Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

La Notte, Michelangelo Antonioni, 1961

 

 «Η Νύχτα» ("La Notte") του κορυφαίου σκηνοθέτη Michelangelo Antonioni αποτελεί το δεύτερο μέρος της άτυπης "τριλογίας της αλλοτρίωσης" μετά την «Περιπέτεια» ("L' Avventura") και πριν την «Έκλειψη» ("L' Eclisse"). Πρωταγωνιστούν οι θρυλικοί Marcello Mastroianni, Jeanne Moreau και η αισθησιακή Monica Vitti.

 Η υπόθεση:
 Ο Τζιοβάνι, ένας πετυχημένος συγγραφέας και η σύζυγός του Λύντια επισκέπτονται το φίλο τους Τομάζο, που πεθαίνει στο νοσοκομείο... Εν συνεχεία ο καθένας ακολουθεί το πρόγραμμά του και εν τέλει καταλήγουν σε ένα πάρτι. Και οι δυο τους έχουν παράλληλες κρυφές ζωές, πράγμα που τους είναι γνωστό. Η έλλειψη επικοινωνίας και το αδιέξοδο της σχέση τους γεμίζει τη μεγάλη οθόνη. Καταπληκτικές ερμηνείες από τη Ζαν Μορό και τον Mαρσέλο Μαστρογιάνι, ένα ζευγάρι που ίσως θα έπρεπε τελικά να γυρίσει σελίδα στη ζωή του. Χρυσή Αρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου 1961.

 Ο σπουδαίος ιταλός σκηνοθέτης, συνεχιστής του νεορεαλισμού στον οποίο και πρόσθεσε έναν υπαρξιακό τόνο, μεγάλος ανατόμος των ανθρωπίνων συναισθημάτων και δάσκαλος του κινηματογράφου, υπογράφει εδώ, εν έτει 1961, με τη «Νύχτα» το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που χαρακτηρίζεται από στοιχεία αποξένωσης και αλλοτρίωσης, πολιτικά, κοινωνικά και βεβαίως, ανθρωπιστικά. Είχε προηγηθεί, ένα χρόνο πριν η εκπληκτική «Περιπέτεια», για να ολοκληρωθεί αυτή η θεματική ενότητα με την «Έκλειψη». Τρεις αριστουργηματικές ταινίες σε διάστημα ισάριθμων ετών. Εκπληκτικό!

 Στη «Νύχτα» το στόρι ξετυλίγεται σε διάστημα λίγο μικρότερο των 24 ωρών. Κατά τη διάρκεια των οποίων, ο Τζιοβάνι Ποντάνο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ένας πετυχημένος συγγραφέας που ωστόσο βρίσκεται σε δημιουργικό αδιέξοδο απομακρύνεται σταδιακά απ' τη γυναίκα του, Λίντια (Ζαν Μορό) που επίσης δείχνει εγκλωβισμένη σε μια κενή κάποιου ουσιαστικού νοήματος ζωή.
 Όλα ξεκινούν το μεσημέρι που ο Τζιοβάνι με τη Λίντια επισκέπτονται στο νοσοκομείο έναν κοινό τους φίλο, κλινήρη. Τα πρώτα σημάδια αποξένωσης είναι εμφανή, καθώς το ζευγάρι αδυνατεί να έρθει σε επικοινωνία, αναπτύσσοντας σημάδια κούρασης, αδιαφορίας και απομάκρυνσης. Κάτι μάλιστα που στη συνέχεια θα καταστεί αντιληπτό κι απ' τους δύο, μετά από 10 ολόκληρα χρόνια γάμου.

 Η πορεία που θα ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη Νύχτα οι αποξενωμένοι σύζυγοι σε παράλληλο επίπεδο με την αποξένωση μιας ολόκληρης πόλης, του Μιλάνο. Ένα Μιλάνο της δεκαετίας του 1960, ψυχρό και εκβιομηχανισμένο, «θύμα» της μανιώδους πολεοδομικής ανάπτυξης της εποχής, με το οποίο μάλιστα ανοίγει το πρώτο πλάνο, που από τον ψηλό ουρανοξύστη θαρρεί κανείς πως βουτάει μες στη καρδιά της «κενής» μεγαλούπολης.

 Μετά το νοσοκομείο ο καθένας θα ακολουθήσει το δρόμο του. Πότε -τυπικά- μαζί και πότε χωριστά θα συνεχίσουν τη βραδιά τους πηγαίνοντας σε ένα πάρτι και μια δεξίωση που οργανώνει ένας εκατομμυριούχος. Εκεί, μαζεμένοι αριστοκράτες, στη δική τους κλειστή κοινωνία, στο δικό τους ουσιαστικά κόσμο, καταδικασμένοι να ζουν μες στην αβέβαιη και γεμάτη άγχη ζωή τους, αναπτύσσοντας αστική συμπεριφορά και αντίληψη περί αληθινής ζωής. Άνθρωποι που ζουν στη χλιδή και όλα τα πρόσκαιρα και αναιμικά που εκείνη τους προσφέρει, όμως είναι το ίδιο κενοί με το Μιλάνο, οδηγούνται στην ίδια αποξένωση με τους πρωταγωνιστές.
 Η επιφανειακή ζωή της κοινωνικής ελίτ σε αντιδιαστολή με την πραγματική μέσω μιας λαϊκής συνοικίας της Ρώμης και των κατοίκων της.

 Μέσα στο πλήθος ωστόσο ξεχωρίζει η Βαλεντίνα (Μόνικα Βίτι), κόρη του ιδιοκτήτη της πολυτελούς έπαυλης. Η οποία, δίχως να ταιριάζει με τον αστικό συμφερτό έχει αποτραβηχτεί σ' ένα απ' τα δωμάτια και διαβάζει. Ο Τζιοβάνι θα την πλησιάσει και αφού παίξουν ένα χαζό παιχνίδι, θα τη φλερτάρει. Εκείνη θα ανταποκριθεί, αφού πρόκειται για ακόμη έναν εφήμερο έρωτα, όπως είχε τόσους και τόσους στο παρελθόν. Η Λίντια θα τους δει από μακρυά και θα φύγει απογοητευμένη κι εκνευρισμένη απ' το πάρτι περιφέροντας το κουρασμένο σώμα της μες στη δυνατή βροχή χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή κάποιο μέρος που έχει να πάει. Νωρίτερα θα γυρίσει την πλάτη στο φλερτ ενός νεαρού. Τον οποίο θα ξανασυναντήσει αργότερα, τυχαία. Αλλά πάλι, σαν κάτι να φοβάται, κάτι που δεν ξέρει καν τι είναι, δε θα της επιτρέψει να «προχωρήσει». Θα επιστρέψει στην έπαυλη, όπου θα αφεθεί στη φροντίδα της Βαλεντίνα, πριν αποχωρήσουν με τον Τζιοβάνι, το πρωί.

 Το φινάλε, μυθικό και άκρως αποκαλυπτικό. Μετά από ένα ολονύχτιο οδοιπορικό, το οριστικό αντίο είναι πλέον πιο κοντά από ποτέ. Κι όμως, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που το έχουν αντιληφθεί αλλά όχι και αποδεχτεί, θα βρεθούν στο πάρκο και απελπισμένοι θα κάνουν την ύστατη, αν και απριόρι χαμένη προσπάθεια μιας λυτρωτικής επανασύνδεσης. Εκείνη θα του διαβάσει ένα ερωτικό γράμμα που του είχε γράψει παλαιότερα. Εκείνος δε θα το θυμηθεί καν. Και το τελευταίο κομμάτι γυαλιού έχει γίνει θρύψαλα. Λίγο πριν θα του αποκαλύψει ότι ο φίλος τους, Τομάζο, έχει πεθάνει. Η επικοινωνία πλέον μοιάζει οριστικά ανέφικτη. Καθισμένοι στο γρασίδι του πάρκου, αγκαλιασμένοι αλλά δίχως την παραμικρή ικανότητα να μιλήσουν, να (ξανα)νιώσουν, να (ξανα)αγαπήσουν, συνειδητοποιούν για πρώτη φορά πόσο ξένοι είναι πλέον μεταξύ τους..

 Και ο μέγας Αντονιόνι κάνει μία σπουδαία ψυχογραφική ταινία, όπου δεσπόζουν τα έντονα και συναισθηματικά μονοπλάνα κι η αρμονική κινηματογράφηση των ανθρώπων σε σχέση με το περιβάλλον και την πόλη, αλλά και η άκρως πρωτοποριακή συρραφή από έναν αρχιτέκτονα πλάνων. Ξεχωρίζουν το εξαιρετικό μοντάζ κι η φωτογραφία (με φόντο πάντα το Μιλάνο) και βεβαίως απογειώνει το φιλμ το θρυλικό κινηματογραφικό ζευγάρι των ιερών τεράτων του ευρωπαϊκού σινεμά, Μαρτσέλο Μαστογιάνι, Ζαν Μορό.
 Οι οποίοι τυγχάνουν της αποδοχής ενός αντονιονικού φετίχ, αυτό της συζυγικής αποξένωσης. Ο Ιταλός θέλει τους πρωταγωνιστές του παντελώς αδύναμους να αναμετρηθούν με τον ίδιο τους τον εαυτό αλλά και με τον κόσμο που τους περιβάλλει, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνθήκες ή το μπακράουντ τους. Μην ξέροντας τον τρόπο να βρουν τη χαμένη τους επικοινωνία και να αναζωπυρώσουν τον ξεχασμένο έρωτα, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να συγκρουστούν και να αλληλοπληγωθούν.

 Η «Νύχτα», που για το γράφοντα αποτελεί την καλύτερη -μαζί με την «Περιπέτεια»- ταινία του Αντονιόνι, κέρδισε το 1961 τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ απέσπασε σωρεία βραβείων από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας.

 Βαθμολογία: 9,5/10

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

El Espinazo del Diablo, Guillermo del Toro, 2001

 

 Ο Guillermo del Toro λίγα χρόνια πριν τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε με το "El laberinto del fauno" είχε γνωρίσει αναγνώριση τρομάζοντας κόσμο με αυτό το φανταστικό θρίλερ, στα ελληνικά «Στη Ραχοκοκκαλιά του Διαβόλου», ενώ είναι επίσης γνωστό ως "The Devil's Backbone". Στην παραγωγή βρίσκεται ο Pedro Almodovar, σενάριο και σκηνοθεσία υπογράφει ο del Toro, παίζουν: Marisa Paredes, Eduardo Noriega, Federico Luppi, Fernando Tielve, Inigo Garces.

 Η υπόθεση:
 Ισπανία 1939. Εμφύλιος πόλεμος. Ο δωδεκάχρονος Carlos (Fernardo Tielve) χωρίς να το γνωρίζει, εγκαταλείπεται σε ένα ορφανοτροφείο από κάτι φίλους του πατέρα του. Το απομονωμένο στη μέση της ερήμου ορφανοτροφείο, διευθύνεται από την Carmen (Marisa Paredes) και τον καθηγητή Casares (Federico Luppi). Στην αρχή, ο Carlos τα βρίσκει λίγο δύσκολα αφού ο επιστάτης Jacinto (Eduardo Noriega) καθώς και μερικά από τα ορφανά δεν δείχνουν να τον συμπαθούν, αλλά με τον καιρό, καταφέρνει να κάνει νέους φίλους, μεταξύ των οποίων και τον καθηγητή Casares. Ένα βράδυ ο μικρός πηγαίνει στην κουζίνα, για να γεμίσει μια κανάτα με νερό, όταν ακούει κάποιον να φωνάζει το όνομά του. Περίεργος να δει ποιος είναι, ακολουθεί την φωνή και κατεβαίνει στο υπόγειο όπου βλέπει μια περίεργη φιγούρα να τον πλησιάζει. Τρομαγμένος, τρέχει πίσω στο δωμάτιό του. Ποιος ήτανε που τον φώναζε και πως ήξερε το όνομά του; Γιατί ο επιστάτης δε θέλει κανέναν στο υπόγειο; Σίγουρα, κάτι μυστήριο συμβαίνει..

 Ο μεξικανικής καταγωγής ισπανός σκηνοθέτης Guillermo del Toro υπογράφει εδώ, με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του -μετά τα Cronos, Mimic- ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ βασισμένο στην παιδική φαντασία, αλλά χάνει εντελώς το πολιτικό κομμάτιο αφού μπερδεύει το φρανκικό καθεστώς της Ισπανίας, το οποίο δεν αναδεικνύεται καθόλου απ' τον πολιτικοποιημένο κινηματογραφιστή.

 Με φόντο λοιπόν τις τελευταίες μέρες του τρομακτικού ισπανικού εμφυλίου, στο απομονωμένο ορφανοτροφείο Σάντα Λουσία θα παρατηθεί απ' τους κομμουνιστές ο νεαρός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο 12χρονος Κάρλος. Κατά τα κλισέ πρότυπα παρεμφερών ιστοριών, ο μικρός θα ενσωματωθεί στη μικρή κοινωνία του ορφανοτροφείου σταδιακά και αφού αρχικά δεχτεί μία επιθετική συμπεριφορά. Παράλληλα όμως θα έρθει σε επαφή με το φάντασμα του Σάντι, ενός άλλου πιτσιρικά, που είχε δολοφονηθεί στο ίδιο ίδρυμα πριν από χρόνια και ζητά τί άλλο, εκδίκηση. Σύμμαχό του ο Κάρλος θα συναντήσει στο πρόσωπο του καλόκαρδου, προστατευτικού καθηγητή αλλά και της διευθύντριας Κάρμεν, με τεχνητό πόδι, σύμβολο της Αριστεράς κατά τα χρόνια του εμφυλίου.

 Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα και αναδεικνύεται όμορφα σκηνοθετικά από το βιρτουόζο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, με άκρως εφιαλτική ατμόσφαιρα, πανέμορφες εικόνες, ορισμένα εντυπωσιακά εφέ και κάποιες τρομακτικές στιγμές, αλλά και σουρεαλιστικές πινελιές όλα ντυμένα με το μανδύα της παιδικής φαντασίας. Ενώ σταδιακά οδηγούμαστε στο φρικτό και απροσδόκητο φινάλε.

 Όμως δυστυχώς για τον ίδιο το δημιουργό, την ταινία και φυσικά τους θεατές, το φιλόδοξο εγχείρημα του Ισπανού με την πολυεπίπεδη ανάγνωση και τη λειτουργικότητα σε διάφορα θέματα, από τη φανταστική παρουσίαση μιας παιδικής ιστορίας φαντασμάτων και τον υπόγειο τρόμο, την αέναη μάχη καλού και κακού μέχρι την πολιτική αλληγορία και την καταγγελία του φασισμού (στο πρόσωπο του επιστάτη Χασίντο, πρώην τρόφιμο του ορφανοτροφείου και κακού της ιστορίας) δε δουλεύει, καθώς μοιάζει ανέφικτο να κρατηθούν οι ισορροπίες, με αποτέλεσμα να χάνεται η μπάλα σε πολλά σημεία και ουσιαστικά να μην αναδεικνύεται παρά ελάχιστα μόνο το πολιτικό κομμάτι. Έτσι το φόντο του φρανκισμού απλώς αιωρείται, μάλλον σα φάντασμα κι αυτό μαζί με τον Σάντι, πάνω απ' τα κατάλοιπα που άφησε σε ολόκληρη τη χώρα ο εμφύλιος..

 «Τι είναι ένα φάντασμα; Μια τραγωδία καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται συνέχεια».

 Βαθμολογία: 6/10

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Zift, Javor Gardev, 2008

 

 Ένα ασπρόμαυρο υποβλητικό διαμαντάκι από τη Βουλγαρία, που είχε αποτελέσει την πρόταση της βαλκανικής χώρας για το ξενόγλωσσο Oscar, σε σκηνοθεσία Javor Gardev, βασισμένο στη νουβέλα του Vladislav Todorov, με τους: Zachary Baharov, Tanya Ilieva, Vladimir Penev.

 Η υπόθεση:
 Στην κομμουνιστική Σόφια του '60, ένας άντρας, καταδικασμένος άδικα για φόνο, αποφυλακίζεται προσωρινά κι έρχεται βίαια αντιμέτωπος με τη σύγχρονη πραγματικότητα αλλά και το σκοτεινό παρελθόν του.

 Ο Moth, απελευθερώνεται από τη φυλακή μετά από χρόνια άδικου εγκλεισμού για φόνο. Είχε καταδικαστεί λίγο πριν το Βουλγαρικό κομμουνιστικό πραξικόπημα του 1944 και τώρα βρίσκεται σε ένα νέο και ανοίκειο κόσμο. Είμαστε στη Σόφια του ολοκληρωτισμού της δεκαετίας του '60. Ένα πανδαιμόνιο συμβαίνει την πρώτη νύχτα ελευθερίας του Moth: μια φρενήρης καταδίωξη διατρέχει την πομπώδους σοσιαλιστικού ρεαλισμού πόλη, περνώντας από παρακμασμένες γειτονιές, δημόσια λουτρά, κανάλια, ένα νοσοκομείο, καταγώγια πνιγμένα στον καπνό, κακόφημα μπαρ και καταλήγει, αναπόφευκτα, στο νεκροταφείο. Στην προσπάθεια του να βρει την αλήθεια, μαζί μ' ένα τεράστιο διαμάντι που φαίνεται να τον καταδιώκει μαζί με το παρελθόν του, ο Moth συναντιέται με ένα πλήθος εκκεντρικών χαρακτήρων - πράκτορες, νοσοκόμες, μπαρόβιοι, απόκληροι, νεκροθάφτες και άλλα είδη της ζούγκλας της ασφάλτου πέφτουν στο δρόμο του και προσπαθούν να τον βγάλουν από την αποφασισμένη του πορεία προς την ελευθερία.

 Σε ασπρόμαυρο, υποβλητικό φόντο μία νεο-νουάρ περιπέτεια με δυνατό πολιτικό σχόλιο στα όρια της σάτιρας, διάχυτες σινεφίλ αναφορές, ορισμένες σουρεαλιστικές πινελιές, στυλιζαρισμένη με πανέμορφη, ασπρόμαυρη φυσικά εξπρεσιονιστική φωτογραφία, χιούμορ, βία, βωμολοχία, κάποιες πανέμορφες εικόνες, δυναμική αφήγηση και μια ιδιαίτερη μουσική υπόκρουση.

 Σε κάποια σημεία η ταινία, που ξαναείδαμε στο εξαιρετικό Ταινιόραμα στο Άστυ (ολοκληρώνεται στα τέλη Ιουνίου), κουράζει, κυρίως με το επαναλαμβανόμενο αδιάφορο χιούμορ, όμως αξίζει να τονιστεί η προέλευση της, καθώς η Βουλγαρία είναι μια χώρα που δε φημίζεται για κάποια σπουδαία κινηματογραφική παράδοση (τουλάχιστον είναι άγνωστη στην Ελλάδα), με αποτέλεσμα διαμαντάκια σαν το Zift να ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα.

 Ο εγκλεισμός του πρωταγωνιστή υποδηλώνει βεβαίως τον (αυτο)εγκλεισμό της ίδιας της Βουλγαρίας σε μια παλαιωμένη εποχή και ένα πολιτικό Σύστημα που την κράτησε ουσιαστικά αποκλεισμένη από την Ευρώπη και τη Δύση, στις οποίες η βαλκανική χώρα προσπαθεί μέχρι σήμερα να ενταχθεί και να προσαρμοστεί, μετά την αποτυχία -και εκεί- του υπαρκτού σοσιαλισμού.

 Η αφήγηση, από τον ίδιο τον ήρωα, κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή και τον καθηλώνει με τη δυναμική και τη ζωντάνια της, μιας και η διάρκεια που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι μόλις μίας νύχτας, ενώ διάχυτες είναι οι σινεφίλ αναφορές, με τον Gardev να κλείνει το μάτι σε αρκετούς συναδέλφους του (Guy Richie, Jules Dassin, Quentin Tarantino, ). Το δε φινάλε, πολύ ωραία δοσμένο και έξυπνο σε σύλληψη, μέσα στο νεκροταφείο, όπου γίνονται όλες οι αποκαλύψεις.

 Το Zift, που στη βαλκανική αργκό σημαίνει «σκατά», είναι μία από τις καλύτερες βαλκανικές ταινίες των τελευταίων χρόνων, κέρδισε το χειροκρότημα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2008, ενώ βραβεύτηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά τα Βαλκάνια.

 Βαθμολογία: 7/10