"Celui Qui Doit Mourir" είναι ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος ("He who must die" ο διεθνής) της σπάνιας μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη -από τον Ζυλ Ντασέν (Jules Dassin)- του σπουδαίου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». «Απαγορευμένη», με τολμηρή κινηματογράφηση αλλά και τόσο μπροστά από την εποχή της η ταινία αυτή του Γάλλου σκηνοθέτη ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου έρωτα του Ντασέν με την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη.
Η υπόθεση της ταινίας:
Κρήτη 1920. Μια ομάδα ξεριζωμένων φτάνει στο χωριό που έχουν έθιμο να κάνουν την αναπαράσταση των παθών κάθε Μεγάλη Εβδομάδα με ήρωες κατοίκους του χωριού. Υπάρχει ο Χριστός, υπάρχει ο Ιούδας όπως κι η Μαγδαληνή. Μόνο που στον μικρόκοσμο της Ελληνικής εσχατιάς, οι ρόλοι μπερδεύονται με την πραγματικότητα για να ξεπηδήσει μια πανανθρώπινη αλληγορία για την ανάγκη μας να κρατηθούμε από κατασκευασμένα σύμβολα ξεχνώντας την ουσία της ύπαρξής μας.
Το κορυφαίο αριστούργημα του Καζαντζάκη στην πιο ιδιαίτερη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Ζυλ Ντασέν το 1957 (έτος θανάτου του σπουδαίου συγγραφέα) αποτελεί μία εξαιρετική πρόταση για τις μέρες του Πάσχα.
Σα να κινηματογραφείται από Έλληνα σκηνοθέτη και όχι από Γάλλο (τόσο καλά μας ήξερε από τότε ο μεγάλος φιλέλληνας Ντασέν) το φιλμ καταγράφει όμορφα και εξονυχιστικά τη μικρή, σε αναβρασμό και υποταγμένη στον τουρκικό ζυγό ελληνική κοινωνία της Λυκόβρυσης στην Κρήτη (1922) και αναδεικνύει στο έπακρο τους ντόπιους χαρακτήρες, τις ελληνικές συνήθειες, τα έθιμα της επαρχίας, την ιδιοσυγκρασία του τόπου. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία τονίζει την ηλιόλουστη κριτική αύρα, οι ξένοι ηθοποιοί ερμηνεύουν άκρως "ελληνικά" και η Μελίνα υπέροχη όπως πάντα, ακτινοβολεί, ερωτευμένη με το σκηνοθέτη εδώ και μέλλουσα γυναίκα του. Γνωρίστηκαν ένα χρόνο πριν στις Κάννες (1955), όπου η Μελίνα είχε βρεθεί για τη θρυλική «Στέλλα» του Κακογιάννη και ο Ντασέν για το αριστουργηματικό «Ριφιφί», ενώ ο Γάλλος αυτοεξόριστος από τις ΗΠΑ εξαιτίας του "Μακαρθισμού" μόλις ξεκίνησε να κινηματογραφεί την "ελληνική" του περίοδο, με θέματα που αντλούσε από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη ελληνική εποχή και έχουν να κάνουν με την πολιτική, τους αγώνες απελευθέρωσης, τη δικτατορία και συνδυάζονται με τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, τα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα.
Βρισκόμαστε, για να επιστρέψω στα της ταινίας, στην Ελλάδα των αρχών του 1920. Μόλις συντελέστηκε η μικρασιατική καταστροφή. Σε ένα πλούσιο χωριό, ο ιερέας μοιράζει ρόλους για την αναπαράσταση των Παθών του Ιησού Χριστού. Εντελώς αναπάντεχα έρχονται πρόσφυγες στην περιοχή. Και μαζί τους έρχεται ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το χωριό αναστατώνεται. Ο ιερέας διαδίδει ότι έχουν χολέρα. Η καθεστηκυία τάξη αρχίζει να ανατρέπεται. Μπροστάρης στην επανάσταση αυτή ο Μανωλιός (ένας πολύ καλός Pierre Vaneck), που έχει πάρει το ρόλο του Ιησού. Στο πλάι του η δυναμική πόρνη Κατερίνα-Μαρία Μαγδαλινή (Μερκούρη).
Ο «Τζούλι» δεν μεταφέρει επακριβώς το μυθιστόρημα και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όμως μένει πιστός στο πνεύμα του μέγα Καζαντζάκη. Κόβει αρκετούς χαρακτήρες όπως και κάποια γεγονότα, ενώ τροποποιεί και το φινάλε, παρουσιάζοντας επί της οθόνης ένα πιο επαναστατικό εν αντιθέσει με το πιο θρησκευτικό του συγγραφέα (στο βιβλίο οι πρόσφυγες της Σαρακήνας εγκαταλείπουν τη Λυκόβρυση αναζητώντας νέα γη). Κι ας κατηγορήθηκε (ο Καζαντζάκης) ως αντιχριστιανός και αιρετικός. Κι ας απειλήθηκε με αφορισμό από την Ιερά Σύνοδο κι ας αφορίστηκε από την εκκλησία (ντροπή και αίσχος). Ο Κρητίκαρος υπήρξε πιο Χριστιανός από όλους τους υβριστές και πολέμιούς του. Απλώς, στο εκπληκτικό βιβλίο του παραθέτει την αναμφισβήτητη διαφορά που έχει ο χριστιανισμός (και κάθε θρησκεία βέβαια) από τη θεωρία στην πράξη (άλλα λέει και άλλα πράττει εν ολίγοις), εξαπολύοντας δριμύ επίθεση στον πλούσιο και βολεμένο Παπα-Γρηγόρη που τον εκπροσωπεί (τον χριστιανισμό) και συγκρούεται αδίκως με τον πεινασμένο και ταλαιπωρημένο αλλά πάντα Χριστιανό, Παπα-Φώτη.
Η σύγκρουση δύο κόσμων, οι προύχοντες Έλληνες από τη μία και οι ξεκληρισμένοι από τους Τούρκους, επίσης Έλληνες από την άλλη. Και στη μέση ο Τούρκος αγάς, καλοπερνάει, βλέπει τους Έλληνες να σφάζονται και σπάει πλάκα. Οι εκ διαμέτρου αντίθετοι κόσμοι των πλουσίων με τους φτωχούς, του κακού με το καλό, του άδικου με το δίκαιο, του ανήθικου με το ηθικό και του αληθινού με το ψεύτικο. Και ο Ντασέν ξεσκίζει όλη την υποκρισία που κρύβεται πίσω από τα ωραία λόγια, τα μαύρα ράσα και τη θεωρία του χριστιανικού τρόπου ζωής. Τέτοιοι άνθρωποι, υποταγμένοι ψυχή τε και σώματι στο Χριστό δεν θα σταματήσουν πουθενά και ορμώμενοι από την οργή που θα ριζωθεί μέσα τους από τον... ιερέα δεν θα διστάσουν να φτάσουν στη δολοφονία ενός συνανθρώπου τους και μάλιστα του «νέου» Ιησού Χριστού.
Τραγική ειρωνεία και συνάμα άκρως θλιβερή, απάνθρωπη και ολότελα ξεδιάντροπη πραγματικότητα.
Μισό αιώνα μετά και το έργο αυτό είναι το ίδιο πρωτοποριακό, συναρπαστικό, επαναστατικό. Και ο "δικός μας" Τζούλι πιο Έλληνας από τους δήθεν Ελληνάρες.
Ένας ύμνος στην ατομική, κοινωνική και εθνική ελευθερία (απελευθέρωση από οιαδήποτε δεσμά), ένα επαναστατικό δοκίμιο που χρησιμοποιεί το μύθο του Χριστού για να μιλήσει για ό,τι καταπνίγει την ελευθερία σε ατομικό και/ή κοινωνικό επίπεδο.
Διακρίσεις της ταινίας: Φεστιβάλ Κανών 1957- Ειδική Μνεία Βραβείο OCIC Ζυλ Ντασέν -Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα, Βραβεία BAFTA 1958- Υποψηφιότητα για καλύτερη ταινία.
Βαθμολογία: 8,5/10
Απαράδεκτος να μην έχω δει ταινία βασισμένη στο αριστούργημα του Καζαντζάκη. Ελπίζω να είναι όντως τόσο καλή όσο λες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσυ θα μου πεις οταν τη δεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε εξαιρεση του αργους ρυθμους (που εμενα τουλαχιστον δεν κουρασαν) ειναι πολυ δυνατη. Απιστευτα πρωτοποριακη με πολυ καλες ερμηνειες.