Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

A separation, Asghar Fahradi, 2011

 

«Ένας χωρισμός» (Jodaeije Nader Az Simin). Η μεγάλη έκπληξη της κινηματογραφικής σεζόν και πιθανώς, η καλύτερη ταινία της χρονιάς. Απ' το Ιράν και τον Asghar Farhadi (About Elly, Fireworks Wednesday), με τους: Peyman Moaadi, Leila Hatami, Sareh Bayat, Shahab Hosseini, Sarina Farhadi.

 Η υπόθεση:
 Η Simin (Leila Hatami) και ο Naader (Peyman Moaadi) μένουν στην Τεχεράνη μαζί με την 11χρονη κόρη τους και τον πάσχοντα από Alzheimer πατέρα του Naader. Ύστερα από 14 χρόνια γάμου οδηγούνται, μάλλον απρόθυμα, στο χωρισμό. Αιτία, η επιθυμία της πρώτης να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη, που εξασφαλίζει περισσότερες ευκαιρίες στις γυναίκες και που αποτελεί καλύτερο περιβάλλον για να μεγαλώσουν τη μικρή. Ο σύζυγός της ωστόσο αρνείται, όντας υποχρεωμένος να παραμείνει στην Τεχεράνη στο πλευρό του πατέρα του. Το αδιέξοδο στη σχέση του ζεύγους όμως λαμβάνει απρόοπτες διαστάσεις, όταν προσλαμβάνουν μία φτωχή γυναίκα να φυλά τον παππού, η οποία όμως δεν αποδεικνύεται επιμελής με τα καθήκοντά της...

 Στην πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Asghar Fahradi θέτει επί της οθόνης το σημερινό Ιράν μέσα από ένα ρεαλιστικά σκληρό, σύγχρονο οικογενειακό δράμα, ενώ αποσπά έξοχες ερμηνείες, συνολικά, για να καρπωθεί τη Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας και τις αργυρές αντρικής και γυναικείας ερμηνείας, όλες από κοινού στους πρωταγωνιστές(!), στο Βερολίνο. Ενώ έφτασε δίκαι στο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

 Ο φεστιβαλικός αυτός θρίαμβος ήρθε για τον Φαραντί μόλις δύο χρόνια μετά την Αργυρή Άρκτο σκηνοθεσίας για το «Τί απέγινε η Έλι», για να τον καθιερώσει πλέον στους σημαντικούς εκπροσώπους του ιρανικού σινεμά.

 Εδώ, στήνει δεξιοτεχνικά ένα περίπλοκο αφηγηματικά στόρι, που αφορά στο γεμάτο ένταση οικογενειακό δράμα που εκτυλίσσεται εξαιτίας μια αρχικής διαφωνίας του πρωταγωνιστικού ζευγαριού.
 Ένας «χωρισμός» και μάλιστα "αναγκαστικός", η αιτία να ξεδιπλωθεί το κουβάρι στη σχέση της Σίμιν (θέλει να φύγει απ' την Τεχεράνη, για ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια, αλλά και όλη την οικογένεια) με τον Νάνταρ (δεν μπορεί να εγκαταλείψει τον άρρωστο πατέρα του), στο οποίο όμως θα εμπλακούν -από ακόμη μία παρεξήγηση- κι άλλα πρόσωπα και συγκεκριμένα η φτωχή γυναίκα που φυλάει τον παππού, που έχει αλτσχάιμερ και η οικογένειά της..

  Ο Φαραντί δράττεται της αφορμής του αδιεξόδου ενός ζευγαριού για να μας παρουσιάσει λιτά και με τα απλούστερα μέσα πολύπλευρα το σημερινό Ιράν. Ο τρόπος ζωής, το δικαστικό σύστημα, η θρησκευτική ηγεσία, η οικογένεια, η αστυνομία, το σχολείο, οι προκαταλήψεις, οι δυτικές επιρροές, οι ταξικοί διαχωρισμοί και πάνω απ' όλα η θέση της γυναίκας στην κοινωνία.

 Μία υπέροχη ταινία, σίγουρα η καλύτερη του σκηνοθέτη και πιθανώς, η καλύτερη της κινηματογραφικής σεζόν που πέρασε. Με εξαιρετικό σενάριο και ομαδικό κρεσέντο ερμηνειών. Συν τοις άλλοις σημείωσε και τεράστια εμπορική επιτυχία, παγκοσμίως.

 Το σινεμά όπως το θέλουμε, όπως θα θέλαμε να είναι!

 Βαθμολογία: 8,5/10

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Once Upon a Time in Anatolia, Nuri Bilge Ceylan, 2011

 

 Η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Nuri Bilge Ceylan, ενός εκ των καλύτερων σκηνοθετών της γενιάς του (Clouds of May, Distant, Three Monkeys), με τίτλο «Κάποτε στην Ανατολία» (Bir Zamanlar Anadolu`da). Σε σενάριο Nuri Bilge Ceylan, Ebru Ceylan, Ercan Kesal, με τους: Muhammet Uzuner, Yilmaz Erdogan, Taner Birsel, Ahmet Mumtaz Taylan, Firat Tanis.

 Η υπόθεση:
 Στις αφιλόξενες στέπες της Ανατολίας, τρεις άνδρες θα συστήσουν μία ομάδα στην προσπάθεια αναζήτησης ενός πτώματος. Ακολουθούμενοι από τους βοηθούς τους, ο εισαγγελέας Nusret (Taner Birsel), ο αστυνόμος Naci (Yilmaz Erdogan) και ο γιατρός Cemal (Muhammet Uzuner), μεταφέρουν αλυσοδεμένους τους δύο ύποπτους για το φόνο, ψάχνοντας το σημείο όπου οι τελευταίοι φέρονται να έχουν θάψει το εξαφανισμένο θύμα.

 Ο 53χρονος Τούρκος επιστρέφει τρία χρόνια μετά το αξιοθαύμαστο «Τρεις Πίθηκοι» με μια αστυνομική περιπλάνηση στις στέπες της Ανατολίας και παράλληλα μία κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή. Ένα αργό σε εξέλιξη road movie μέσα στη νύχτα, που καταλήγει μια μέρα μετά σε βαθιά ανθρώπινη υπαρξιακή έκρηξη, μέσω βαθύ στοχασμού, ύψιστου λυρισμού, καλού χιούμορ και πανέμορφων πλάνων.

 Η ποιητική ματιά του Τσεϊλάν δεν απουσιάζει ούτε εδώ και δημιουργεί ένα σκοτεινά γοητευτικό μείγμα με τη ρεαλιστική απεικόνιση καταστάσεων. Το φαινομενικά αστυνομικό στοιχείο, στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση αρχικώς, δίνει τη θέση του γρήγορα στις υπαρξιακές αναζητήσεις και τη φανέρωση του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων. Από το σημείο λοιπόν εκείνο κι έπειτα η πλοκή αποκτά ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και ο τούρκος δημιουργός αρπάζει την ευκαιρία να κάνει μία εκ βαθέων ιατροδικαστική εξερεύνηση (ιατρός, εισαγγελέας, αστυνομικός, οι τρεις χαρακτήρες που διεξάγουν την έρευνα, αντιπροσωπεύοντας τρεις μορφές του Νόμου) του σινεμά.

 Θέματα όπως Εξουσία, Δικαιοσύνη, σωστό και λάθος, ιατρική πρόοδος, αλλά και Ιστορία, παιδιά, Οικογένεια, παραδόσεις, Ανατολία κι ένα σωρό άλλα αναδεικνύονται έξοχα, μέσα από συζητήσεις, εκμυστηρεύσεις, απεικονίσεις, εμμονές, πιστεύω, ήθη κι έθιμα.

 Ενώ βέβαια κεντρικό θέμα είναι η αφήγηση, εξ ου και ο τίτλος "Once Upon a Time", που ακόμη παραπέμπει ευθέως σε spaghetti western.

 Μοναδικό αρνητικό η διάρκεια των 150', όπου εμφανώς κουράζει σε μερικά σημεία, ενώ διαφαίνεται μια κάποια έλλειψη ρυθμού.

 Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών, για το 2011.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Le Gamin au Velo, Jean-Pierre et Luc Dardenne, 2011

 

 Οι αδελφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne απ' το Βέλγιο, ιδιαίτερα αγαπητοί στην Ελλάδα κυρίως απ' την κορυφαία τριάδα τους (La Promesse, Rosetta, L' Enfant) επιστρέφουν τρία χρόνια μετά το "Le silence de Lorna", με το "Le Gamin au Velo" (The Kid with a Bike), «Το Παιδί με το Ποδήλατο», που τους χάρισε το Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες (το μοιράστηκαν με τον Nuri Bilge Ceylan και το πολύ καλό «Κάποτε στην Ανατόλια»). Σε σενάριο των ίδιων, με τους: Τhomas Doret, Cécile De France κ.ά..

 Η υπόθεση:
 Ο δωδεκάχρονος Cyril έχει ένα και μοναδικό σχέδιο: να ξαναβρεί τον πατέρα του, ο οποίος τον άφησε προσωρινά(;) σε ένα ίδρυμα. Τα σημάδια δείχνουν ότι ο πατέρας του τον εγκατέλειψε σε αναζήτηση μιας νέας ζωής. Δεν απαντά στα τηλεφωνήματα, άδειασε το διαμέρισμά του, πούλησε το ποδήλατο του πιτσιρικά. Τυχαία, ο Cyril θα συναντήσει την Samantha (Cecile De France) μια ιδιοκτήτρια κομμωτηρίου, η οποία θα τον συμπαθήσει και θα αρχίσει να τον φιλοξενεί στο σπίτι της τα Σαββατοκύριακα. Όμως ο Cyril παρά την αγάπη που νοιώθει γι' αυτόν η Samantha θα συνεχίσει να αναζητά τον πατέρα του με κάθε τρόπο φτάνοντας σε βίαια και οργισμένα ξεσπάσματα..

 Τα τρομερά αδέλφια απ' το Βέλγιο, ο Ζαν-Πιερ κι ο Λικ Νταρντέν, πιστά στο ανθρωποκεντρικό τους σινεμά που αγαπήσαμε, με τον έντονο και πολύπλευρο κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό, αναπτύσσουν εδώ μια ιστορία με επίκεντρο έναν παρατημένο απ' τον πατέρα του πιτσιρικά και το... ποδήλατό του, αλλά και μία γυναίκα με την οποία ο μικρός θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση. Όλα αυτά μέσα από ένα οδυνηρό οδοιπορικό απότομης ενηλικίωσης.

 Με την απέριττη αφήγηση που τους συντροφεύει στην σπουδαία κινηματογραφική τους πορεία, το νατουραλισμό και τη χαρακτηριστική λιτότητα οι αδερφοί Νταρντέν μας χαρίζουν ακόμη ένα εξαιρετικό ψυχόδραμα για την ανθρώπινη φύση, ενώ επικεντρώνονται στον πυρήνα της οικογένειας και πώς αυτός μπορεί εύκολα να διασπαστεί εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων σε συνδυασμό με τα όποια κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής.

 Οι φανερά απ' τις προηγούμενες ταινίες τους πεσιμιστές Νταρντέν, εδώ κάνουν την έκπληξη (κυρίως απέναντι στους ίδιους) και αφήνουν στο φινάλε της ταινίας μια αχτίδα φωτός, ελπίδας. Εκείνο βέβαια που κερδίζει μεμιάς το κοινό και δη, τους φανατικούς υποστηρικτές των Βέλγων είναι η άκρως λιτή και ρεαλιστικότατη βεβαίως παρουσίαση του θέματος. Χωρίς την παραμικρή υστερία αλλά και καμία φλυαρία και μόνο με το απαραίτητο παίξιμο των ηθοποιών (και συγκρατημένα συναισθήματα), η ιστορία ξετυλίγεται επαρκώς και ολοκληρώνεται στο σωστό χρονικό σημείο (μικρότερη της μιάμισης ώρας η διάρκεια) ώστε να μην ξεχειλώσει και χαθεί η ουσία.
 Γιατί αυτός είναι ο σκοπός της ανάδειξης κάθε κοινωνικού προβλήματος και του σχολίου πάνω σε καίρια ζητήματα, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, που δε μένουν στη σάτιρα ή την επιφανειακή αναφορά και τον περιττό διδακτισμό, αλλά προχωρούν σε μία βαθύτερη ανάδειξη των πτυχών του προβλήματος, εμβάθυνση των αιτιών και ουσιαστική καταγγελία.

 Ο πιτσιρικάς λοιπόν (αποκάλυψη ο Thomas Doret) αναζητά τον πατέρα του. Δεν μπορεί και δε θέλει να αποδεχτεί ότι ο πατέρας του τον εγκατέλειψε για πάντα. Τυχαία θα συναντήσει τη Σαμάνθα, ιδιοκτήτρια κομμωτηρίου και παρόλο που εκείνη θα τον φιλοξενήσει και θα δεθεί μαζί του, ο μικρός δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμά της. Κάλεσμα για φιλία βέβαια, συντροφικότητα κι επαφή, καθώς τα αδέλφια δεν περιπλέκουν και το ερωτικό στοιχείο μεταξύ της ενήλικης Σαμάνθα και του ανήλικου Σιρίλ.
 Βλέπετε, ο πιτσιρικάς πλην του πατέρα του βρίσκεται και σε αναζήτηση της αγάπης. Εγκαταλελειμμένος και «αδειασμένος» απ' το μοναδικό άνθρωπο που ένιωθε κοντά του, ο Σίριλ, που αναπτύσσει επιθετικές συμπεριφορές, δείχνει να μην έχει (συν)αισθήματα. Ή έστω είναι βαθιά κρυμμένα μέσα του, σε έναν κόσμο σκληρό, άδικο, γεμάτο αδιέξοδα, εμμονές και προβλήματα.
 Η Σαμάνθα (εξαιρετική η Σεσίλ ντε Φρανς) θα προσπαθήσει με όλο της το είναι να βγάλει στην επιφάνεια τα αισθήματα αυτά, καθώς είναι φανερά πρόθυμη να βγάλει όλα τα αποθέματα αγάπης στο πρόσωπο το μικρού.

 Αυτό το σινεμά των Νταρντέν ήταν ανέκαθεν εντυπωσιακό. Γιατί; Μα φυσικά, επειδή μέσα στην απλότητα και την "ηρεμία" του, κάνει εκκωφαντικό θόρυβο με την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, την αστείρευτη ενέργεια που βγάζουν οι συμπαθέστατοι ήρωές του, την αγωνία και την ένταση που μεταφέρεται στον καθηλωμένο στο κάθισμά του θεατή. Ο οποίος, περιμένει, ελπίζει, ότι αυτήν τη φορά η ανθρώπινη φύση που τόσο καταδιώκεται απ' τους Βέλγους, θα κατορθώσει έστω την ύστατη ώρα να κάνει ορθοπεταλιά στην ανηφόρα και να ατενίσει με αισιοδοξία το μέλλον.

 Και τα αδέλφια θα του κάνουν τη χάρη ανταμείβοντάς τον για τη μεγάλη του στήριξη προς τα πρόσωπά τους και τη θέρμη με την οποία έχει αγκαλιάσει τις ταινίες τους όλα αυτά τα χρόνια, κλείνοντας την ιστορία με μία καθόλα αισιόδοξη νότα.

 Μέγα Βραβείο Επιτροπής του Φεστιβάλ Κανών 2011.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

I'm a Cyborg, but that's OK, Chan-wook Park, 2006

 

Ο Chan-wook Park αφήνει στην άκρη τις αιματηρές ιστορίες εκδίκησης της διάσημης τριλογίας του -με αποκορύφωμα το Oldboy- και κάνει τη γλυκόπικρη, παιχνιδιάρικη κωμωδία "I'm a Cyborg, but that's OK", με τον πρωτότυπο τίτλο "Saibogujiman kwenchana". Σε σενάριο Chan-wook Park και Seo-Gyeong Jeong, σκηνοθεσία -βεβαίως- Park, με τους: Su-jeong Lim, Rain, Hie-jin Choi, Byeong-ok Kim, Yong-nyeo Lee.

 Η υπόθεση:
 Η Yeong-gun τρελαίνεται σταδιακά και σύντομα ξυπνά σε άσυλο, πεπεισμένη ότι είναι cyborg. Πιστεύει πως αποστολή της είναι να σκοτώσει σα θηλυκός Εξολοθρευτής τους γιατρούς και τους νοσοκόμους που την κρατούν αιχμάλωτη και να ανακαλύψει το νόημα της ύπαρξης. Για να πετύχει το στόχο της πρέπει να φορτίσει τον οργανισμό της, αρνούμενη κάθε είδους τροφή και επιλέγοντας να γλείφει μπαταρίες. Μόνο ένας ξέρει το 'μυστικό' της. Ο Il-soon είναι ένας μανιακός κλεπτομανής που δε μπορούσε να αντέξει την ιδέα της υποχρεωτικής στράτευσης. Πιστεύει ότι έχει την ικανότητα να κλέβει χαρακτηριστικά και ιδιότητες άλλων ανθρώπων.

 Ο βιρτουόζους νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Chan-woon Park μετά την τριλογία της εκδίκησης με τα Sympathy for Lady Vengeance, Oldboy και Sympathy for Mr Vengeance, αποφασίζει να πειραματιστεί με μία γλυκόπικρη ρομαντική κωμωδία.
 Η Yeong-gun τρελαίνεται σταδιακά σε ένα εργοστάσιο. Ξυπνά σε άσυλο, έχοντας πειστεί ότι είναι cyborg. Τώρα, με τις μασέλες της γιαγιάς της στο πλάι είναι σε αποστολή, πρέπει να βρει τη γιαγιά της, να σκοτώσει σαν θηλυκός Εξολοθρευτής τους γιατρούς και τους νοσοκόμους που την κρατούν αιχμάλωτη και να ανακαλύψει το νόημα της ύπαρξης. Για να πετύχει το στόχο της πρέπει να φορτίσει τον οργανισμό της, για αυτό και αρνείται κάθε είδους τροφή, από φόβο μη χαλάσει τον εσωτερικό της μηχανισμό και γλείφει μπαταρίες. Τι γίνεται όμως με τη συμπάθεια που νιώθει, ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα;

 I'm not psycho, i'm only a cyborg φαίνεται να φωνάζει απεγνωσμένα η γλυκύτατη Yeong-gun, στο άσυλο που κρατείται. Το χαριτωμένο αυτό ζήτημα εξετάζει ανάλαφρα ο Παρκ, ο οποίος τοποθετεί μια "τρελή" σε ένα μικρόκοσμο, αυτόν του ψυχιατρικού ασύλου, μεταξύ πολλών διαφορετικών ανθρώπων με περιέργειες, ιδιόρρυθμες έως αλλόκοτες συμπεριφορές, ασυνήθιστες σκέψεις και αστείρευτη φαντασία (μία τρελή παχύσαρκη που τρώει τα γεύματά της Yeong-gun, ένας άντρας που περπατάει με την πλάτη, μία κοπέλα που κοιτάζεται στον καθρέφτη και φαντασιώνεται ότι τραγουδά κάπου στις Άλπεις, μία μυθομανής, ένας παρανοϊκός μεσήλικας που πιστεύει ότι για όλα φταίει αυτός...). Η Yeong-gun ωστόσο δεν είναι ίση μεταξύ ίσων. Τουλάχιστον δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Ούτε από τους άλλους τροφίμους που αδυνατούν να την κατανοήσουν ούτε βέβαια κι απ' τους ιατρούς επιτηρητές της, οι οποίοι τη θεωρούν πέρα ως πέρα τρελή.
 Μοναδικό στήριγμα θα βρει στο πρόσωπο του κλεπτομανούς Il-soon και ένα ειδύλλιο θα αναπτυχθεί σύντομα. Ένας έρωτας αγνός, περισσότερο στο όριο της φιλίας, της κατανόησης, της στήριξης και της συμπάθειας. Παράλληλα η πρωταγωνίστρια θα θελήσει να επωφεληθεί της ιδιότητας του Il-soon να «κλέβει» τις ιδιότητες των άλλων. Έτσι θα του ζητήσει να αφαιρέσει από την ίδια τη συμπάθεια, ένα απ' τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, τουλάχιστον κατά πώς της «υπαγορεύει» η φανταστική φωνή που ακούει. Και αυτό, διότι μόνον χωρίς τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα θα μπορέσει να μεταμορφωθεί στο θηλυκό Εξολοθρευτή, που θα δραπετεύσει απ' το άσυλο σκοτώνοντας τους δεσμοφύλακές της με σκοπό να σώσει την επίσης φυλακισμένη γιαγιά της, η οποία νομίζει ότι είναι... ποντίκι!
 Ο νεαρός «κλεπτομανής» φυσικά θα τη βοηθήσει, γιατί τι κι αν είναι cyborg, είναι οκ!

 Εντάξει εμφανώς σπάει πλάκα ο Παρκ και δυστυχώς θα έλεγα απογοητεύει τους οπαδούς του, οι οποίοι ειδικά μετά την τριλογία της εκδίκησης με αποκορύφωμα το αριστουργηματικό Oldboy, περίμεναν κάτι αντίστοιχο απ' τον εξαίρετο δημιουργό. Κι αν όχι στο ίδιο ύφος, τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο κινηματογράφισης. Όμως ο Νοτιοκορεάτης προτιμά να κάνει χαβαλέ, με αρκετές επαναλαμβανόμενες στιγμές, σε μία άνιση ταινία με χαοτικό σενάριο.
 Σίγουρα δε λείπουν κάποια ενδιαφέροντα πλάνα, η ωραία φωτογραφία με τα εκπληκτικά χρώματα (μέγας λάτρης των εικόνων ο Παρκ), η μουσική, οι έξοχες... σαλταρισμένες ερμηνείες και ορισμένες τεχνικές βιρτουοζιτέ κινηματογράφισης, όμως το αποτέλεσμα δεν ξεπερνά τη μετριότητα.

 Ένα ιδιότυπο love story, μια ασιατική εκδοχή της Amelie σε μία αλλιώτικη «Φωλιά του Κούκου», από τον Chan-wook Park, που μάλλον σκέφτηκε να βγάλει -για λίγο- από πάνω του την ταμπέλα του άκρα βίαιου εκπροσώπου του νεότερου κορεατικού σινεμά.

 Εν κατακλείδι βρήκα εδώ τον Παρκ έξω απ' τα νερά του, θεωρώ πως δεν του ταιριάζει καθόλου αυτό το διαφορετικό είδος που προσπάθησε να αναπτύξει παρεκκλίνοντας απ' τα... συνηθισμένα.

 Βραβείο καλλιτεχνικής αρτιότητας, Φεστιβάλ Βερολίνου, 2007 και Βραβείο Μεγάλου Μήκους ταινίας Φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου, Μόντρεαλ.

 Βαθμολογία: 4,5/10