Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Mat (Mother), Vsevolod Pudovkin, 1926


 Από το 1958 η «Μάνα» συγκαταλέγεται στις 12 καλύτερες ταινίες από καταβολής κινηματογράφου. Αυτό εδώ, το αριστουργηματικό φιλμ του βωβού σοβιετικού κινηματογράφου, βασισμένο στο θρυλικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Maxim Gorky και γυρισμένο από τον Vsevolod Pudovkin, σε σενάριο Nathan Zarkhi, με τους: Vera Baranovskaya, Nikolai Batalov, Aleksandr Chistyakov, Anna Zemtsova.

 Η υπόθεση:
 Η ιστορία λαμβάνει χώρα στις αρχές του 20ου αιώνα στη Ρωσία, καθώς οι εντάσεις μεταξύ του κράτους και των επαναστατών. Ο χαρακτήρας της μάνας γίνεται το ανυποψίαστο εργαλείο για τη σύλληψη του επαναστάτη γιου της κι με αυτό τον τρόπο γίνεται μέλος του εργατικού κινήματος, έχοντας ως στόχο την απόδραση του.

 Κατά τη διάρκεια του 1905, μια μάνα (Vera Baranovskaya) χάνει τον αυταρχικό της σύζυγο σε μια διαμάχη των δυο αντίπαλων στρατοπέδων της Ρωσίας της εποχής. Έχοντας πλέον ως μόνο της μέλημα τη φροντίδα του γιου της, Pavel (Nikolai Batalov), ο οποίος είναι μέλος της ομάδας των επαναστατών, παραδίδει στις αρχές, που έχουν έρθει να συλλάβουν τον νεαρό Pavel, τα κρυμμένα όπλα, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα γλυτώσει τη ζωή του. Αντίθετα απ' αυτό που νομίζει, όμως, αποδεικνύει ότι ο γιος της είναι όντως ένοχος και συμβάλλει στην καταδίκη του. Μετά από αυτό της το σφάλμα, συνειδητοποιεί ότι οι επαναστάτες έχουν συνείδηση κι ενώνει τις δυνάμεις της μαζί τους, προσπαθώντας να βοηθήσει τον γιο της να επανακτήσει την ελευθερία του.
 
 Ο Μαξίμ Γκόρκι, ένας από τους σημαντικότερους Ρώσους λογοτέχνες, με το πασίγνωστο έργο του «Μάνα» κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση και καθιερώθηκε ως μεγάλος κλασικός. Έντονα πολιτικοποιημένος και ιδρυτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοφ (το πραγματικό του όνομα), για πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας παρουσιάζει την πάλη του επαναστατημένου προλεταριάτου για σοσιαλισμό, υπό την καθοδήγηση του εργατικού κόμματος.
 Κι ο επίσης σπουδαίος σοβιετικός σκηνοθέτης Vsevolod Pudovkin, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, μεταφέρει στο πανί την επαναστατική ιστορία των εργαζομένων με τη Μάνα, φυσικά, στο επίκεντρο και αφήνει εποχή για την ασύλληπτη χρήση του μοντάζ. Ουσιαστικά ο Pudovkin κι ο S. Eisenstein ήταν οι πρωτοπόροι στο χώρο του μοντάζ, με έργα αναφοράς τη Μάνα και το Θωρηκτό Ποτέμκιν, αντίστοιχα.

 Βρισκόμαστε στη Δύση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, περίοδο έντονης αμφισβήτησης του αριστοκρατορικού καθεστώτος. Όπου εδώ, εκφράζεται μέσα από την επανάσταση του προλεταριάτου, το 1905 (δύο χρόνια πριν γραφτεί το έργο από τον Γκόρκι). Στο επίκεντρο δε, της επανάστασης βρίσκεται η Μάνα, σύμβολο αντίστασης, η οποία θα ασπαστεί τον κομμουνισμό στην πορεία, μετά από συνεχείς αδικίες που θα βιώσει η ίδια και το παιδί της. Μια γυναίκα-σύμβολο (ιερή μορφή για τη ρωσική κοινωνία, εκπρόσωπος της εργατικής τάξης), η οποία βρισκόταν πάντα στην σκιά του μέθυσου άνδρα της, άβουλη. Ωστόσο είχε στο πλευρό της το γιο, που εναντιωνόταν στον εχθρικό πατέρα αφέντη. Όμως ο νέος έχει διαφορετικά ιδανικά απ' τον παλιό. Κι έτσι, υπηρέτης του Τσάρου ο πατέρας, επαναστάτης στους λαϊκούς αγώνες ο γιος!
 Κι η μάνα πάντα κάπου στη μέση, αρνούμενη να επιλέξει «στρατόπεδο», κινούμενη είτε από συζυγική αφοσίωση είτε από μητρική στοργή. Μέχρι που η ίδια η ζωή της δείξει το δρόμο...

 Το Σύστημα της πήρε τον άνδρα και το ίδιο σκοπεύει να κάνει με τον γιο. Έτσι η Μάνα, που θέλοντας να προστατέψει την οικογένειά της ήταν εναντίον του Συστήματος, θα υψώσει την κόκκινη σημαία των Μπολσεβίκων με σκοπό να επιτεθεί εκείνη στο Σύστημα, που τόσο άδικα και βίαια κυνήγησε τα αγαπημένα της πρόσωπα («ταξική συνειδητοποίηση»).
 
 Κι ο Πουντόβκιν με ασύλληπτη, πρωτοποριακή για την εποχή τεχνική μοντάζ (αλλά και εξαιρετικές λήψεις, υπέροχα πλάνα και αφήγηση) στήνει δεξιοτεχνικά την -προπαγανδιστική- υπερπαραγωγή του, με την οποία περιγράφει εντυπωσιακά την επικρατούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση μερικά χρόνια πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση.

 Ένα τεράστιο μάθημα ψυχικού σθένους και αυτοθυσίας, όπου μόνο μέσα από τους αγώνες των καταπιεσμένων και αδικημένων για τα ιδανικά της πανανθρώπινης ελευθερίας και δικαιοσύνης, δεν επιβάλλεται η αδικία, η εργασιακή εκμετάλλευση και κοινωνική εξαθλίωση.

 Τέλος, ένα χαλαρό σενάριο στα χέρια του Πουντόβκιν αποκτά μία μεστή συμπύκνωση και αυτό οφείλεται στην ελευθερία που έδωσε ο σκηνοθέτης στο σεναριογράφο Ζαρκί, ο οποίος μεταξύ άλλων πρόσθεσε το ρόλο του πατέρα (δεν υπάρχει στο κείμενο του Γκόρκι), προσδίδοντας έτσι μια δυνατή κοινωνική νότα στην πλοκή.
 
 Ταινία ορόσημο της ρωσικής πρωτοπορίας και κατά τη γνώμη μου σημαντικότατη στιγμή στο παγκόσμιο σινεμά, γενικά.
 
  Βαθμολογία: 8,5/10

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Life of Pi, Ang Lee, 2012

 

 Το νέο φιλόδοξο εγχείρημα του Ang Lee είναι μια περιπέτεια φαντασίας, βασισμένη στο ομότιτλο best-seller μυθιστόρημα του Yann Martel, το 2001. «Η Ζωή του Πι» είναι ένα υπέροχο φιλοσοφικών προεκτάσεων παραμύθι, παρουσιασμένο στο νέο κινηματογραφικό σύμπαν του 3D και διηγείται την περιπετειώδη ζωή ενός 16χρονου αγοριού, μοναδικού επιζώντα ενός ναυάγιου. Σε σενάριο David Magee, σκηνοθεσία Ang Lee, με τους: Suraj Sharma, Irrfan Khan, Tabu, Adil Hussain, Gerard Depardieu.

 Η υπόθεση:
 Η νέα σκηνοθετική δουλειά του τιμημένου με Όσκαρ Ανγκ Λι (“Brokeback Mountain”, “Crouching Tiger, Hidden Dragon”), είναι βασισμένη στο μπεστ-σέλερ του Γιαν Μαρτέλ, και μας αφηγείται την απίστευτη περιπέτεια επιβίωσης του Πι, ενός νεαρού άντρα, στην θάλασσα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ένα αξιόλογο τεχνολογικό επίτευγμα σε 3D, η επική περιπέτεια του Πι είναι μια συναισθηματικά μαγευτική εμπειρία που θα εμπνεύσει, θα συγκινήσει και θα ταξιδέψει το κοινό σε ένα πρωτόγνωρο τόπο που δεν θα ξεχάσει ποτέ.

 Ο Πι Μολιτόρ Πατέλ είναι ένα 16χρονο αγόρι, γιος ιδιοκτήτη ζωολογικού κήπου. Μια μέρα, όλη η οικογένεια μαζί με πλήθος ζώων επιβιβάζονται σε ένα πλοίο με προορισμό τον Καναδά, προκειμένου να χτίσουν μια νέα ζωή. Στην πορεία, το πλοίο βυθίζεται και ο Πι σώζεται σε μια βάρκα στην μέση του Ειρηνικού ωκεανού, μαζί με μια ύαινα, έναν ουρακοτάγκο, μία ζέβρα και μια τίγρη της Βεγγάλης.

 Μόνον αυτός ο απίθανος Ταϊβανέζος, ο σκηνοθετικός χαμαιλέων θα μπορούσε να μεταφέρει στον κινηματογράφο το επικό παραμύθι του Μαρτέλ. Δεν είναι τυχαίο ότι αξιόλογοι συνάδελφοι του Λι, όπως ο Jean-Pierre Jeunet αλλά και ο μέγας παραμυθάς Alfonso Cuaron προσπάθησαν να πράξουν κάτι ανάλογο στο παρελθόν δίχως ωστόσο επιτυχία. 
 Και οι θεατές, κάθε ηλικίας, θα παρασυρθούν στον φανταστικό κόσμο του Πι, όπου θα ρουφήξουν κάθε στιγμή, όπως ακριβώς κάνει ο ήρωας στα παιδικά του χρόνια. Τρισδιάστατες εικόνες, πανέμορφες φωτογραφίες, απίστευτα ειδικά εφέ συμπληρώνουν το έξοχο παζλ του τεχνολογικού επιτεύγματος σε συνδυασμό με τον έξοχο λυρισμό του Λι (δεν πειράζει στο ελάχιστο το πρωτότυπο στόρι, ακριβώς για να τα δώσει όλα στη μαγεία των εικόνων) και μαγεύουν το θεατή, που ΜΟΝΟ στις ειδικές 3D προβολές θα το ευχαριστηθεί στον απαιτούμενο βαθμό.

 Από εκεί λοιπόν, την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή, ξεκινά η αφήγηση του ενήλικα πλέον Πατέλ προς τον Καναδό συγγραφέα, που άκουσε για μια συγκλονιστική εμπειρία και συνάντησε τον Πι, για να «τον κάνει να πιστέψει στο Θεό».

 Γεννημένος και μεγαλώνοντας στο Ποντίτσερι της Ινδίας στα '70s, ο μαθητής Πισίν Πατέλ (ονομάστηκε έτσι από τον πατέρα του, ο οποίος συνήθιζε να κολυμπάει σε κάθε πισίνα) αντιμετωπίζεται ειρωνικά από τον περίγυρό του εξαιτίας του ομολογουμένως αστείου ονόματος ("Πισιν", με τη γαλλική προφορά «πισίνα», με την αγγλική «κατούρημα»!). Όμως δεν πτοείται ιδιαίτερα, καθώς εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να ρουφάει όση περισσότερη γνώση μπορεί. Στο πλαίσιο αυτό, ο πιτσιρικάς αρχίζει να γοητεύεται από τις διάφορες θρησκείες, σε βαθμό μάλιστα που προσηλυτίζεται σε κάμποσες, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις στην οικογένειά του και κυρίως στον πατέρα του, που τον ωθεί στο δρόμο της λογικής και της επιστήμης και άρα εκτός οιουδήποτε θρησκευτικού προσανατολισμού. Ο Πι όμως (αποφάσισε να «κόψει» το αστείο του όνομα, με πρόφαση τον άρρητο υπερβατικό ελληνικό αριθμό Π, το 3,14, ) έχει υψηλές πνευματικές και φιλοσοφικές ανησυχίες κρατώντας έτσι από κάθε θρησκεία το κομμάτι που τον ευχαριστεί!

 Κάποια στιγμή, 17 πλέον ετών θα μπαρκάρει (αφήνοντας πίσω την εφηβική του αγάπη) μαζί με όλην του την οικογένεια και τα ζώα του κήπου, που ανήκουν στον πατέρα του και όπου εργαζόταν ο ίδιος, με κατεύθυνση τον Καναδά κι ένα καλύτερο μέλλον (σε μίνι αλλά απολαυστική εμφάνιση εν πλω, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ ως γάλλος Σεφ). Όμως το ναυάγιο θα του στερήσει γονείς και αδερφό και θα τον αφήσει για 227 μέρες καταμεσής του Ειρηνικού Ωκεανού, σε μια σχεδία παρέα με έναν ουρακοτάγκο, μια ζέβρα, μια ύαινα και μια τεράστια άγρια τίγρη Βεγγάλης. 
 Σαν άλλος Νώε ο πιτσιρικάς είναι υπεύθυνος για τη φροντίδα των απειλούμενων ζώων και σαν άλλος Οδυσσέας ξεκινά το δικό του ταξίδι προς την προσωπική σωτηρία.
 Σύντομα η χτυπημένη ζέβρα, ο ουρακοτάγκος και η ύαινα να σκοτωθούν και μοναδικός «σύντροφος» στη συνέχεια του ταξιδιού θα είναι ο... Ρίτσαρντ Πάρκερ (το όνομα της τίγρης, που του δόθηκε από ένα τυχαίο, αστείο γεγονός).

 
 Ο Πι (it's pronounced "pi", not "pai", you idiots!) θα ενηλικιωθεί απότομα και παράλληλα ερχόμενος σε σύγκρουση με τους δαίμονές του θα επιστρατεύσει κάθε πολυμήχανη σκέψη και δράση δημιουργικότητας, ελέγχου, στρατηγικής, πίστης, φαντασίας, επιβίωσης. Θα δει το πρόσωπο του «Θεού», που αναζητούσε από μικρός, σε ένα σωρό θαλάσσια και ουράνια φαινόμενα. Θα παρελάσουν μπροστά από τα έκπληκτα μάτια του καρχαρίες, φάλαινες, δελφίνια, ιπτάμενα ψάρια, μέδουσες και τόσα άλλα θαλάσσια πλάσματα και φυτά, όπως και καταιγίδες «βιβλικές καταστροφές». Μέσα σ' όλα θα πρέπει να αντιμετωπίσει και το «κτήνος» που έχει απέναντί του και που όπως ο πατέρας του είχε πει «η τίγρης δεν είναι φίλος σου, δεν έχει την ίδια λογική με σένα, είναι άγρια, όποιος άνθρωπος το ξεχνάει αυτό, σκοτώνεται!».

 Στο εκφραστικότατο πρόσωπο του πρωτοεμφανιζόμενου Suraj Sharma, ο Ταϊβανέζος προφανώς βρίσκει όλα όσα έψαχνε, για να ζωντανέψει το μύθο.

 Το δε φινάλε, όπου αποκαλύπτεται μία φανταστική αλληγορία, εκπληκτικό, ενώ υπάρχει κι ο συγκινητικός μονόλογος του Πι προς τον Καναδό, ήρεμο ινδουιστή.

 Κάποιοι που ακόμη δεν έχουν δει το φιλμ, απορούν «πώς γίνεται να κεντρίζει το ενδιαφέρον μια ταινία που στο μεγαλύτερο μέρος της εξελίσσεται στη μέση του ωκεανού, σε μία σχεδία με ένα ανήλικο παιδί και μία τίγρη!». Ε, μόλις το δουν θα λυθούν μεμιάς οι απορίες, αφού θα παρασυρθούν στην φανταστική μαγεία του παραμυθά σκηνοθέτη και του επιτελείου του, οι οποίοι στήνουν ένα μεθυστικό τεχνολογικό εικονοκλαστικό μουσικό όργιο για μικρούς και μεγάλους, σαρώνοντας τις εντυπώσεις, τσιμπώντας 11 υποψηφιότητες Oscar, κερδίζοντας ήδη Χρυσή Σφαίρα μουσικής (Μάικλ Ντέινα) κι έχοντας άλλες δύο υποψηφιότητες (καλύτερη ταινία-σκηνοθεσία), έχοντας 9 υποψηφιότητες BAFTA και τέλος, αφενός έχοντας ήδη ξεπεράσει σε έσοδα κατά πολύ τα περίπου 120.000.000 του προϋπολογισμού και αφετέρου έχοντας κερδίσει τη συντριπτική πλειονότητα κριτικών και κοινού, παγκοσμίως. 
 Όσο για κάποιους άλλους, που ψάχνουν την -όποια- ουσία που χάνει ο Λι από το μυθιστόρημα του Μαρτέλ, ας έχουν κατά νου πως ο Ταϊβανέζος εν γνώση του κάνει μια άσκηση μεταφοράς στο πανί ενός παραμυθιού, που αποδεδειγμένα δεν μπορούσε να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη και ας απολαύσουν την ποίηση των εικόνων, του ορισμού δηλαδή του σινεμά.

 Βαθμολογία: 8/10

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Dans la Maison, François Ozon, 2012

 

  Η νέα ταινία του Francois Ozon, «Το Αγόρι στο Τελευταίο Θρανίο» («Μέσα στο Σπίτι» μεταφράζεται κατά λέξη) είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ βασισμένο σε μία όντως ιδιαίτερη σεναριακή ιδέα, όμως το αποτέλεσμα ξεπερνά ελαφρώς τη μετριότητα, που συναντάται στο σύνολο σχεδόν της φιλμογραφίας του «τρομερού παιδιού του γαλλικού σινεμά». Σε σενάριο François Ozon, Juán Mayorga, σκηνοθεσία François Ozon, με τους: Fabrice Luchini, Ernst Umhauer, Kristin Scott Thomas, Emmanuelle Seigner, Denis Ménochet, Bastien Ughetto, Jean-François Balmer.

 Η υπόθεση:
 Ο Κλοντ, ένας 16χρονος μαθητής μεσοαστικής οικογένειας, είναι ένα παιδί ήπιων τόνων. Ο καθηγητής του, Ζερμέν, αξιολογώντας τα γραπτά του, αντιλαμβάνεται ότι ο Κλοντ είναι ένα παιδί με εξαιρετικά χαρίσματα. Στην πραγματικότητα όμως, ο νεαρός έχει παρεισφρήσει στην οικογένεια ενός συμμαθητή του και από εκεί αντλεί τα θέματα των εκθέσεων του. Κάτι πιο σκοτεινό φαίνεται να υπάρχει στο μυαλό του Κλοντ...

 Ο Claude (Ernst Umhauer) είναι ένας 16χρονος μαθητής, φαινομενικά ντροπαλός και ήσυχος, με ιδιαίτερο ταλέντο στο γράψιμο. Πηγή έμπνευσής του, το σπίτι της μεσοαστικής οικογένειας ενός συμμαθητή του, του Rapha (Bastien Ughetto), στο οποίο καταφέρνει να τρυπώσει παραδίδοντας μαθήματα μαθηματικών. Οι εκθέσεις του θα γοητεύσουν τον Germain (Fabrice Luchini), έναν πικρόχολο καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος φαίνεται να έχει χάσει από καιρό τη χαρά της διδασκαλίας, αλλά και της ζωής γενικότερα. Καθώς το ενδιαφέρον του για τη δουλειά του αναζωπυρώνεται μέσα από τα προκλητικά γραπτά του μαθητή του, ο Germain θα αναλάβει να καθοδηγήσει τον Claude στις συγγραφικές του προσπάθειες, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι παρασύρεται ο ίδιος σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.

 Καραρχάς να σημειωθεί ότι η ταινία είναι εμπνευσμένη από το ισπανικό θεατρικό «The Boy in the Last Row» του Χουάν Μαγιόργκα. Ένα εξαιρετικό κείμενο, χάρις στο οποίο το -μέτριο- φιλμ του Οζόν απέσπασε θετικές κριτικές. Ο επονομαζόμενος ως «το τρομερό παιδί του γαλλικού σινεμά» σκηνοθέτης κατά την προσωπική μου άποψη δε δικαιολογεί τον ομολογουμένως βαρύ τίτλο που φέρει. Με εξαίρεση οπωσδήποτε το «5χ2» και δευτερευόντως την «Πισίνα» (μετριότατα τα «8 Γυναίκες», «Ο Χρόνος που απομένει»), ο Οζόν κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά κινηματογραφικά επίπεδα και ειλικρινά δυσκολεύομαι να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό ή τα θετικά σχόλια που ακολουθούν κάθε του ταινία. Anyways...

 Εδώ λοιπόν, αυτό το διαφημισμένο ως θρίλερ (ψυχολογικό εννοείται), είναι περισσότερο μια έντονα μυστηριώδης ταινία, με δραματική πλοκή διανθισμένη με στοιχεία χιουμοριστικά, ηδονοβλεπτικά, κυνικά, μα κυρίως στοιχεί που παίζουν το αγαπημένο παιχνίδι του γάλλου σκηνοθέτη, αυτό της ακροβασίας μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει στο συγκεχυμένο απ' τον ιδιαίτερο και αλλοπρόσαλλο πιτσιρικά μυαλό του κορεσμένου και ψυχρού καθηγητή.
 
 Το μπερδεμένο μυαλό του καθηγητή φιλολογίας είναι ο ένας θεματικός άξονας του φιλμ. Ο άλλος, είναι στραμμένος πάνω στον 16χρονο πιτσιρικά, ο οποίος, ως διαρρήκτης όχι σπιτιού αλλά ανθρώπινου ψυχισμού, εισχωρεί βίαια στην καθημερινότητα μιας φαινομενικά τέλειας οικογένειας, αλλά δεν αρκείται μόνο στο να καταγράφει λεπτομερώς και με τη χρήση της πλούσιας φαντασίας του τις ζωές των μελών της μέσω εκθεσιακών συνεχειών που δίνει για feedback στον καθηγητή, καθώς επιδιώκει να αποτελεί ο ίδιος μέρος της ζωής των και κατά συνέπεια με τη συμπεριφορά την τροποποιεί προσπαθώντας παράλληλα να καλύψει τις δικές του ανάγκες (η μητέρα του τον εγκατέλειψε μικρό και ο πατέρας του είναι καθηλωμένος σε καροτσάκι), είτε ως γιος ενός φιλικού και δυναμικού πατέρα που δεν είχε είτε ως καλύτερος φίλος του συμμαθητή του και αδύναμου σε χαρακτήρα, Ράφα είτε αρχικά ως αποδέκτης της μητρικής στοργής η ερωμένος της συζύγου και κατά συνέπεια πατέρας στη θέση του πατέρα Ράφα.

 Καθηγητής και μαθητής αλληλοβοηθούνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Στο πρόσωπο του χαρισματικού στο γράψιμο μαθητή ο -έχω χάσει το νόημα της ζωής- καθηγητής βρίσκει το ταλέντο που ποτέ δεν είχε ο ίδιος και μεταχειρίζεται ιδιαιτέρως το μαθητή του, ενώ ο πιτσιρικάς δράττεται της εύνοιας του καθηγητή, αφενός για να τον χειραγωγήσει, αφετέρου να προχωρήσει ευθαρσώς στο μακιαβελικά διαστροφικό σχέδιό του (χειραγώγηση της οικογένειας).

 Ο Φρανσουά Οζόν μεταφέρει με χαμηλούς τόνους το εξαίρετο ισπανικό κείμενο και προσεγγίζει ηδονοβλεπτικά τη γαλλική μεσοαστική τάξη κλείνοντας το μάτι στο μπλέξιμο φανταστικού και αληθινού, ενώ «παίζει» διανοητικά με τους θεατές, οι οποίοι βλέπουν να ανατρέπονται οι ψυχολογίες αλλά και οι χαρακτήρες των ηρώων, όπως και τα στερεότυπα, σε κάθε καρά που ξετυλίγεται το στόρι. Ο αρχικά φαινομενικός θύτης μετατρέπεται σε θύμα και τούμπαλιν. Ένα έξυπνο «παιχνίδι» εδώ από τον πάντα «διαστροφικό» Οζόν, που σαφώς και κλείνει το μάτι τόσο στον Παζολίνι και το αριστουργηματικό «Θεώρημα» όσο και στον Χίτσκοκ και το «Σιωπηλό Μάρτυρα» (και σε άλλους συναδέλφους), ενώ δε λείπουν και τα ντοστογιεφσκικά ερωτήματα, ωστόσο δεν αρκεί για να δημιουργηθεί κάποιο αριστούργημα.

 Οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές, με κάποιες αρκετά συνεπείς (Kristin Scott Thomas, Fabrice Luchini), ενώ ενδιαφέρουσα είναι η μουσική επένδυση. Όμως τα γνωστά προβλήματα του σκηνοθέτη εμφανίζονται και εδώ, ενώ και η ψυχρή και ανάλαφρη ματιά του στο καταπληκτικό κείμενο, η μη σαφής τοποθέτησή του προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και το ήπιων τόνων φινάλε δεν προδικάζουν για ένα πιθανό comeback του σκηνοθέτη των «5χ2», «Πισίνα». Ωστόσο θεωρώ ήδη πως αυτή είναι η 3η καλύτερή του.

 «Το Αγόρι στο Τελευταίο Θρανίο» απέσπασε Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Τορόντο, όπως και τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σεναρίου στο Σαν Σεμπαστιάν.

 Βαθμολογία: 5,5/10

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Der Tunnel, Roland Suso Richter, 2001

Der Tunnel 2001 

 Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το «Τούνελ» αφηγείται την ιστορία κάποιων ανθρώπων, που με επικεφαλής τον Harry Melchior «δραπέτευσαν» απ' την ανατολική στη δυτική Γερμανία. Του 2001, σε σκηνοθεσία Roland Suso Richter, με τους: Heino Ferch, Nicolette Krebitz, Sebastian Koch, Alexandra Maria Lara, Claudia Michelsen.

 Η υπόθεση:
 Βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας ομάδας Ανατολικών  Βερολινέζων, οι οποίοι δραπέτευσαν προς τη Δύση. Ο Harry Melchior ήταν πρωταθλητής της κολύμβησης στην Ανατολική Γερμανία και παράλληλα ήρθε σε ρήξη με το Σύστημα εξαιτίας του οποίου έχει φυλακιστεί στο παρελθόν. Έτσι περνάει στη δυτική πλευρά και από 'κει οργανώνει τη διαφυγή τόσο της αδελφής του όσο και της οικογένειάς της. Η ιδέα του τούνελ γεννιέται, αλλά το πλάνο δε λειτουργεί ομαλά. Οι συμμετέχοντες αντιμετωπίζουν προβλήματα όχι μόνο με την υλικοτεχνική υποστήριξη του έργου τους, αλλά και με την προδοσία από τους... φίλους στην Ανατολή. Και πάντα, η αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας είναι πολύ κοντά στην ανακάλυψη του οικοπέδου.

 Ο Roland Suso Richter είναι γνωστός σκηνοθέτης τηλεοπτικών ταινιών, στη Γερμανία. Το Τούνελ αν και βγήκε τελικά στις αίθουσες και «κρατάει» κινηματογραφικά, ήταν παραγωγή τηλεοπτικών προθέσεων, καθώς παίχτηκε στη γερμανική τηλεόραση σε δύο μέρη, ενώ είχε συνολική διάρκεια 188' αντί των 150', της βερσιόν δηλαδή που βρήκαμε στην ταινία και των 167', της βερσιόν που βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες.

 Η -αληθινή- ιστορία εξελίσσεται το 1961 προς 1962, όταν κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν στο πρώην ανατολικό Βερολίνο, με επικεφαλής τον Χάρι Μέλχιορ «δραπέτευσαν» προς τη Δύση. Υπενθυμίζεται ότι εκείνη ακριβώς την περίοδο χτιζόταν το τείχος του Βερολίνου (13 Αυγούστου 1961), που χώριζε στα δύο μια ολόκληρη χώρα...

 Ο Μέλχιορ λοιπόν ήταν πρωταθλητής στην κολύμβηση, στο ανατολικό Βερολίνο κερδίζοντας εκτός των μεταλλίων και την καθολική αναγνώριση και καταξίωση. Αρνούμενος όμως να συνεργαστεί με τις Αρχές, είχε έρθει σε ρήξη με το Σύστημα, με αποτέλεσμα να εκτίσει ποινή φυλάκισης επειδή το 1953 είχε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης των κομμουνιστών της Ανατολικής Γερμανίας. Αηδιασμένος αποφασίζει να φύγει για τη Δύση (με πλαστό διαβατήριο και μεταμφιεσμένος), μαζί με τους φίλους του Ματίζ (Sebastian Koch), Βικ (Mehmet Kurtulus) και Φρεντ (Felix Eitner), αλλά το μυαλό του είναι διαρκώς στην πολυαγαπημένη του αδερφή Λότε (Alexandra Maria Lara). Έτσι με μια ομάδα {(αποτελούμενη απ' τους φίλους, κάποιους εθελοντές που επίσης θέλουν να φέρουν μέλη των οικογενειών τους και τη νεαρή Φρίτζι (Nicolette Krebitz)} θα σκαρφιστούν την ιδέα του τούνελ, μέσω του οποίου θα φέρουν στη Δύση τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που έμειναν πίσω στην ανατολική πλευρά. Ένα τούνελ μήκους περίπου 150 μέτρων, το οποίο από απλή σήραγγα καταλήγει σε μεγαλειώδη κατασκευή..

 Η ιδέα του τούνελ ανήκει φυσικά στον Μέλχιορ και γίνεται γνωστή πολύ νωρίς στην ταινία. Αυτό σημαίνει πως η δράση είναι μακράς διάρκειας και ιδιαίτερα έντονη. Με στοιχεία θρίλερ και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, καθώς μεγάλο μέρος του φιλμ εκτυλίσσεται κάτω από τη γη, εντός τούνελ δηλαδή, παρακολουθούμε με αγωνία (αν και γνωρίζουμε την κατάληξη) τη φυγή μιας ομάδας ανθρώπων προς την ελευθερία. 

 Γιατί στην ουσία αυτό διαπραγματεύεται ο γερμανός σκηνοθέτης. Την «πτήση» προς την ελευθερία. Σίγουρα υπάρχει κάποιο πολιτικό σχόλιο, όμως ο Ρίχτερ δεν ενδιαφέρεται να κάνει (ακόμη μία) πολιτική καταγγελία. Εκείνο που τον εκφράζει είναι να αγκαλιάσει αυτούς τους ανθρώπους, τον αγώνα τους για το ύψιστο ιδανικό, αυτό της ελευθερίας και την αλληλεγγύη που αναπτύσσεται μεταξύ των. Στη διαδρομή τους βέβαια θα συναντήσουν πολλές δυσκολίες με χαρακτηριστικότερες την ίδια την κατασκευή του τούνελ, καθώς αλλιώς σχεδιάστηκε στο χαρτί και άλλα έβλεπαν σκάβοντας αργά, πολύ σκληρά και ενίοτε επικίνδυνα, τους βαλτούς απ' τη Στάζι πληροφοριοδότες (ρουφιάνοι) στο ανατολικό Βερολίνο, όπου πηγαινοέρχονταν για να επικοινωνούν με τους εκεί φίλους και φυσικά, με τον διοικητή του τμήματος παράνομης μετανάστευσης και όλον τον στρατό του ανατολικού Βερολίνου.

 Μία πολύ δυνατή ταινία, με υψηλή ένταση και ιδιαίτερα καλογυρισμένη, αν υπολογιστεί ότι οι αρχικές προθέσεις ήταν τηλεοπτικής λογικής. Νικήτρια πληθώρας βραβείων, από τα τηλεοπτικά βραβεία της Βαυαρίας μέχρι τα ~ της γερμανικής τηλεόρασης συνολικά και από τη Χρυσή Κάμερα Γερμανίας μέχρι το βραβείο Κοινού στο Μόντρεαλ και εκείνα του Κοινού και το Διεθνές στο Σεντ Λούις.

 Σίγουρα μες στις κορυφαίες ταινίες για το Τείχος του Βερολίνου και μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες και δυνατές ευρωπαϊκές ταινίες της περασμένης δεκαετίας.

 Βαθμολογία: 8/10