Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Kind Hearts and Coronets, Robert Hamer, 1949


 Με τον ελληνικό τίτλο «Ο 13ος κληρονόμος», το "Kind Hearts and Coronets" είναι μία ξέφρενη βρετανική μαύρη κωμωδία από τα στούντιο παραγωγής Ealing, σε σκηνοθεσία Robert Hamer, του 1949.


 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ένας μακρινός και φτωχός συγγενής του Δούκα του Ντασκόιν σχεδιάζει να κληρονομήσει τον τίτλο, αλλά έρχεται ένατος στην διαδοχή. Πολύ απλά, πρέπει να σκοτώσει τους υπόλοιπους!

 Πρόκειται για μία από τις πρώτες ταινίες των Ealing Studios, τα οποία ανήκαν στη διάσημη -για την πρωτοτυπία της- ομώνυμη εταιρεία παραγωγής ταινιών και τηλεοπτικών προγραμμάτων κυρίως στις δεκαετίες των '40s και '50s, με έδρα το δυτικό Λονδίνο και έχουν αφήσει σημαντική παρακαταθήκη στην ιστορία του κινηματογράφου με αρκετές κλασικές ταινίες, όπως η παρουσιαζόμενη, το "Ladykillers" του 1955 (το αυθεντικό, πολύ πριν γυρίσουν το μέτριο remake οι Κόεν) κ.ά..

 Εδώ, παρακολουθούμε μία εκπληκτική κωμωδία,η οποία αν και έχει ως κύρια θεματική έναν κατά συρροή δολοφόνο, εντούτοις βγάζει πολύ γέλιο, κάτι που οφείλεται ως επί το πλείστον στον σπουδαίο, αν και μόλις στην τρίτη του κινηματογραφική παρουσία, Alec Guinness, ο οποίος υποδύεται με εξαιρετική δεινότητα και τους οκτώ κληρονόμους (μεταξύ των οποίων μια γυναίκα!), στηριζόμενος βέβαια και στο εξαιρετικό μοντάζ. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι ο Hamer δεν είχε κατά νου εξ αρχής να αναθέσει στον αναμφισβήτητα ταλαντούχο Guinness το εγχείρημα αυτό, απλώς ο ηθοποιός ξετρελάθηκε με το σενάριο και ζήτησε ο ίδιος να υποδυθεί όλους τους ρόλους των Ντασκόιν!

 Ο Dennis Price -λίγες ώρες πριν οδηγηθεί στην κρεμάλα- αφηγείται (γράφει γρήγορα τα απομνημονεύματά του) την ιστορία του άπληστου νεαρού Ντασκόιν, ο οποίος θα κάνει τα πάντα για να γίνει ο επόμενος Δούκας της οικογένειας αλλά και για να πάρει εκδίκηση για τον ίδιο και την μητέρα του (είχε κλεφτεί με τενόρο) που είναι τα δύο ανεπιθύμητα μέλη των Ντασκόιν. Κι όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε... να βγάλει από τη μέση τους κληρονόμους που «προηγούνται» αυτού, αφού αυτός είναι και ο πιο «ασφαλής» τρόπος για να τα καταφέρει. Δεν σκοπεύει όμως «απλώς» να τους δολοφονήσει, αλλά να τους προσφέρει ένα θάνατο ισάξιο του ονόματος και της κοινωνικής θέσης τους, τιμητικό, θεαματικό, «αξέχαστο»!

 Το σενάριο είναι πανέξυπνο και θα έλεγα ότι η σκηνοθεσία του Hamer δεν υστερεί. Τουναντίον, προσθέτει δυναμική στην ανάπτυξη της ιστορίας και δημιουργεί μία εξαιρετική σάτιρα περί την εδουαρδιανή βρετανική κοινωνία, που αναδύεται με χιούμορ, στυλ, κυνισμό και σνομπισμό. Αν στα παραπάνω προστεθεί το καταπληκτικό βρετανικό χιούμορ, το οποίο «στολίζει» εξόχως και άκρως κωμικά την ιστορία ενός κατά συρροήν δολοφόνου, ευθύς αμέσως έχουμε μία από τις καλύτερες αγγλικές ταινίες όλων των εποχών, που δικαίως έχει εξασφαλίσει τη θέση της στο top 100 του βρετανικού κινηματογράφου!

 Βαθμολογία: 8/10

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Venus Noire, Abdellatif Kechiche, 2010


 Η συγκλονιστική ιστορία της Saartjie Baartman, μιας νοτιοαφρικανής που βρέθηκε με τη βία στην Ευρώπη από τον λευκό «αφέντη» της και που, επειδή γεννήθηκε με ιδιαίτερες και ασυνήθιστες σωματικές αναλογίες, έγινε διάσημη ως θέαμα ως άλλος «άνθρωπος ελέφαντας» στην καλή κοινωνία του 19ου αιώνα στο Παρίσι.
 Από τον αξιόλογο Γαλλοτυνήσιο σκηνοθέτη Abdellatif Kechiche («Κους κους με Φρέσκο Ψάρι») και το 2010.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Παρίσι , 1817. Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής. "Δεν έχω δει ποτέ ανθρώπινο κρανίο που να μοιάζει τόσο πολύ με το κρανίο ενός πιθήκου», λέει ο ανατόμος Ζορζ Κουβιέ βλέποντας το γύψινο καλούπι του σώματος της Σάαρτζι Μπάρτμαν. Οι συνάδελφοι του χειροκροτούν. Τη Σάαρτζι έφερε με τη βία από την πατρίδα της, τη Νότια Αφρική, το «αφεντικό» της ο Σεζάρ, ο οποίος την επιδείκνυε ως πρωτοφανές δημόσιο θέαμα εξαιτίας των υπερμεγεθών και ιδιαίτερων σωματικών αναλογιών της, στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Όταν ζητήθηκε από τη Σάαρτζι να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής στο Παρίσι, εκείνη δε δέχθηκε με αποτέλεσμα ο Σεζάρ να την πουλήσει σε έναν παρουσιαστή άγριων θηρίων, ο οποίος άρχισε να την περιφέρει σε ερωτικές συγκεντρώσεις αριστοκρατών, μέχρι να καταλήξει τελικά σε πορνείο. Αυτή η «Hottentot Αφροδίτη» που ταπεινώθηκε, εξευτελίστηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης, έγινε σύμβολο για τους καταπιεσμένους και τους φτωχούς και βρήκε λύτρωση πολλά χρόνια μετά το θάνατό της.

 Ο Αμντελατίφ Κεσίς έτυχε υψηλής αναγνώρισης και εμπορικής επιτυχίας στη χώρα μας (και όχι μόνο) το 2007, με το ενδιαφέρον φιλμ "La Grain Et La Mulet", που αποδόθηκε στα ελληνικά «Κους κους με Φρέσκο Ψάρι». Εδώ, με τη «Μαύρη Αφροδίτη» καταπιάνεται με μία αληθινή δραματική ιστορία, αυτήν της Σάαρτζι Μπάρτμαν, την οποία παρακολουθεί με ευαισθησία και σεβασμό και δημιουργεί τον «Άνθρωπο Ελέφαντα» της Γαλλίας. Βέβαια, η ομοιότητα με την ταινία του σπουδαίου Ντέιβιντ Λιντς αρχίζει και τελειώνει στο θίξιμο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης.

 Τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή της «Μαύρης Αφροδίτης», που εμπεριέχονται στην ταινία:
 Η Σάαρτζι γεννήθηκε στα 1970 στη Νότια Αφρική. Από μικρή πουλήθηκε από την οικογένειά της για σκλάβα στον Πιέτερ Σεζάρ, έμπορο του Κέιπ Τάουν. Βρήκε καταφύγιο στο αλκοόλ και αργότερα διαπίστωσε ότι πάσχει από στεατοπυγία (διογκωμένους γλουτούς) και μακρονυμφία (ασυνήθιστα μεγάλα γεννητικά όργανα), συνήθη γενετικά χαρακτηριστικά των γυναικών της φυλής της. Γέννησε ένα παιδί, το οποίο πέθανε, ενώ ο πατέρας του την παράτησε. Και τότε ο Σεζάρ, την πείθει ότι μπορεί να κάνει μια περιουσία, αν εκμεταλλευτεί τα φυσικά της προσόντα. Η Σάαρτζι φτάνει στην Αγγλία ως σκλάβα του Σεζάρ και του Ντούνλοπ, χειρουργού από τη Σκωτία και συνεργάτη του Σεζάρ. Τα δύο αφεντικά την περιφέρουν σε πανηγύρια σαν ατραξιόν τσίρκου, με το όνομα «Αφροδίτη των Οτεντότων», κερδίζοντας το κοινό του Λονδίνου. Τα "show" όμως θα αποτελέσουν σημείο κριτικής για τον Τύπο, με αποτέλεσμα η Αφρικανική Ένωση να σύρει το Σεζάρ στα δικαστήρια. Εκεί, η φοβισμένη και «μιλημένη» Σάαρτζι θα ανακοινώσει ότι είναι ηθοποιός και δεν αναγκάζεται να λαμβάνει μέρος στα σόου. Παρ' όλα όλοι μαζί θα φύγουν από το Λονδίνο για το Παρίσι. Εκεί, ο νέος «αφέντης» της πια, Riaux, θηριοδαμαστής, θα την «προσφέρει» στα μέλη της υψηλής κοινωνίας της Πόλης του Φωτός. Λίγους μήνες μετά η «Μαύρη Αφροδίτη» γίνεται η ατραξιόν της επιστημονικής κοινότητας και ιδιαίτερα ενός διακεκριμένου ανατόμου του 19ου αιώνα, Georges Cuvier. Ο Riaux δίνει άδεια στον Cuvier να εξετάσει τη Σάρα (έτσι βαφτίστηκε πριν φύγει από το Λονδίνο) για τρεις μέρες στο τμήμα ανατομίας που βρισκόταν στον βοτανικό κήπο της Τουλούζης με το όνομα Jardin des Plantes. Η Σάρα αρνείται να δείξει τα γεννητικά της όργανα παρά την πίεση των επιστημόνων. Στη συνέχεια θα επέλθει το «διαζύγιο» με τον Ρίο και η Σάρα θα εμπλακεί στην πορνεία, ενώ μετά από ένα δύσκολο χειμώνα στο Παρίσι, αρρωσταίνει και πεθαίνει εξαιτίας μιας πνευμονίας και διαφόρων αφροδίσιων νοσημάτων.

 Πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία που δε γίνεται να αφήσει αδιάφορο και ασυγκίνητο το θεατή, η «Μαύρη Αφροδίτη» παρουσιάζει ενδιαφέρον και από τη σκηνοθετική ματιά του ταλαντούχου Αμπτελατίφ Κεσίς. Ο Γαλλοτυνήσιος με την κάμερά του παρακολουθεί με ιδιαίτερη ευαισθησία την ιστορία της τραγικής πρωταγωνίστριας (την υποδύεται εκπληκτικά η ερασιτέχνις ηθοποιός Yahima Torres).
 Ως ξεχωριστός μπορεί να χαρακτηριστεί ο τρόπος απεικόνισης των παθών της γυναίκας από τον Κεσίς. Τόσο στην έναρξη της περιπέτειάς της στο Λονδίνο, όπου σα ζώο δεμένη στο κλουβί γίνεται αντικείμενο χλευασμού από τους φτωχούς και ως επί το πλείστον αγράμματους ντόπιους επισκέπτες όσο και στη συνέχεια, όταν αποτελεί το σκεύος ηδονής για τα σαδιστικά παιχνίδια και πραγματοποιεί παρά τη θέλησή της τις αρρωστημένες σεξουαλικές φαντασιώσεις της υποτιθέμενης υψηλής και πολιτισμένης κοινωνίας του Παρισίου.
 Συγκεκριμένα ο σκηνοθέτης με κοντινά πλάνα στα γεμάτα ηδονική ευχαρίστηση και ικανοποίηση μέσω της διαπόμπευσης πρόσωπα των θεατών αυτού του απαράδεκτου σόου ξεγυμνώνει τις μάσκες των μορφωμένων και ταξικά ιστάμενων από τη μία και απλών «ανθρώπων» από την άλλη, απέναντι στο εκτεθειμένο και ανεπανόρθωτα εξευτελισμένο «ζώο». Είναι ξεκάθαρο ποιον χαρακτηρίζει Ζώο ο Κεσίς.
 Ωστόσο η δική μου ένσταση έγκειται στην επαναλαμβανόμενη έκθεση -από το σκηνοθέτη- της ανθρώπινης διαπόμπευσης από τα Ζώα προς την ανυπεράσπιστη, οπλισμένη με στωική υπομονή και γεμάτη αξιοπρέπεια αγανακτηθείσα Σάρα. Η επιμονή του Γαλλοτυνήσιου να παρουσιάζει λεπτομερώς και κατ' εξακολούθηση τη φρίκη και τη βιαιότητα, θύμα της οποίας πέφτει η «Μαύρη Αφροδίτη» θα μπορούσε να περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό, αφού ο θεατής αντιλαμβάνεται πλήρως το σκοπό κινηματογράφισης, χωρίς παράλληλα να μειωθεί η αξία του έργου. Ίσως αυτή να είναι και η μόνη αδυναμία (μαζί με τη διάρκεια - ξεπερνάει τις 2 1/2 ώρες) αυτού του δυναμικά ρεαλιστικού και αδυσώπητα σκληρού φιλμ.

 Ένα δυνατό κατηγορώ του Κεσίς στον πολύ συχνά απάνθρωπο χώρο του θεάματος.
  
 Ένα πολύ αξιόλογο σημείωμα του σκηνοθέτη:
 «Η επιστήμη της ψυχολογίας δεν επαρκεί για να εξηγήσει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Σάαρτζι είναι ένας μυστηριώδης χαρακτήρας, που μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Στο τέλος της ημέρας, ποτέ δε μαθαίνουμε ποιες είναι πραγματικά οι προθέσεις της. Στη διάθεσή μας έχουμε μόνο γεγονότα κλειδιά για τη ζωή της? το ταξίδι της από τη Νότια Αφρική στην Αγγλία, τις παραστάσεις που δίνει, το δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε υποχρεωτικά στο Λονδίνο, τη βάπτισή της και τον χρόνο που πέρασε ως αντικείμενο έρευνας των Γάλλων επιστημόνων. Όλα τα υπόλοιπα είναι ψήγματα πληροφοριών. Διάβασα όλη τη βιβλιογραφία γύρω από το όνομά της και σε όλα τα κείμενα υπάρχει υπερβολική ανάλυση και παραπληροφόρηση καθώς την παρουσιάζουν ως άβουλη σκλάβα, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω, καθώς είχε την ευκαιρία εάν το ήθελε πραγματικά να διεκδικήσει την ελευθερία της . Αυτό που κέρδισε, πιστεύω, από εμένα η Σάαρτζι Μπάρτμαν, είναι σεβασμός. Μία εικόνα λένε ότι είναι χίλιες λέξεις. Και πράγματι όταν είδα πορτρέτα της στο Μουσείο σχεδιασμένα από Γάλλους εικονογράφους ή όταν είδα τα πραγματικά υπολείμματα του σώματός της, η προσωπικότητα, το πρόσωπο και η ψυχή της μου “μίλησαν” αμέσως. Βλέπεις καθαρά τον πόνο και τα βάσανα, τα σημάδια στο πρόσωπό της από την αρρώστια και το ποτό αλλά πέρα και πίσω από όλα αυτά διακρίνεις την αιθέρια και μυστηριώδη αύρα της. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να αφηγηθώ την ιστορία της. Η Σάαρτζι υπήρξε καλλιτέχνης. Ήξερε να παίζει μουσική, είχε πολύ καλή φωνή, χόρευε καλά, αλλά αυτό που τελικά το κοινό λάτρεψε σε εκείνη δεν ήταν ο πραγματικός της εαυτός , τον οποίο δεν μπόρεσε να εκφράσει ποτέ, αλλά μια καρικατούρα. Ήταν αυτό που ήθελαν να δουν σε εκείνη. Ένα show. Ήταν φυλακισμένη στην εικόνα που είχαν οι άλλοι για εκείνη. Και αυτό το στοιχείο της καταπίεσης, είναι ο βασικός κορμός στην ταινία μου. Ταυτίστηκα με την Σάαρτζι σε αυτό. Όταν ξεκίνησα ως ηθοποιός την καριέρα μου, υπέφερα όταν το κοινό έβλεπε σε εμένα τον Άραβα και όχι τον καλλιτέχνη και γι’ αυτό δεν είχα την ευκαιρία να δείξω το πραγματικό μου ταλέντο. Αισθανόμουνα σα να είμαι φυλακισμένος, όπως ακριβώς και η Σάαρτζι αισθανόταν “φορώντας” το σώμα της».

 Βαθμολογία: 7,5/10

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

If I Want to Whistle, I Whistle, Florin Serban, 2010


 Με τον περίεργο τίτλο «Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω» ("Eu Cand Vreau Sa Fluier, Fluier" ο αυθεντικός) η νέα ενδιαφέρουσα πρόταση της Ρουμανίας και νικήτρια της Αργυρής Άρκτου στο φεστιβάλ Βερολίνου, από τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη Florin Serban. 
 Ήδη γίνεται λόγος από την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα για το προερχόμενο από τη Ρουμανία «νέο κύμα» στο σινεμά και αφορά στην τελευταία πενταετία-εξαετία, κατά την οποία η βαλκανική χώρα έχει παραθέσει ορισμένα πραγματικά κινηματογραφικά διαμάντια. Στο ίδιο ύφος, του έντονου ρεαλισμού, υπάγεται η ταινία αυτή του Serban.


 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ο Silviu είναι μόλις 18 χρονών. Τα τελευταία 4 χρόνια βρίσκεται έγκλειστος στο Κέντρο Κράτησης Ανηλίκων, ενώ του απομένουν μόνο πέντε ημέρες για να αφεθεί ελεύθερος. Οι πέντε όμως αυτές ημέρες μοιάζουν με έναν ατέλειωτο εφιάλτη, όταν η μητέρα του εμφανίζεται μετά από απουσία χρόνων για να πάρει μαζί της στην Ιταλία τον μικρό του αδερφό, που ο Silviu έχει μεγαλώσει σαν γιο του. Παράλληλα, στη ζωή του Silviu, εμφανίζεται η Ana, μία όμορφη συνομήλική του που εργάζεται σαν κοινωνική λειτουργός. Με έντονα συναισθήματα να τον κατακλύζουν και τον χρόνο να κυλάει αντίστροφα, ο Silviu οδηγείται σταδιακά στα άκρα...

 Το σενάριο είναι πολύ δυνατό. Και ο Serban το απογειώνει με μία σκηνοθεσία πλούσια στο γνώριμό μας πια υπαρξιακό ρεαλιστικό δράμα, συνακολουθούμενη από την ταιριαστή μινιμαλιστική ματιά που χαρακτηρίζει το ρουμανικό νέο κύμα.

 Ο τελευταίος ηγέτης της Ρουμανίας, Τσαουσέσκου, που ξεκίνησε ως σοσιαλιστής απελευθερωτής αλλά κατέληξε αδυσώπητος δικτάτορας, έχει σημαδέψει τους κινηματογραφιστές της χώρας, οι οποίοι ρίχνοντας από τη μία ματιές στα κατάλοιπα μιας καταστροφικής εποχής και προσπαθώντας από την άλλη να «ξεφύγουν» κοιτώντας σε ένα μέλλον ευημερίας και εξευρωπαϊσμού της Ρουμανίας, καταγράφουν με τις προαναφερθείσες τεχνικές τη μεταβατική αυτήν περίοδο της χώρας, το «πριν» και το «μετά» του τυραννικού καθεστώτος.

 Το οποίο καθεστώς μας περιέγραψε συγκλονιστικά ο Κριστιάν Μουντζίου στο αριστουργηματικό «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες», το 2007 αλλά και μεγαλοφυώς ο Κορνέλιου Πορουμπόιου με ένα εκπληκτικό κοινωνικοπολιτικό κατηγορώ στο «Αστυνομία, Ταυτότητα».

 Εδώ, ο συμπατριώτης και συνάδελφός τους, Φλορίν Σέρμπαν χρησιμοποιεί ως κεντρικό χαρακτήρα τον 18χρονο Σίλβιου. Ο πιτσιρικάς βρίσκεται, προφανώς έχοντας παρανομήσει (δε γνωρίζουμε τι ακριβώς έχει κάνει, αλλά δεν έχει σημασία), σε αναμορφωτήριο ανηλίκων. Μάλιστα, απομένουν μόλις δύο βδομάδες στο νεαρό για να αποφυλακιστεί και -υποτίθεται- να επανενταχθεί στην κοινωνία αναμορφωμένος, λαμβάνοντας όλη τη γνώση και τις αξίες από το σωφρονιστικό ίδρυμα, στο οποίο «φιλοξενήθηκε» τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
 Όμως οι τελευταίες πέντε μέρες θα του φανούν ατελείωτες. Και αυτό επειδή η μητέρα του, που του έχει καταστρέψει τη ζωή με τις πράξεις της και ουσιαστικά τον ώθησε στο να καταλήξει στους δρόμους και από κει παρατυπώντας στο αναμορφωτήριο, έχει βαλθεί να τον «σκοτώσει» και δεύτερη φορά, όταν τον επισκέπτεται μετά από τόσα χρόνια, για να του ανακοινώσει ότι σκοπεύει να πάρει μαζί της στο εξωτερικό το μικρό του αδελφό, τον οποίο ο Σέρμπαν μεγάλωσε σα γιο του. Αυτό ήταν. Ο φαινομενικά ήσυχος, πράος και με τεράστια αποθέματα υπομονής απέναντι στις προκλήσεις που συναντάει στο ίδρυμα, πιτσιρικάς, θα θυσιάσει δίχως δεύτερη σκέψη την επερχόμενη ελευθερία του προκειμένου να σώσει τον αδελφό του από την αποδεδειγμένα καταστροφική φύση της μητέρας του. Και θα κάνει τα πάντα, θα φτάσει κυριολεκτικά στα άκρα (οδηγούμενος από την απομόνωση και την απελπισία στην οποία τον έφεραν η μητέρα του, η εσωτερική του σύγκρουση, το Σύστημα, ο διοικητής), έστω στο βαθμό που μπορεί όντας έγκλειστος, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται το να αποσπάσει, απλώς, τον όρκο της μητέρας του ότι θα αφήσει πίσω το μικρό του αδερφό.
 Ακόμη, ο συμπαθής παρά τις πράξεις του πιτσιρικάς θα γνωρίσει την Άννα, συνομήλικη κοινωνική λειτουργό, που πραγματοποιεί την πρακτική της στις φυλακές και η οποία θα του γεννήσει έντονα συναισθήματα, στο βαθμό που παράλληλα με τον αρχικό του στόχο θα θέσει ακόμη έναν, να βγάλει την Άννα για ένα καφέ. Απλά...

 Το εγχείρημα του σκηνοθέτη είναι να αποτυπώσει τις συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά ιδρύματα και τις μεθόδους με τις οποίες επιτυγχάνουν(;) το «σοφρωνισμό» των κρατουμένων.
 Και το μεγάλο όπλο στα χέρια του Ρουμάνου είναι οι ρεαλιστικές και ιδιαίτερα δυνατές ερασιτεχνικές ερμηνείες των -στην συντριπτική τους πλειονότητα- αληθινών έγκλειστων ανήλικου αναμορφωτήριου, προεξάρχοντος του, επίσης πρωτοεμφανιζόμενου, και βραβευμένου Γκεόργκε Πιστερεάνου, ο οποίος δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα παιδί, που πήγαινε ακόμη στο γυμνάσιο όταν τον ανακάλυψε ο Σέρμπαν και τον επέλεξε για πρωταγωνιστή.

 Παράλληλα ο Σέρμπαν αναδεικνύει τα διάφορα παιχνίδια εξουσίας και τον άγραφο νόμο των φυλακών, όπου δε λείπουν οι εντάσεις μεταξύ συγκρατουμένων αλλά και έγκλειστων με φύλακες, οι διάφορες ανταλλαγές, η υποταγή, οι χάρες κλπ.

 Σαφής αποτύπωση ενός συγκεκριμένου, σκληρά στημένου και αδυσώπητα εφαρμοσμένου κρατικού μηχανισμού. Ούτε νύξη περί πολιτικών πεπραγμένων του παρελθόντος ούτε υπενθύμιση κοινωνικών ανισοτήτων και αδικιών. Ξεκάθαρα ανάπτυξη της θεματικής του Σέρμπαν. Και όλα λιτά και ανθρωποκεντρικά αναδεδειγμένα, δίχως υπόνοιες και αλληγορίες. Απογείωση του ρεαλισμού με αφηγητική οικονομία από το Ρουμάνο!

 Εντάξει, δεν πρόκειται περί κορυφαίου αριστουργήματος, ενώ δε λείπουν και οι -λίγες- σεναριακές αφέλειες και κάποια «κενά», όμως το δυνατό αυτό φιλμ κρατάει το θεατή καθηλωμένο μέχρι το αναμενόμενα άσχημο για τον πρωταγωνιστή φινάλε.

 Αργυρή Άρκτος (Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής) - Φεστιβάλ Βερολίνου (2010). Ειδικό Βραβείο Άλφρεντ Μπάουερ - Φεστιβάλ Βερολίνου (2010). Βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας (Γκεόργκε Πιστερεάνου) – Φεστιβάλ Στοκχόλμης (2010). Βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας (Γκεόργκε Πιστερεάνου) – Φεστιβάλ Δαμασκού (2010).

 Βαθμολογία: 7/10

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Modigliani, Mick Davis, 2004


 Μία σημαντικότατη βιογραφική ταινία από το σκηνοθέτη Nick Davis και το 2004, για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου Ιταλού ζωγράφου και γλύπτη Amedeo Clemente Modigliani, που ανήκε στη "Σχολή της Πρώιμης Αναγέννησης" και ξεχώρισε για τα πορτρέτα του με τα αμυγδαλωτά μάτια και τις ψηλόλιγνες φιγούρες, αλλά και για τα γυμνά του. Πολύ εύστοχος και άκρως αποκαλυπτικός ο ελληνικός τίτλος «Μοντιλιάνι: Ο καταραμένος ζωγράφος», αναφερόμενος στις αυτοκαταστροφικές τάσεις του καλλιτέχνη. Φιλάσθενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Μόντι (Modi), όπως ήταν το ψευδώνυμό του, πέθανε σε ηλικία 36 ετών.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 1919, Παρίσι. Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος έχει τελειώσει και η νυχτερινή ζωή έχει γεμίσει με σκοτεινά πάθη και αχαλίνωτες εμμονές. Στο καφέ «Ροτόντ», το στέκι της ελίτ της τέχνης, ένα τραπέζι δεν μοιάζει με κανένα άλλο στην ιστορία: ο Πικάσο, η Φρίντα Κάλο, ο Ουτρίγιο, ο Κοκτό κι ο Μοντιλιάνι συζητούν με πάθος για τέχνη, έρωτα και επιθυμία! Η δραματική αντιζηλία μεταξύ του Μοντιλιάνι και του Πικάσο, δύο αντρών που η σχέση τους διακατέχεται από ευφυΐα, αλαζονεία και πάθος θα στοιχειώσει την καλλιτεχνική παρέα. Η ερωτική τραγωδία που θα ακολουθήσει θα είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία της τέχνης. Μέσα σε μια νύχτα, η μοίρα θα πάρει τα πράγματα στα χέρια της και την άλλη μέρα τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο...

 Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι (Amedeo Clemente Modigliani, 12 Ιουλίου 1884 – 24 Ιανουαρίου 1920) ήταν Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης. Γεννήθηκε στο Λιβόρνο, στην Τοσκάνη της Ιταλίας και ήταν το τέταρτο παιδί της εβραϊκής οικογένειας του Flaminio Modigliani και της γαλλίδας συζύγου του Eugenie Garsin. Αν και η οικογένεια ήταν αρκετά πλούσια, ο μικρός Amedeo μεγάλωσε αρκετά φτωχά ύστερα από την οικονομική κατάρρευση της επιχείρησης του πατέρα του. Παράλληλα, τα παιδικά του χρόνια στιγματίστηκαν και από την άσχημη κατάσταση της υγείας του ύστερα από μία επιδημία τυφοειδούς πυρετού σε ηλικία 14 ετών, ενώ δύο χρόνια αργότερα η κατάστασή του επιδεινώθηκε όταν προσβλήθηκε από φυματίωση. Ανάμεσα σε όλα αυτά η οικογένεια είχε και ιστορικό κατάθλιψης όπως και ο ίδιος, ενώ ένα από τα αδέρφια του, ο Emmanuel είχε καταδικαστεί σε ηλικία 26 ετών σε φυλάκιση έξι μηνών για αναρχία..

 Ολόκληρο το πολύ ενδιαφέρον άρθρο Amedeo Modigliani: Ο άνθρωπος μύθος.

 Και να επανέλθουμε στην ταινία, η οποία καταγράφει την τελευταία περίοδο της ζωής του σπουδαίου Ιταλού καλλιτέχνη Aμεντέο Mοντιλιάνι και την ανταγωνιστική σχέση του με τον καλό του φίλο και επίσης σπουδαίο ζωγράφο Πάμπλο Πικάσο, με φόντο το Παρίσι του 1919... Το πάθος για την τέχνη, τη δημιουργία και τον έρωτα και η εμμονή της καταστροφής αποδίδονται μέσα από μια συγκλονιστική ερμηνεία του Αντι Γκαρσία.

 Τεχνικά η ταινία δεν είναι κακή. Μπορεί το πρώτο μέρος να είναι λίγο κουραστικό και να κυλάει αργά, χωρίς κάτι έντονο που να κρατάει το θεατή, όμως στο δεύτερο μισό ξετυλίγεται εντυπωσιακά το κουβάρι της δραματουργίας με κύριο πεδίο έκφρασης το διαγωνισμό ζωγραφικής, στον οποίο λαμβάνει τελικά μέρος και ο Μοντιλιάνι, αφότου κάμφθηκαν οι αρχικές αντιρρήσεις του και το σνομπάρισμά του προς την όλη διαδικασία.
 Κυρίως όμως (η ταινία) αξίζει, πέρα από την εκπληκτική ερμηνεία του Άντι Γκαρσία, για την εξαιρετική προσέγγιση της ζωής τόσο του Μοντιλιάνι όσο και διάφορων τότε σπουδαίων καλλιτεχνών (του Πικάσο μεταξύ άλλων), τη ρεαλιστική καταγραφή της συγκέντρωσης όλων των διανοούμενων της εποχής στα διάσημα στέκια και καφέ και το περιεχόμενο των συζητήσεών τους, κυρίως γύρω από την Τέχνη και τη Ζωή. Τα πάθη, οι έρωτες, η δημιουργικότητα, το ταλέντο, οι κόντρες, οι εμμονές, μα κυρίως το μεγαλύτερο πάθος εξ όλων, αυτό για την Τέχνη, της Avant-Garde του Παρισιού μετά τον Α' Π.Π.

 Και όλα αυτά επικεντρώνοντας βεβαίως στον «καταραμένο ζωγράφο», που αποτελεί και το κεντρικό πρόσωπο του φιλμ.

 Βαθμολογία: 6,5/10