν απομονωμένα σε ένα διαμέρισμα του Τόκιο, χωρίς να έχουν πάει ποτέ σχολείο. Μια μέρα, ξαφνικά η μητέρα φεύγει. Αφήνει λίγα χρήματα κι ένα μήνυμα προς τον μεγαλύτερο γιο της, ζητώντας του να προσέχει τα αδέρφια του. Κάπως έτσι αρχίζει η οδύσσεια των παιδιών, που θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν σε έναν άγνωστο κόσμο, επινοώντας δικούς τους κανόνες..

 Ο Hirokazu Koreeda με αυστηρά προσωπικό κινηματογραφικό στυλ φιλμογραφεί την εύθραυστη ισορροπία του κόσμου των παιδιών, όταν αυτός έρχεται σε σύγκρουση με το κόσμο των ενηλίκων. 

 Ανεύθυνη, αδικαιολόγητη, εγκληματική μητέρα παρατάει κυριολεκτικά τα τέσσερα παιδιά της, τα οποία μάλιστα έχει κάνει με διαφορετικούς πατεράδες, κλεισμένα σε διαμέρισμα του Τόκιο και εξαφανίζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα με διάφορους εραστές, προφασιζόμενη «δουλειές». 
 Ακόμη αφήνει ρητή εντολή στα τρία μικρότερα παιδιά (δύο κορίτσια, ένα αγόρι) να μη φωνάζουν (είτε απαγορεύονται στην εκάστοτε πολυκατοικία τα μικρά παιδιά και τα κατοικίδια, είτε για εξοικονόμηση χρημάτων του ενοικίου-για αυτό άλλωστε κατά τη μετακόμιση τα μεταφέρει σε βαλίτσες!) και να μη βγαίνουν καθόλου έξω απ' το σπίτι, κάτι που «επιτρέπει» μονάχα στο αγόρι, ηλικίας 12 ετών, το οποίο και χρήζει αρχηγό της οικογένειας, ενώ επίσης δεν επιτρέπει σε κανένα να πάει σχολείο, παρά μόνο να διαβάζουν σπίτι. Σταδιακά η απουσία της παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, μέχρι που λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων εξαφανίζεται για πάντα, αφήνοντας πίσω της ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα και τέσσερα μικρά αθώα, ανυπεράσπιστα πλάσματα στο έλεος του κόσμου των ενηλίκων και την απροσωπία της μεγαλούπολης.

 Τώρα, τα τέσσερα αδέλφια θα πρέπει να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις, να αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα, να αντεπεξέλθουν των και να βρουν λύσεις επιβίωσης, καθώς ξεμένουν από χρήματα. Όπως γίνεται ευκόλως κατανοητό γινόμαστε μάρτυρες μια απότομης ιστορίας ενηλικίωσης

 Μία ταινία σε ντοκουμενταρίστικη μορφή και αργή σε ρυθμούς, σύμφωνα με την ιαπωνική κινηματογραφική σχολή, που επιπλέον, μολονότι διαρκεί 143', πραγματικά δε μοιάζει καθόλου περιττή, καθώς ούτε ένα πλάνο περισσεύει, ούτε ένας διάλογος δείχνει άκαιρος.
 Ένα δυνατό κοινωνικό δράμα, ρεαλιστικό μιας και βασίζεται σε μαρτυρίες του 12χρονου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, ο οποίος περιγράφει ουσιαστικά μια βιωματική σκληρή εμπειρία ενηλικίωσης, που έμεινε το 1988 στην ιστορία της ιαπωνικής κοινωνίας ως «Η υπόθεση των τεσσάρων εγκαταλειμμένων παιδιών».

 Παρεμπιπτόντως ο ανήλικος «ηθοποιός» Yuya Yagira (ερασιτέχνης, όπως και όλοι οι πρωταγωνιστές του Koreeda) αποτελεί αληθινή αποκάλυψη, κατορθώνοντας μάλιστα να κερδίσει το βραβείο αντρικής ερμηνείας στις Κάννες. 
 Αξιολάτρευτη είναι και η πιτσιρίκα που υποδύεται τη μικρότερη αδελφή της οικογένειας, η οποία τελικώς, σηκώνει (χωρίς να αντέξει) το βάρος της τραγικής ιστορίας.

 Οι μεγάλοι ανεύθυνοι, ριψάσπιδες, ανώριμοι, απαράδεκτοι, οι μικροί υπεύθυνοι, ώριμοι, μάγκες.

 Ρεαλισμός, ιμπρεσιονισμός, τρυφερότητα, συγκίνηση δίχως μελοδραματισμούς, ανθρωπιά, εξαίρετες ερμηνείες και ουσιαστική ανάδειξη του στόρι, σε ένα υπέροχο σινεμά.

 Μοναδικό αρνητικό μιας ξεχωριστής, πολύ όμορφης ταινίας, η ψυχρή κινηματογράφηση του Ιάπωνα σκηνοθέτη (εδώ ίσως ταιριάζει με τον Ozu περισσότερο κι απ' τη μινιμαλιστική αφήγηση), κάτι που ξένισε και κούρασε πολλούς θεατές και δευτερευόντως η μεγάλη διάρκεια, αν και επαναλαμβάνω, δεν περισσεύει το παραμικρό.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

A separation, Asghar Fahradi, 2011

 

«Ένας χωρισμός» (Jodaeije Nader Az Simin). Η μεγάλη έκπληξη της κινηματογραφικής σεζόν και πιθανώς, η καλύτερη ταινία της χρονιάς. Απ' το Ιράν και τον Asghar Farhadi (About Elly, Fireworks Wednesday), με τους: Peyman Moaadi, Leila Hatami, Sareh Bayat, Shahab Hosseini, Sarina Farhadi.

 Η υπόθεση:
 Η Simin (Leila Hatami) και ο Naader (Peyman Moaadi) μένουν στην Τεχεράνη μαζί με την 11χρονη κόρη τους και τον πάσχοντα από Alzheimer πατέρα του Naader. Ύστερα από 14 χρόνια γάμου οδηγούνται, μάλλον απρόθυμα, στο χωρισμό. Αιτία, η επιθυμία της πρώτης να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη, που εξασφαλίζει περισσότερες ευκαιρίες στις γυναίκες και που αποτελεί καλύτερο περιβάλλον για να μεγαλώσουν τη μικρή. Ο σύζυγός της ωστόσο αρνείται, όντας υποχρεωμένος να παραμείνει στην Τεχεράνη στο πλευρό του πατέρα του. Το αδιέξοδο στη σχέση του ζεύγους όμως λαμβάνει απρόοπτες διαστάσεις, όταν προσλαμβάνουν μία φτωχή γυναίκα να φυλά τον παππού, η οποία όμως δεν αποδεικνύεται επιμελής με τα καθήκοντά της...

 Στην πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Asghar Fahradi θέτει επί της οθόνης το σημερινό Ιράν μέσα από ένα ρεαλιστικά σκληρό, σύγχρονο οικογενειακό δράμα, ενώ αποσπά έξοχες ερμηνείες, συνολικά, για να καρπωθεί τη Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας και τις αργυρές αντρικής και γυναικείας ερμηνείας, όλες από κοινού στους πρωταγωνιστές(!), στο Βερολίνο. Ενώ έφτασε δίκαι στο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

 Ο φεστιβαλικός αυτός θρίαμβος ήρθε για τον Φαραντί μόλις δύο χρόνια μετά την Αργυρή Άρκτο σκηνοθεσίας για το «Τί απέγινε η Έλι», για να τον καθιερώσει πλέον στους σημαντικούς εκπροσώπους του ιρανικού σινεμά.

 Εδώ, στήνει δεξιοτεχνικά ένα περίπλοκο αφηγηματικά στόρι, που αφορά στο γεμάτο ένταση οικογενειακό δράμα που εκτυλίσσεται εξαιτίας μια αρχικής διαφωνίας του πρωταγωνιστικού ζευγαριού.
 Ένας «χωρισμός» και μάλιστα "αναγκαστικός", η αιτία να ξεδιπλωθεί το κουβάρι στη σχέση της Σίμιν (θέλει να φύγει απ' την Τεχεράνη, για ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια, αλλά και όλη την οικογένεια) με τον Νάνταρ (δεν μπορεί να εγκαταλείψει τον άρρωστο πατέρα του), στο οποίο όμως θα εμπλακούν -από ακόμη μία παρεξήγηση- κι άλλα πρόσωπα και συγκεκριμένα η φτωχή γυναίκα που φυλάει τον παππού, που έχει αλτσχάιμερ και η οικογένειά της..

  Ο Φαραντί δράττεται της αφορμής του αδιεξόδου ενός ζευγαριού για να μας παρουσιάσει λιτά και με τα απλούστερα μέσα πολύπλευρα το σημερινό Ιράν. Ο τρόπος ζωής, το δικαστικό σύστημα, η θρησκευτική ηγεσία, η οικογένεια, η αστυνομία, το σχολείο, οι προκαταλήψεις, οι δυτικές επιρροές, οι ταξικοί διαχωρισμοί και πάνω απ' όλα η θέση της γυναίκας στην κοινωνία.

 Μία υπέροχη ταινία, σίγουρα η καλύτερη του σκηνοθέτη και πιθανώς, η καλύτερη της κινηματογραφικής σεζόν που πέρασε. Με εξαιρετικό σενάριο και ομαδικό κρεσέντο ερμηνειών. Συν τοις άλλοις σημείωσε και τεράστια εμπορική επιτυχία, παγκοσμίως.

 Το σινεμά όπως το θέλουμε, όπως θα θέλαμε να είναι!

 Βαθμολογία: 8,5/10