Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Lock, Stock and two smoking Barrels, Guy Ritchie, 1998


 Η ξέφρενη κωμωδία του Γκάι Ρίτσι (Guy Ritchie) στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1998, με τον "πετσοκομένο" ελληνικό τίτλο «Δύο Καπνισμένες Κάνες».

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Τέσσερις φίλοι απ' το Λονδίνο, ο Mπαίηκον, ο Σόουπ, ο Tομ και ο Έντι, μαζεύουν όλα τους τα χρήματα και τα δίνουν στον Έντι, για να τα παίξει στα χαρτιά με τον Xάρυ, έναν παραγωγό πορνό ταινιών με σκοπό να τον μαδήσει. H παρτίδα όμως καταλήγει άσχημα και ο Έντι χάνει μισό εκατομμύριο λίρες, τις οποίες θα πρέπει να πληρώσει μέσα σε μια εβδομάδα αλλιώς, μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής του χρέους κάθε μέρα που θα περνά θα του κόβεται και ένα δάχτυλο. H εναλλακτική λύση, για να μη χάσει τα δάχτυλά του, είναι να παραχωρήσει ο πατέρας του (Sting) στον Xάρυ την ιδιοκτησία του μπαρ που έχει στην κατοχή του, πληρώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο το χρέος του γιου του. Eν τω μεταξύ, ο πατέρας του Έντι που έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία και είναι συλλέκτης παλιών όπλων, στέλνει δύο μπράβους του να κλέψουν δύο σπάνια όπλα μεγάλης αξίας από το σπίτι ενός αριστοκράτη.

 H συνέχεια είναι ένα οδοιπορικό γεμάτο από περιπετειώδεις εκπλήξεις και απρόβλεπτες καταστάσεις όπου ο Έντι και η παρέα του μπλέκονται σε μια ιστορία με υπόγειες διαδρομές, ναρκωτικά, κομμένα δάχτυλα, καταδιώξεις, απαγωγές, παλιά όπλα, πορνοπαραγωγούς και ανθρώπους του υποκόσμου. Tο "Lock, Stock and Two Smoking Barrels" είναι μια παράξενη και γοητευτική γκαγκστερική ταινία, γυρισμένη στην άγρια πλευρά της πόλης, με κωμικά στοιχεία και ανατρεπτικό χιούμορ.

 Ο "σύζυγος της Μαντόνα" (έτσι ήταν γνωστός πριν γυρίσει την ταινία ο Γκάι Ρίτσι) με την επιτυχία που γνώρισε αυτό το φιλμ απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση και φήμη, ενώ παράλληλα μας χάρισε μία από τις ωραιότερες μαύρες κωμωδίες της δεκαετίας.


 Και μπορεί να πρόκειται για γκανγκστερική κωμωδία, ωστόσο πολλοί είναι εκείνοι που κατατάσσουν το φιλμ στην κατηγορία ταινιών με χαρτιά. Όχι άστοχα, αν λάβουμε υπόψιν την παρτίδα πόκερ εξαιτίας της οποίας γινόμαστε μάρτυρες στο κουβάρι των αλλόκοτων καταστάσεων που ξετυλίγεται κατόπιν.
 Συγκεκριμένα ο «περπατημένος» και γοητευτικός Έντι πηγαίνει στο μεγαλύτερο παιχνίδι χαρτιών της ζωής του με τα λεφτά που έχει μαζέψει ο ίδιος και οι φίλοι του. Όμως το παιχνίδι είναι στημένο και έτσι ο Έντι καταλήγει να χρωστάει μισό εκατομμύριο στο βασιλιά του πορνό και γενικά κακό τύπο Χάτσετ Χάρι. Ο Έντι έχει μια βδομάδα για να βρει το ποσό πριν αρχίσει να χάνει τα δάχτυλα του, εκτός αν πείσει τον πατέρα του να παραδώσει ως αντάλλαγμα το αγαπημένο του μπαρ. Ίσως όμως ο Έντι και οι φίλοι του να μπορέσουν να βρουν ένα καλύτερο σχέδιο. Οι τέσσερις τους θα επιμείνουν σ΄αυτό ακόμα και όταν ξεσπάσει όλη η κόλαση γύρω τους.

 Ο Guy Ritchie αν και έχει κάνει λίγες ταινίες, μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών, θεωρείται δικαίως εις εκ των καλύτερων Βρετανών σκηνοθετών. Με το ιδιαίτερο προσωπικό του στυλ έχει αποκτήσει το δικό του κοινό θεατών.
Εδώ, σε ηλικία 30 ετών και στο ντεμπούτο του, μετά τη μικρού μήκους "The Hard Case", που λειτούργησε σαν prequel των «Καπνισμένων Κανών», ο ταλαντούχος κινηματογραφιστής συστήνεται με ένα άκρως πρωτοποριακό σενάριο (το υπογράφει ο ίδιος πέραν της σκηνοθεσίας) που εξέπληξε κριτικούς και θεατές και ιδιαίτερα τους λάτρεις του βρετανικού στυλ, από τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητες μέχρι το χιούμορ κλπ.

 Μεγάλη δύναμη που στηρίζει το όλο εγχείρημα ο Ρίτσι αντλεί από την εξαιρετική μουσική, η οποία προεξάρχοντος του "Hundred Mile High City" των Ocean Color Scene είναι εξαιρετική. Οι ηθοποιοί εξαιρετικοί και μάλιστα δίχως κάποιο λαμπρό όνομα στο καστ (ένα μικρό ρόλο έχει ο αστέρας της Rock, Sting υποδυόμενος τον πατέρα ενός εκ των παιδιών), η ατμόσφαιρα των 90s αναδύεται υπέροχα για τυχόν νοσταλγούς (εδώ μεγάλο μερίδιο επιτυχίας αναλογεί στην καταπληκτική φωτογραφία), η πλοκή παίρνει απίστευτες, τρελές διαστάσεις (ατελείωτα κυνηγητά, βία, δολοφονίες, εκβιασμοί, ναρκωτικά, λονδρέζικος υπόκοσμος, γκάφες, ανατροπές), οι βιτριολικές ατάκες την ενισχύουν ακόμη περισσότερο, το βρετανικό χιούμορ έξοχο, ο κυνισμός διάχυτος, ενώ η δράση είναι ασταμάτητη!

 Παράλληλα ο... δαιμόνιος Ρίτσι χρησιμοποιεί αρκετά tricks, για να εμπλουτίσει ακόμη καλύτερα, να διανθίσει το πόνημά του, με κυριότερο το still image ("παγωμένη εικόνα": τεχνική με την οποία μπορεί ο θεατής να αντιληφθεί, να απορροφήσει την ουσία του θέματος ή τα συναισθήματα των χαρακτήρων που εσκεμμένα «παγώνουν») αλλά και τα "κλασικά" slow motion.

 Κι αν η ταινία πηγαίνει πολύ καλά έρχεται ένα ακόμη καλύτερο φινάλε, που δεν είναι "αμερικανιά" αλλά ούτε και διδακτικό, απλώς κατάλληλο.
Προτείνω ανεπιφύλακτα τις «Δύο Καπνισμένες Κάνες», ως την καλύτερη δουλειά ενός σκηνοθέτη που έδειξε το ταλέντο του αλλά δυστυχώς στη συνέχεια κινήθηκε στη μετριότητα, αλλά και ως μία θαυμάσια μαύρη κωμωδία, από τις καλύτερες του είδους εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο θα απέτρεπα να την παρακολουθήσει κάποιος που δεν του αρέσει οτιδήποτε βρετανικό: από τις συνήθειες και -κυρίως- το χιούμορ μέχρι την απίστευτη προφορά και τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Από την άλλη όσοι είναι πιο οικείοι με την ιστορία και/ή την παράδοση της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας θεωρώ πως σχεδόν σίγουρα θα ενθουσιαστούν!

 Βαθμολογία: 8/10

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Ζυλ Ντασέν, 1957


 "Celui Qui Doit Mourir" είναι ο πρωτότυπος γαλλικός τίτλος ("He who must die" ο διεθνής) της σπάνιας μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη -από τον Ζυλ Ντασέν (Jules Dassin)- του σπουδαίου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». «Απαγορευμένη», με τολμηρή κινηματογράφηση αλλά και τόσο μπροστά από την εποχή της η ταινία αυτή του Γάλλου σκηνοθέτη ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου έρωτα του Ντασέν με την αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη.
  
 Η υπόθεση της ταινίας:
 Κρήτη 1920. Μια ομάδα ξεριζωμένων φτάνει στο χωριό που έχουν έθιμο να κάνουν την αναπαράσταση των παθών κάθε Μεγάλη Εβδομάδα με ήρωες κατοίκους του χωριού. Υπάρχει ο Χριστός, υπάρχει ο Ιούδας όπως κι η Μαγδαληνή. Μόνο που στον μικρόκοσμο της Ελληνικής εσχατιάς, οι ρόλοι μπερδεύονται με την πραγματικότητα για να ξεπηδήσει μια πανανθρώπινη αλληγορία για την ανάγκη μας να κρατηθούμε από κατασκευασμένα σύμβολα ξεχνώντας την ουσία της ύπαρξής μας.

 Το κορυφαίο αριστούργημα του Καζαντζάκη στην πιο ιδιαίτερη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Ζυλ Ντασέν το 1957 (έτος θανάτου του σπουδαίου συγγραφέα) αποτελεί μία εξαιρετική πρόταση για τις μέρες του Πάσχα.

 Σα να κινηματογραφείται από Έλληνα σκηνοθέτη και όχι από Γάλλο (τόσο καλά μας ήξερε από τότε ο μεγάλος φιλέλληνας Ντασέν) το φιλμ καταγράφει όμορφα και εξονυχιστικά τη μικρή, σε αναβρασμό και υποταγμένη στον τουρκικό ζυγό ελληνική κοινωνία της Λυκόβρυσης στην Κρήτη (1922) και αναδεικνύει στο έπακρο τους ντόπιους χαρακτήρες, τις ελληνικές συνήθειες, τα έθιμα της επαρχίας, την ιδιοσυγκρασία του τόπου. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία τονίζει την ηλιόλουστη κριτική αύρα, οι ξένοι ηθοποιοί ερμηνεύουν άκρως "ελληνικά" και η Μελίνα υπέροχη όπως πάντα, ακτινοβολεί, ερωτευμένη με το σκηνοθέτη εδώ και μέλλουσα γυναίκα του. Γνωρίστηκαν ένα χρόνο πριν στις Κάννες (1955), όπου η Μελίνα είχε βρεθεί για τη θρυλική «Στέλλα» του Κακογιάννη και ο Ντασέν για το αριστουργηματικό «Ριφιφί», ενώ ο Γάλλος αυτοεξόριστος από τις ΗΠΑ εξαιτίας του "Μακαρθισμού" μόλις ξεκίνησε να κινηματογραφεί την "ελληνική" του περίοδο, με θέματα που αντλούσε από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη ελληνική εποχή και έχουν να κάνουν με την πολιτική, τους αγώνες απελευθέρωσης, τη δικτατορία και συνδυάζονται με τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, τα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα.

 Βρισκόμαστε, για να επιστρέψω στα της ταινίας, στην Ελλάδα των αρχών του 1920. Μόλις συντελέστηκε η μικρασιατική καταστροφή. Σε ένα πλούσιο χωριό, ο ιερέας μοιράζει ρόλους για την αναπαράσταση των Παθών του Ιησού Χριστού. Εντελώς αναπάντεχα έρχονται πρόσφυγες στην περιοχή. Και μαζί τους έρχεται ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το χωριό αναστατώνεται. Ο ιερέας διαδίδει ότι έχουν χολέρα. Η καθεστηκυία τάξη αρχίζει να ανατρέπεται. Μπροστάρης στην επανάσταση αυτή ο Μανωλιός (ένας πολύ καλός Pierre Vaneck), που έχει πάρει το ρόλο του Ιησού. Στο πλάι του η δυναμική πόρνη Κατερίνα-Μαρία Μαγδαλινή (Μερκούρη).

 Ο «Τζούλι» δεν μεταφέρει επακριβώς το μυθιστόρημα και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όμως μένει πιστός στο πνεύμα του μέγα Καζαντζάκη. Κόβει αρκετούς χαρακτήρες όπως και κάποια γεγονότα, ενώ τροποποιεί και το φινάλε, παρουσιάζοντας επί της οθόνης ένα πιο επαναστατικό εν αντιθέσει με το πιο θρησκευτικό του συγγραφέα (στο βιβλίο οι πρόσφυγες της Σαρακήνας εγκαταλείπουν τη Λυκόβρυση αναζητώντας νέα γη). Κι ας κατηγορήθηκε (ο Καζαντζάκης) ως αντιχριστιανός και αιρετικός. Κι ας απειλήθηκε με αφορισμό από την Ιερά Σύνοδο κι ας αφορίστηκε από την εκκλησία (ντροπή και αίσχος). Ο Κρητίκαρος υπήρξε πιο Χριστιανός από όλους τους υβριστές και πολέμιούς του. Απλώς, στο εκπληκτικό βιβλίο του παραθέτει την αναμφισβήτητη διαφορά που έχει ο χριστιανισμός (και κάθε θρησκεία βέβαια) από τη θεωρία στην πράξη (άλλα λέει και άλλα πράττει εν ολίγοις), εξαπολύοντας δριμύ επίθεση στον πλούσιο και βολεμένο Παπα-Γρηγόρη που τον εκπροσωπεί (τον χριστιανισμό) και συγκρούεται αδίκως με τον πεινασμένο και ταλαιπωρημένο αλλά πάντα Χριστιανό, Παπα-Φώτη.

 Η σύγκρουση δύο κόσμων, οι προύχοντες Έλληνες από τη μία και οι ξεκληρισμένοι από τους Τούρκους, επίσης Έλληνες από την άλλη. Και στη μέση ο Τούρκος αγάς, καλοπερνάει, βλέπει τους Έλληνες να σφάζονται και σπάει πλάκα. Οι εκ διαμέτρου αντίθετοι κόσμοι των πλουσίων με τους φτωχούς, του κακού με το καλό, του άδικου με το δίκαιο, του ανήθικου με το ηθικό και του αληθινού με το ψεύτικο. Και ο Ντασέν ξεσκίζει όλη την υποκρισία που κρύβεται πίσω από τα ωραία λόγια, τα μαύρα ράσα και τη θεωρία του χριστιανικού τρόπου ζωής. Τέτοιοι άνθρωποι, υποταγμένοι ψυχή τε και σώματι στο Χριστό δεν θα σταματήσουν πουθενά και ορμώμενοι από την οργή που θα ριζωθεί μέσα τους από τον... ιερέα δεν θα διστάσουν να φτάσουν στη δολοφονία ενός συνανθρώπου τους και μάλιστα του «νέου» Ιησού Χριστού.
 Τραγική ειρωνεία και συνάμα άκρως θλιβερή, απάνθρωπη και ολότελα ξεδιάντροπη πραγματικότητα.

 Μισό αιώνα μετά και το έργο αυτό είναι το ίδιο πρωτοποριακό, συναρπαστικό, επαναστατικό. Και ο "δικός μας" Τζούλι πιο Έλληνας από τους δήθεν Ελληνάρες.
 Ένας ύμνος στην ατομική, κοινωνική και εθνική ελευθερία (απελευθέρωση από οιαδήποτε δεσμά), ένα επαναστατικό δοκίμιο που χρησιμοποιεί το μύθο του Χριστού για να μιλήσει για ό,τι καταπνίγει την ελευθερία σε ατομικό και/ή κοινωνικό επίπεδο.

  Διακρίσεις της ταινίας: Φεστιβάλ Κανών 1957- Ειδική Μνεία Βραβείο OCIC Ζυλ Ντασέν -Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα, Βραβεία BAFTA 1958- Υποψηφιότητα για καλύτερη ταινία.

 Βαθμολογία: 8,5/10

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Dark Habits (Εntre tinieblas), Pedro Almodovar, 1983



 Ως «Αμαρτωλές Καλόγριες» είναι γνωστή στην Ελλάδα αυτή η ταινία ("Εntre tinieblas" ο αυθεντικός τίτλος) του Pedro Almodovar και του 1983.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Η ασεβής και σαρκαστική κωμωδία του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ επικεντρώνεται στη Γιολάντα, τραγουδίστρια σε νυχτερινό κλαμπ και ναρκομανή. Όταν ο φίλος της πεθαίνει απρόοπτα από υπερβολική δόση, αποφασίζει ότι θα ήταν καλύτερα να κρυφτεί από το να αντιμετωπίσει τους αστυνομικούς που την καταδιώκουν για να την ανακρίνουν. Καταλήγει σε ένα μοναστήρι που ειδικεύεται στο να σώζει γυναίκες από το δρόμο. Όμως αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο σύνολο από καλόγριες… 
 Στις ‘φευγάτες’’ αδερφές περιλαμβάνονται μια ηρωινομανής ηγουμένη που είναι ερωτευμένη με τη Γιολάντα, μια συγγραφέας διηγημάτων ελαφρού πορνό και μία που εκτρέφει τίγρεις στην πίσω αυλή. Όταν οι μοναχές αντιμετωπίζουν την πιθανότητα να κλείσει η μονή, αποφασίζουν να οργανώσουν ένα τρικούβερτο πάρτι με πρωταγωνίστρια τη Γιολάντα, ώστε να πείσουν τον ευεργέτη τους να μην τις εγκαταλείψει.

  Με τον κυριολεκτικά παραπλανητικό τίτλο «Αμαρτωλές Καλόγριες», που θυμίζει περισσότερο ταινία πορνό αποδίδεται στα ελληνικά το εν λόγω σατυρικό φιλμ του Αλμοδόβαρ.

  Η Γιολάντα λοιπόν, για να περάσουμε στο στόρι αυτής της ξέφρενης κωμωδίας, καταζητείται απ' την αστυνομία μετά το θάνατο του εραστή της. Βρίσκει καταφύγιο σ' ένα παράξενο τάγμα καλογριών, που δέχεται κάθε είδους αμαρτωλή ψυχή. Το απαρτίζουν: η Αδελφή Καταραμένη, που ανατρέφει μια τίγρη, η Αδελφή Αρουραίος, που γράφει κρυφά πορνογραφήματα, η Αδελφή Oχιά, που ράβει φανταχτερά εκκλησιαστικά ενδύματα και είναι ερωτευμένη με τον εφημέριο του μοναστηριού, η Αδελφή Κοπριά, που έχει μανία με τη μαγειρική και βλέπει οράματα με ή χωρίς τη βοήθεια παραισθησιογόνων, και, τέλος, η ηγουμένη, που είναι εθισμένη στην ηρωίνη. Το μοναστήρι βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώχευσης από τότε που η προστάτιδά του σταμάτησε να το επιχορηγεί...

 Από το σενάριο καταλαβαίνει κανείς τη διάθεση που έχει ο Αλμοδόβαρ να σπάσει πλάκα. Γιατί αυτό ακριβώς κάνει εδώ ο Ισπανός σκηνοθέτης!
 Τοποθετώντας στο στόχαστρο της σάτιρας τη θρησκεία, μία από τις αγαπημένες του θεματικές ενότητες, που τον απασχολεί σχεδόν σε κάθε ταινία του, οπλίζει με κάθε απίθανη και παράλογη «αμαρτωλή» σκέψη και εκτελεί ανελέητα τις καλόγριες και τις γυναικείες μονές, αδιαφορώντας για τα αναμενόμενα(;) αρνητικά και/ή εχθρικά σχόλια που θα εισπράξει από τους «πιστούς». Ακόμη ερευνά (με σατυρικό ύφος πάντα) την καταπιεσμένη γυναικεία σεξουαλικότητα, ακόμη ένα θέμα που τον αφορά και με το οποίο «παίζει» κατά κόρον στη φιλμογραφία του.

 Η μόλις τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του «τρομερού παιδιού» του ισπανικού σινεμά είναι εκείνη που τον έκανε ευρέως γνωστό. Τα σημαντικά γυναικεία ονόματα του ισπανικού κινηματογράφου δίνουν καλές ερμηνείες (Marisa Paredes, Carmen Maura), με την Cristina Pascual σίγουρα να ξεχωρίζει στον πιο αβανταδόρικο ρόλο της καριέρας της.

 Η κιτς παρουσίαση των πραγματικά εξωφρενικών καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα στο μοναστήρι από τον Αλμοδόβαρ όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά θα έλεγα ότι παρακολουθείται με ενδιαφέρον.

 Κλασικός Αλμοδόβαρ, κοινωνική και θρησκευτική σάτιρα, κιτς ύφος που οδηγεί σε σουρεάλ καταστάσεις, πρόκληση, γυναικεία ψυχολογία και σεξουαλικότητα. Όχι τίποτα σπουδαίο αλλά ό,τι πρέπει για τους φανς του Ισπανού!

 Βαθμολογία: 6/10

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

[Rec], Jaume Balagueró, 2007


Αυθεντικός τρόμος από την Ισπανία και το 2007. Ότι πρέπει για τους λάτρεις του είδους (Science Fiction, Fantasy & Horror) από την αυθεντία του είδους (Ισπανία)!


 Η υπόθεση της ταινίας:
 Δύο ρεπόρτερ τοπικού καναλιού ακολουθούν μια ομάδα πυροσβεστών στη βραδινή τους βάρδια. Στόχος της live εκπομπής είναι να καταγράψει τις συνθήκες εργασίας των πυροσβεστών και τις καταστάσεις υψηλού κινδύνου που αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους.
 Στην πρώτη κλήση που δέχονται, οι πυροσβέστες πρέπει να σώσουν μια ηλικιωμένη γυναίκα που βρίσκεται παγιδευμένη στο διαμέρισμά της. Όμως κατά τη διάρκεια της επιχείρησης κάτι πηγαίνει τραγικά στραβά… Αυτό που αρχικά έμοιαζε μια απλή επιχείρηση ρουτίνας γρήγορα μετατρέπεται σε εφιάλτη. Παγιδευμένοι μέσα στο κτίριο, οι πυροσβέστες και το τηλεοπτικό συνεργείο έρχονται αντιμέτωποι με μια άγνωστη και θανάσιμη απειλή. Κάτι μοχθηρό και δυσοίωνο εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα σε όλο το κτίριο.
 Οι κανόνες αντιστρέφονται. Τώρα το μόνο που έχει σημασία είναι να κρυφτείς, να επιβιώσεις, να βρεις απεγνωσμένα έναν τρόπο διαφυγής…
Και να μην σταματήσεις να καταγράφεις. Μέχρι την τελευταία στιγμή. Ό,τι κι αν συμβεί.

  Η ταινία ακολουθεί μια Ισπανίδα ρεπόρτερ της τηλεόρασης μέσα από το φακό του κάμεραμαν Pablo. Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ σε ένα τοπικό πυροσβεστικό σταθμό στη Βαρκελώνη οι πυροσβέστες δέχονται κλήση από ένα κοντινό διαμέρισμα για μια παγιδευμένη γυναίκα. Όταν φτάνουν βλέπουν τους ενοίκους της πολυκατοικίας ανάστατους. Αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια νύχτα που δεν θα ξεχάσει κανένας τους. Έξοδος διαφυγής καμία και το χειρότερο είναι ότι οι ένοικοι είναι μολυσμένοι από έναν άγνωστο και μεταδοτικό ιό, που τους μεταλλάσσει σε αιμοδιψή ζόμπι. Ταινία τρόμου που σίγουρα τρομάζει και η κινηματογράφησή της εντυπωσιάζει.


 Οι Ισπανοί έχουν αποδείξει περίτρανα ότι είναι μάστορες στα θρίλερ τρόμου. Πολύ πρόσφατες αποδείξεις το εντυπωσιακά ατμοσφαιρικό «Οι Άλλοι» του Alejandro Amenabar και το πολύ δυνατό "Ορφανοτροφείο" του  Juan Antonio Bayona και του 2007, την ίδια χρονιά που παίχτηκε το "[Rec]". Και μπορεί να μην ξεπερνάει σε ατμόσφαιρα τον Αμενάμπαρ ούτε να πιάνει τα στάνταρντς της ταινίας του Μπαγιόνα, αλλά μας χαρίζει ένα από τα πιο κλειστοφοβικά τρομακτικά φιλμ -τουλάχιστον- της δεκαετίας.

 Η σκηνοθεσία του Μπαλαγερό -ο οποίος κινηματογραφεί με την κάμερα σε διαρκή κίνηση- είναι αρκετά δεξιοτεχνική και προσθέτει ακόμη μεγαλύτερη ένταση (η οποία αυξάνεται αδιαλείπτως) στην ήδη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, η αίσθηση της οποίας αναπτύσσεται με μεγάλη επιτυχία, κάνοντάς την ασφυκτική και προκαλώντας άγχος και πίεση στο θεατή! Στα συν και ο εξαιρετικός ήχος, τα διάφορα σκηνοθετικά τρικ, τα σκηνικά, το ρεαλιστικό αίμα και οι άκρως πειστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών.
 
 Βέβαια το πρώτο 20λεπτο κυλάει εκνευριστικά νωχελικά. Ωστόσο με το που πατιέται το "rec" στην κάμερα, αυτομάτως ξεκινάει η κατάδυση στον ανελέητο τρόμο. Τα μάτια σου είναι διαρκώς καρφωμένα στην ταινία και τίποτα δεν μπορεί να σου αποσπάσει την προσοχή καθώς περιμένεις κάθε στιγμή «να συμβεί το οτιδήποτε». Και φυσικά δεν απογοητεύεσαι, κάθε άλλο. Μέχρι που φτάνουμε στο τέλος της ταινίας. Το οποίο, αν και καθόλου απρόσμενο και δικαιολογημένα απαισιόδοξο, είναι εν μέρει σοκαριστικό, ολότελα τρομακτικό και οπωσδήποτε μέσα στα πιο δυνατά και αξέχαστα φινάλε ever!

 Και φυσικά ο Μπαλαγερό πέρα από ένα δυνατό θρίλερ, ασκεί κριτική στους δημοσιογράφους και την «τρέλα» που έχουν με το κυνήγι και τη βεβιασμένη επιδίωξη της «είδησης», θέτοντας ευθέως το ερώτημα «ρεπορτάζ ή επιβίωση;», με την Ισπανίδα ρεπόρτερ Άντζελα να μην αντιμετωπίζει καν δίλημμα, εξακολουθώντας να τραβάει με την κάμερα τις σφαγές και το λουτρό αίματος που λαμβάνει χώρα μπροστά της και που θέτει σε κίνδυνο άπαντες, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, απαντώντας έτσι στο ρητορικό ερώτημα - επίθεση του σκηνοθέτη προς τους «αιμοδιψείς» σχετικά με την εύρεση και καταγραφή είδησης δημοσιογράφους.

 Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και στη συνέχεια συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο. Βραβεύτηκε με το Silver Scream Award στο Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου του Άμστερνταμ, με 3 βραβεία Goya (Καλύτερης Νέας Ηθοποιού για τη Μανουέλα Βελάσκο, Καλύτερου Μοντάζ και Καλύτερων Ειδικών Εφέ) και με 5 βραβεία στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Καταλονίας Sitges.

 Οι Ισπανοί με το "[Rec]" ξανακάνουν το θαύμα τους! Από τις καλύτερες ταινίες τρόμου εδώ και πολλά χρόνια και αυτό το λέει ο γράφων, ο οποίος δε συνηθίζει να παρακολουθεί ταινίες με ζόμπι. Οι φαν του είδους σίγουρα θα ενθουσιαστούν, οι αμύητοι όμως καλύτερα να μείνουν μακρυά..

 Βαθμολογία: 7,5/10

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Der Amerikanische Freund, Wim Wenders, 1977


 Γερμανογαλλική ταινία του σπουδαίου Γερμανού σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς (Wim Wenders) και του 1977, στην πιο ιδιαίτερη διασκευή του δημοφιλούς μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ «Ripley' s Game» και θέμα μία συγκινητική ιστορία για την αντρική φιλία.


 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ο Τομ Ρίπλεϊ είναι ένας Αμερικανός, που ζει στην Ευρώπη. Ο Ρίπλεϊ συνεργάζεται με έναν πλαστογράφο έργων τέχνης στο Αμβούργο, αποκτώντας έτσι σχέσεις με ανθρώπους του υποκόσμου. Ένας από αυτούς, ο Ραούλ Μινό, τον πλησιάζει μια μέρα και του προτείνει μια διαφορετική δουλειά. Όχι το συνηθισμένο εμπόριο πλαστών έργων, στο οποίο ειδικευόταν ο Ρίπλεϊ, αλλά τη δολοφονία ενός άντρα! Του ζητά λοιπόν να γίνει εκτελεστής και να σκοτώσει έναν μαφιόζο εχθρό του. Ο Ρίπλεϊ καταστρώνει τότε ένα σατανικό σχέδιο: σκέφτεται να μπλέξει στην υπόθεση τον Τζόναθαν Ζίμερμαν, έναν ήρεμο οικογενειάρχη και τεχνίτη κορνίζας, που γνωρίζει τυχαία σε μια δημοπρασία. Όταν ο Ρίπλεϊ μαθαίνει ότι ο Τζόναθαν είναι βαριά άρρωστος, παραποιεί τα ιατρικά στοιχεία ώστε να δείχνουν ότι δεν έχει καθόλου χρόνο ζωής, για τον πείσει να διαπράξει φόνο. Ο Τζόναθαν ανακαλύπτει μια εντελώς καινούργια πτυχή του εαυτού του και δελεάζεται από το μεγάλο χρηματικό ποσό που του προσφέρει ο Μινό για να εξασφαλίσει την οικογένειά του. Και, μη γνωρίζοντας τίποτα για την ανάμειξη του Ρίπλεϊ σε αυτή τη δολοπλοκία, γίνεται σιγά σιγά φίλος με τον Ρίπλεϊ, σε μια περίεργη όσο και μοιραία φιλία και για τους δύο...

 Επίκεντρο της ταινίας η θανατερή (με ή χωρίς εισαγωγικά) φιλία δύο αντρών. Ο ένας είναι καταδικασμένος σε θάνατο εξαιτίας ανίατης ασθένειας από την οποία έχει προσβεβληθεί και ο άλλος καταδικάζει τον πρώτο ακόμη περισσότερο, αφού τον χρησιμοποιεί σε ένα ύπουλο σχέδιο, όμως στην πορεία θα γίνει ο φύλακας άγγελός του, ο Αμερικανός φίλος του.

 Καθ' όλη τη διάρκεια του φιλμ γινόμαστε κοινωνοί της μεγάλης αγωνίας, του έντονου φόβου, της διαρκούς φθοράς και εν τέλει της φιλίας, που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο εντελώς διαφορετικούς άντρες, που έχουν σα μοναδικό κοινό σημείο το υπαρξιακό αδιέξοδο.

 Ο Βιμ Βέντερς, στην καλύτερη δεκαετία του (αυτή των '70s) κινηματογραφεί με τη δική του, ξεχωριστή ματιά το ιδιαίτερο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ και δημιουργώντας μία γκανγκστερική νουάρ ατμόσφαιρα αποτίει φόρο τιμής στο αμερικανικό σινεμά, ενώ περιγράφει έξοχα και συγκινητικά την ιστορία μίας αντρικής φιλίας, που αναπτύσσεται κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες. Όλα αυτά υπό το πρίσμα της γνώριμης δεξιοτεχνικής με σινεφίλ προεκτάσεις σκηνοθεσίας του σπουδαίου Γερμανού. Οι αργοί ρυθμοί αναδύουν την όμορφη ατμόσφαιρα, στη διαμόρφωση της οποίας συντελούν η υπέροχη φωτογραφία, η ωραία μουσική και το φανταστικό χρώμα.

 Επί της ουσίας ο Βέντερς χρησιμοποιεί τη διάσημη αστυνομική υπόθεση του βιβλίου της Χάισμιθ μόνον ως αφετηρία στην ταινία του, καθώς στη συνέχεια επικεντρώνεται στον κεντρικό ήρωα σκιαγραφώντας το προσωπικό του, υπαρξιακό δράμα. Το οποίο τονίζεται μέσα από τη μαεστρική σκηνοθεσία του Γερμανού, τη σκηνογραφία, τους κλειστούς χώρους, τις μεγαλουπόλεις (όπου μέσα από την παρουσίαση της Γερμανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ ο Βέντερς κάνει πολιτικό σχόλιο για τις σχέσεις Αμερικής-Ευρώπης μετά τον Β' Π.Π) κ.ά.

 Ο Μπρούνο Γκανζ δίνει μία πολύ δυνατή ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο, καθώς εξωτερικεύει έξοχα την τραγικότητα του ήρωα που υποδύεται. Πολύ καλός είναι και ο Ντένις Χόπερ. Ωστόσο, με τους αργούς ρυθμούς χάνεται κάπου στο δεύτερο μισό το όλο εγχείρημα, ενώ σου αφήνει μία γεύση απογοήτευσης, καθώς είχε το υλικό για να αναδείξει ένα αριστούργημα, κάτι που δυστυχώς δεν πέτυχε. Να τονιστεί ότι η δράση είναι περιορισμένη και αυτό ηθελημένα από το Βέντερς, ο οποίος επιθυμεί να κινηματογραφήσει αφαιρετικά τη δομή του αστυνομικού μυθιστορήματος προς όφελος της μελέτης και παρουσίασης των αποτελεσμάτων των πράξεων αυτής.

 Επτά σκηνοθέτες παρελαύνουν στην ταινία, δείχνοντας ακόμη έναν τρόπο που ο Βέντερς αποτίει φόρο τιμής στον ίδιο τον κινηματογράφο, κάτι που κάνει εξ ολοκλήρου με την «Κατάσταση των πραγμάτων».

 Ο «Αμερικανός Φίλος» είναι σίγουρα μία πολύ καλή ταινία, αλλά απέχει από τα μεγάλα αριστουργήματα του Βέντερς, «Παρίσι, Τέξας» και «Τα φτερά του Έρωτα».

 
 Βαθμολογία: 8/10