Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, 1978


 Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» ("The Idlers of the Fertile Valley" στα αγγλικά), μόλις τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, κάνει ένα δοκίμιο πάνω στη φθορά της αστικής τάξης. Εν έτει 1978 και με σαφείς επιρροές από τον ιταλικό κινηματογράφο αλλά και τον Μπουνιουέλ, ο χαρισματικός Έλληνας σκηνοθέτης κάνει μία σπουδαία ευρωπαϊκή ταινία, με πολυεπίπεδη ανάγνωση.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ένας εύπορος μεγαλοαστός και οι τρεις γιοι του αποσύρονται σε μια εξοχική έπαυλη όπου περνούν τις μέρες τους μέσα στην απόλυτη νωθρότητα, με τη νεαρή και όμορφη υπηρέτριά τους να κάνει τα πάντα για αυτούς. Παραδίδονται στην ηδονή του ύπνου και η τεμπελιά εμποτίζει τον κόσμο τους, σε σημείο που μοιάζουν πια ζωντανοί - νεκροί. Αντίθετα, η γυναίκα είναι η μόνη που εκπροσωπεί θετικές αξίες, θέληση και δράση. Η σταδιακή αλλά σταθερή παρακμή αγγίζει την αποσύνθεση και την πλήρη καταστροφή, καθώς ακόμα και βιολογικές ανάγκες αρχίζουν να αδρανούν. Θα θελήσει κανείς να ξεφύγει; Μια ταινία έξω από τα καθιερωμένα εκείνης της εποχής που προκάλεσε, σατιρική ολιγωρία της οκνηρίας και της αστικής τάξης. Πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Λοκάρνο, δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σικάγο.

 Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το ενδιαφέρον αλλά ξεπερασμένο σήμερα φιλμ «Τα Χρώματα της Ίριδος», του 1977.

 Στο στόρι της ταινίας λοιπόν, ένας πατέρας με τους τρεις γιους του αποτραβιούνται σε μια παλιά αρχοντική έπαυλη, που μόλις κληρονόμησαν, μαζί με την υπηρέτρια τους, την οποία επίσης «κληρονόμησαν», τρόπον τινά. Η οκνηρία, η χαλαρότητα και τέλος ο ύπνος διαβρώνουν σταδιακά τα μέλη αυτής της συμβολικά προσδιορισμένης αστικής οικογένειας, εκτός από την υπηρέτρια, μοναδικό θετικό πρόσωπο σ' ένα βασίλειο ζωντανών νεκρών, με εγγενή αποστροφή απέναντι στις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις.
 Και ο Παναγιωτόπουλος κάνει ξεκάθαρα μια αλληγορία πάνω στην παρακμή της αστικής τάξης.

 Πρώτος συμβολισμός, σε μία ποιητική, ονειρική και σουρεαλιστική ταινία που βρίθει συμβόλων, εικόνων, παρομοιώσεων, αλληγοριών, η ίδια η έπαυλη. Παλαιά και φανερά φθαρμένη από το χρόνο προϊδεάζει για τη φθορά της μεγαλοαστικής οικογένειας που φιλοξενεί. Η οποία, οικογένεια, αποτελείται από τέσσερις άνδρες. Που φτάνουν εκεί και θέτουν σε λειτουργία το... ηδονιστικά τεμπέλικο σχέδιό τους, που δεν περιλαμβάνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από... ύπνο. Όλο και περισσότερο ύπνο, τον οποίο θα διακόπτει αποκλειστικά και μόνο ο ήχος από το το βιολογικό ρολόι, που θα χτυπάει μέσα στο λήθαργό τους, να τους υπενθυμίζει ότι πρέπει να... φάνε. Όμως το φαγητό προκαλεί περισσότερα προβλήματα, αφού η αυξανόμενη κατανάλωσή του φέρνει μεγαλύτερη λαιμαργία και ανοίγει την όρεξη με τους ίδιους ρυθμούς που ο συνεχής ύπνος φέρνει επιπλέον νύστα. Και όσο περισσότερο κοιμούνται τόσο πιο πολύ νυστάζουν και αυτός ο φαύλος κύκλος τους βυθίζει (εκούσια) σε έναν άνευ προηγουμένου αλλά και διεξόδου λήθαργο.

 Έτσι, ακόμη και οι βιολογικές τους ανάγκες θα αρχίσουν σιγά σιγά να αδρανούν, ακολουθώντας σώμα και πνεύμα προς την απόλυτη καθίζηση, τη βύθιση προς την εφιαλτικά μη ανατρέψιμη και οδυνηρά οκνηρή πορεία προς τη σταδιακή αποσύνθεση ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης και αναπόφευκτα στον πνευματικό αρχικά και εν τέλει σωματικό θάνατο.

 Απέναντι στους... τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας, η γυναίκα. Νεαρή, όμορφη, δυναμική. Η οικιακή βοηθός που ζει μαζί τους, τους φροντίζει, τους μαγειρεύει, τους πλένει, αποτελεί δε, ενίοτε και το σεξουαλικό τους αντικείμενο (η ταινία έχει αρκετό γυμνό και ωραίες ερωτικές σκηνές), κάνει τα πάντα για εκείνους. Αλλά παράλληλα προσπαθεί -μάταια βέβαια- να τους αφυπνίσει και να τους βγάλει από το λήθαργο με το αναπόφευκτο του θανάτου στον οποίο οδηγούνται.

 Μάλιστα ο νεότερος γιος διατηρεί ερωτική σχέση με την υπηρέτρια, για να μείνει ξύπνιος και να κάνει μία απόπειρα να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο της τεμπελιάς, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο δρόμος που αυτό επιφέρει είναι το απόλυτο χάος, ο αυτο-εγκλεισμός χωρίς ελπίδα επιστροφής.

 Η «Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας» και ο «Εξολοθρευτής Άγγελος» συναντούν το «Μεγάλο Φαγοπότι» και μαζί αποτυπώνουν την παρακμή της αστικής τάξης και το δυναμικό σθένος της εργατικής (οικιακή βοηθός). Και ο Παναγιωτόπουλος κλείνει το μάτι στο μέγα Μπουνιουέλ, στον Μάρκο Φερέρι αλλά και στο Νίκο Νικολαΐδη, που τρία χρόνια πριν έκανε την «Ευριδίκη ΒΑ2037», ενώ συνολικά κάνει μία από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες, ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
 Κι ας κατηγορήθηκε από πολλούς για "κακή απομίμηση του Μπουνιουέλ". Ο Έλληνας σκηνοθέτης κινηματογραφεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, παίρνει και μπόνους από τις ερμηνείες όλων των ηθοποιών του (Βασίλης Διαμαντόπουλος - ο καλύτερος εξ όλων, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιώργος Διαλεγμένος, Δημήτρης Πουλικάκος, αλλά και Όλγα Καρλάτος), την ωραία φωτογραφία του Αντρέα Μπέλη και το πολύ καλό μοντάζ και κάνοντας μία εύστοχη σάτιρα -με γενναίες δόσεις χιούμορ- της κοινωνικοπολιτικής Ελλάδας της εποχής κερδίζει το Λοκάρνο, το Σικάγο και φυσικά, τη Θεσσαλονίκη.

 Μα πέρα από κάθε αλληγορία και πάνω απ' όλα ο Παναγιωτόπουλος κάνει μια απολύτως εύστοχη σάτιρα, που παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ σήμερα, τόσο για τον καταναγκασμό της εργασίας και την αναζήτηση ανθρώπων - δούλων από τις καπιταλιστικές κοινωνίες όσο και για τη δουλικότητα και την υποταγή των προλετάριων στους αφέντες.

 Μία πολύ αξιόλογη ταινία, που δε δυσκολεύεται να παρασύρει το θεατή σε μία... υπνωτική κατάσταση.

 «Θέλεις να δουλέψεις; Πραγματικά αυτό είναι μια ιδέα εφιαλτική»!

 Χρυσή Λεοπάρδαλη στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, τιμητικές διακρίσεις στα φεστιβάλ Σικάγου (Αργυρός Ουγκό) και Θεσσαλονίκης, αλλά και πρόταση για συμμετοχή στις Κάννες.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου