Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

The 39 Steps, Alfred Hitchcock, 1935


 «Τα 39 Σκαλοπάτια» είναι από τις διασημότερες και καλύτερες ταινίες του Alfred Hitchcock, όσον αφορά στην αγγλική περίοδο. Μία αριστουργηματική περιπέτεια κατασκοπείας, από εκείνες που τόσο ξεχωριστά σκάρωνε ο σπουδαίος αυτός κινηματογραφικός δάσκαλος και μια υπέροχη σάτιρα. Βρετανικής παραγωγής, φυσικά, του 1935, βασισμένο στο μυθιστόρημα του John Buchan, συγγραφέα ιδιαιτέρως αρεστό στον Χίτσκοκ.

 Η υπόθεση της ταινίας:

 Ο Καναδός Ρίτσαρντ Χάνεϊ επισκέπτεται την Αγγλία. Σε ένα μιούζικ χολ του Λονδίνου, παρακολουθεί μια παράσταση με την επίδειξη ενός παράξενου ανθρώπου, που έχει φωτογραφική μνήμη. Ξαφνικά όμως ακούγονται πυροβολισμοί και επικρατεί πανικός στο θέατρο. Μέσα στην αναστάτωση γνωρίζει μια όμορφη κοπέλα, την Αναμπέλα, η οποία ζητά τη βοήθειά του. Ο Ρίτσαρντ την παίρνει μαζί του στο διαμέρισμά του και εκείνη του αποκαλύπτει ότι είναι κατάσκοπος και έχει ανακαλύψει στοιχεία που θα ξεσκεπάσουν μια μεγάλη υπόθεση κατασκοπίας ενάντια στην Αγγλία. Και του αναφέρει τα μυστηριώδη «39 σκαλοπάτια». Πριν προλάβει όμως ο Ρίτσαρντ να μάθει περισσότερα, η Αναμπέλα βρίσκεται μαχαιρωμένη στο διαμέρισμά του και ο Ρίτσαρντ φεύγει σαν τον κλέφτη. Αργότερα, μαθαίνει ότι η αστυνομία τον θεωρεί βασικό ύποπτο για τον φόνο της Αναμπέλα και έχει εξαπολύσει κυνηγητό εναντίον του!
 Ο Ρίτσαρντ, με την αστυνομία στο κατόπι του, παίρνει το τρένο για τη Σκωτία, προσπαθώντας να βρει την «εγκέφαλο» της κατασκοπικής συνωμοσίας, που σύμφωνα με τα λίγα στοιχεία που έμαθε από την Ανναμπέλα, βρίσκεται εκεί… Στη διαδρομή γνωρίζει όμως και μια όμορφη νέα γυναίκα, την Πάμελα, και οι μοίρες τους διασταυρώνονται σε αυτή την απίστευτη υπόθεση μυστηρίου και κυνηγητού…

 Ο Χίτσκοκ μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη τα λογοτεχνικά «39 Σκαλοπάτια» υπέγραψε, μαζί με την «Εξαφάνιση της Κυρίας», την κορυφαία ταινία του στην Αγγλία (έπεται «Ο Άνθρωπος που ήξερε πολλά») και ήταν εκείνη, η οποία μάλιστα με την τεράστια εμπορική επιτυχία που γνώρισε έδωσε στον Χιτς το εισιτήριο για το Χόλιγουντ. Και μια επιτυχία που «ανάγκασε» το δημιουργό να μεταφέρει το ύφος του φιλμ σε ένα μεγάλο μέρος της μετέπειτα φιλμογραφίας του.

 Το μυστικό της επιτυχίας αυτής οφείλεται στη θεματική της ταινίας, η οποία βέβαια εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία μέσα από τα οποία γνωρίσαμε και αγαπήσαμε τον κορυφαίο σκηνοθέτη: ένας αθώος που καταδιώκεται χωρίς καν να έχει μάθει τον ακριβή λόγο, μυστήριο, ίντριγκες, σεξουαλικά υπονοούμενα, ερωτικοί καβγάδες, μετάδοση ενοχής, σύμπλεγμα ευνουχισμού, δολοφονίες, λεπτό χιούμορ, και φυσικά, σασπένς. Κυρίως όμως στρέφεται γύρω από το κλασικό χιτσκοκικό μοτίβο του κυνηγημένου μεν αθώου δε άντρα, ο οποίος από παρεξήγηση κατηγορείται ως δολοφόνος και πρέπει μόνος να φτάσει στη λύση του μυστηρίου. Παράλληλα όντας νέος και γοητευτικός επιδίδεται και στο κυνήγι του έρωτα..

 Από μία παρεξήγηση άλλωστε ξετυλίγεται ένα κουβάρι γεγονότων, ατυχών και μη, στην ίδια τη ζωή και ο Χίτσκοκ τη χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να αρχίσει να ξετυλίγει τα κουβάρια στις ιστορίες των ταινιών του. Έτσι κι εδώ, ο ήρωας εξαιτίας μιας παρεξήγησης θα ενοχοποιηθεί από το Νόμο, ο οποίος και θα τον καταδιώξει, ενώ θα τοποθετηθεί στο επίκεντρο μιας διεθνούς συνωμοσίας.

 Και ο σπουδαίος κινηματογραφιστής ουσιαστικά καθιερώνει την έννοια του σασπένς στο σινεμά, ενώ με τον δικό του, μοναδικό τρόπο «τρέχει» τα γεγονότα και τη δράση με γρήγορους ρυθμούς, ενώ βέβαια δε δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις όταν το τοπίο θολώνει, προς αποφυγή πιθανής κωλυσιεργίας και για να κρατάει την ένταση και την αγωνία αμείωτες, όσο κορυφώνεται το μυστήριο. Παράλληλα διαποτίζει το φιλμ με λεπτό, έξοχο χιούμορ, το οποίο και αλαφραίνει την ιστορία, ενώ αξέχαστες έχουν μείνει αρκετές σεκάνς του φιλμ, που αμέσως έγιναν κλασικές.

 Ο Ρόμπερτ Ντόνατ υποδύεται έξοχα τον πρωταγωνιστή και παράλληλα και κλιμακωτά με την εξέλιξη του στόρι άλλους πέντε ρόλους!

 Το εκπληκτικό είναι ότι ο Χίτσκοκ διασκεύασε σε τέτοιο βαθμό το διάσημο ομώνυμο μυθιστόρημα, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μη θυμίζει στο ελάχιστο την αρχική προέλευση του κειμένου, τουλάχιστον όσον αφορά στην -ανύπαρκτη- αναφορά του Χιτς στα σκαλοπάτια! Έτσι και αφού με την εξέλιξη της πλοκής ξεχάστηκε(!) ο τίτλος αναγκάστηκε ο Άγγλος σκηνοθέτης να τον επαναφέρει πετώντας απλώς μια σχετική «ατάκα» προς το τέλος. Απίστευτος! Ακόμη, πρόσθεσε ένα γυναικείο χαρακτήρα, που δεν υπήρχε στο βιβλίο και που έντυσε ακόμη πιο περίπλοκα το στόρι.

 Πάντως ο John Buchan έμεινε ευχαριστημένος από τη μεταφορά του έργου του στη μεγάλη οθόνη και, αφού είδε την ταινία, δήλωσε ότι η υπόθεση ήταν καλύτερη από το βιβλίο του.

 Το ερώτημα που παραμένει, είναι τί σήμαιναν τα 39 Σκαλοπάτια στις τρεις διαφορετικές ταινίες, που γυρίστηκαν βασισμένες στο λογοτεχνικό κείμενο. Στο βιβλίο είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για τον αριθμό των σκαλοπατιών που οδηγούν από το ύψωμα όπου βρισκόταν το άντρο των κατασκόπων κάτω στη θάλασσα. Ο Hitchock παρέβλεψε αυτό το στοιχείο και χρησιμοποίησε τον τίτλο του έργου ως ψευδώνυμο της ομάδας των κατασκόπων (στο βιβλίο ονομάζονταν “Black Stone”), ενώ στην ταινία του 1978 (την τελευταία χρονολογικά, μετά τη μεσαία του '59) ο τίτλος παραπέμπει στα 39 σκαλοπάτια του Big Ben.

  Τα «39 Σκαλοπάτια» παρά τα όποια μειονεκτήματα, κυρίως εξαιτίας της ηλικίας και της «κοιλιάς» που κάνει η αφήγηση, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να έχουν την ικανότητα να διατηρούν υψηλά το σασπένς και γιατί όχι, να καθηλώνουν το θεατή. Και σίγουρα παραμένουν μέσα στις κορυφαίες και σημαντικότερες βρετανικές ταινίες όλων των εποχών.

 Βαθμολογία: 8/10

6 σχόλια:

  1. Καλησπέρα.

    Ολοκληρωμενη η παρουσίασή σας.

    Δεν θα την εβαζα στις κορυφαιες του, αλλα εχει παντα τον τροπο του ο Αλφρεντακος! Για τους λατρεις του σασπενς, τι καλύτερο;

    Καλή συνέχεια..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραία η ανάλυσή σου Mike όπου έμαθα πολύ ενδιαφέρονται στοιχεία που δεν τα ήξερα (όπως σχετικά με τον τίτλο της).

    Ένα υποδειγματικό κατασκοπευτικό φιλμ, αρχετυπικό θα έλεγα, και το οποίο έθεσε τις βάσεις για τις υπόλοιπες ταινίες αυτού του είδους. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ο Χίτσκοκ επιδεικνύει ένα ολοκληρωμένο προσωπικό ύφος.

    Και μιας και βρισκόμαστε στην βρετανική του περίοδο οι αγαπημένες μου ταινίες είναι (εκτός από αυτήν βέβαια που αποτελεί την κορυφαία του στιγμή αυτής της περιόδου), το “The Lodger: A Story of the London Fog” και το “The Skin Game” η οποία μπορεί εκ πρώτης όψεως να δείχνει φαινομενικά μια απλή ταινία, ωστόσο είδα κάποια σημαντικά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Μετά έρχεται το “The Lady Vanishes”. To “The Man Who Knew Too Much”, το θεωρώ υπερτιμημένο.

    4/5: Πολύ καλή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Fidelio,
    σ΄ ευχαριστω, αν και δεν ειναι ολοκληρωμενη, αφου για παραδειγμα δεν ανελυσα (απλη αναφορα) το συμπλεγμα ευνουχισμου του πρωταγωνιστη..

    ΥΓ: Ας αφησουμε καλυτερα τον πληθυντικο, μια παρεα ειμαστε αλλωστε :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αργυρη,
    νασαι καλα, αλλωστε μεσα απο τα blogs αλληλοσυμπληρωνομαστε.
    Ακριβως, προκειται για το πρωτο φιλμ, οπου ο Χιτς αφηνει ξεκαθαρα το στιγμα του.
    Το "Lodger" μου αρεσε. Το "Skin Game" καλο, οχι κατι εξαιρετικο. Το "Lady Vanishes" εξισου πολυ δυνατο και ευφυες. "The Man Who Knew Too Much": Υπερτιμημενο δε νομιζω, ισως να εγινε ντορος και για το remake απο τον ιδιο σκηνοθετη, αλλα το βρηκα επισης ευφυες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Mike..

    Δεν είναι απαραίτητο να αναλυει κανεις τα παντα.

    Προσωπικά βρίσκω τραβηγμένο και μη-κινηματογραφικό να καθομαστε να αναλυουμε μια ταινια ψυχαναλυτικα και να μιλαμε για συνδρομα, συμπλέγματα, συμβολισμους κλπ. Βεβαια στον Χιτσκοκ υπαρχουν ως εκει που δεν παει:-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Συμφωνω και στα δυο μερη της τοποθετησης σου!

    Ομως δεν μπορουσα να δεχθω τη γενναια φιλοφρονηση που κρυβοταν πισω απο το "ολοκληρωμενη"..

    Πραγματι, θεωρω κιεγω και ΕΙΝΑΙ μη-κινηματογραφικο αυτο που αρκετοι εξ ημων μπαινουμε λιγο πολυ στο τρυπακι να κανουμε καμια φορα απο υπερβαλλοντα ζηλο..
    Αλιμονο καμια φορα αν οι ΙΔΙΟΙ οι δημιουργοι ειχαν στο μυαλο τους ολα εκεινα που τους πλαισιωνουν οι κριτικες!

    ΥΓ: Σε κινηματογραφιστες βεβαια οπως ο Χιτσκοκ, που ειναι ΔΑΣΚΑΛΟΙ του χωρου, ε λογικο ειναι να το "τραβηξουμε" λιγακι παραπανω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή