Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Kokuhaku (Confessions), Tetsuya Nakashima, 2010

 "Confessions" με αυθεντικό τίτλο"Kokuhaku" και ελληνική απόδοση «Εξομολογήσεις» ήταν η πρόταση της Ιαπωνίας για την κατηγορία καλύτερης ξένης ταινίας στα Oscar του 2010, πριν οι υποψηφιότητες καταλήξουν σε πέντε από τις αρχικές εννιά. Προσωπικά αγνοούσα την ύπαρξη αυτής της εξαιρετικής ταινίας μέχρι που την είδα να την προτείνει ο φίλος και λάτρης του ασιατικού σινεμά Aldo.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Μια μητέρα, που πενθεί για τον χαμό της κόρης της, μεταμορφώνεται σε αιματηρή εκδικήτρια που σχεδιάζει να βρει τους δολοφόνους του παιδιού της.

 Ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ για γερά νεύρα, μία ιστορία εκδίκησης της μητέρας - εκδικήτριας, η οποία βάζει σκοπό της ζωής της να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό της κόρης της, που δολοφονήθηκε.

 Αυτή ήταν η ιαπωνική πρόταση για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 2010 και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς «κόπηκε» από τις αρχικές υποψηφιότητες, για να προκριθούν τελικά κάτω του μετρίου ταινίες, με εξαίρεση τον δικό μας «Κυνόδοντα» και το δανέζικο "In a Better World", που τελικά καρπώθηκε τη διάκριση.

 Η νεαρή καθηγήτρια (Τακάκο Μάτσου) όπως αποκαλύπτεται νωρίς στο φιλμ έχει ανακαλύψει ποιοι κρύβονται πίσω από το θάνατο της μικρής της κόρης. Πρόκειται για δύο μαθητές της, οι οποίοι τη δολοφόνησαν χωρίς κάποιο ουσιαστικό κίνητρο, καλυμμένοι μάλιστα πίσω από το νόμο προστασίας ανηλίκων, κατά τον οποίο δεν ευθύνονται για τις πράξεις τους και επομένως δεν μπορούν να τιμωρηθούν. Τουλάχιστον όχι ποινικά, όχι μέσω της νόμιμης οδού, γιατί η μητέρα εκδικήτρια είναι αποφασισμένη να πάρει το νόμο στα χέρια της και να επιβάλει η ίδια την τιμωρία των δολοφόνων του παιδιού της. Έχοντας καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα στους δολοφόνους, μετά από διεξοδική μελέτη, μη θέλοντας να προδοθεί παραμένει ψύχραιμη εξακολουθώντας να κάνει μαθήματα μέχρι το τέλος της χρονιάς, κατόπιν αποσύρεται και θέτει σε λειτουργία ένα μεθοδικό και ευφυέστατο σχέδιο εκδίκησης.

  Ο Τετσούα Νακασίμα εξερευνά τους λόγους που ώθησαν δύο μικρά παιδιά στη δολοφονία, αλλά εστιάζει στις σχέσεις των δολοφόνων με τις δικές τους οικογένειες, σε μία πολύ σκοτεινή και διόλου αισιόδοξη ταινία, που χαρακτηρίστηκε ως μία από τις πιο «ενοχλητικές» του σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου. Χμμ, τελικά μάλλον καταλαβαίνω γιατί κόπηκε από τον θείο Όσκαρ!

 Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης από τη αρχή μας προδιαθέτει για μία εξαιρετική εμπειρία. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός λένε, πολύ σωστά, με το Νακασίμα να το επιβεβαιώνει από την πρώτη σεκάνς: η δασκάλα μέσα στη γεμάτη με μαθητές τάξη «παρεκκλίνει» από την παράδοση του μαθήματος, για να ανακοινώσει ότι ανάμεσά τους βρίσκονται οι δύο δολοφόνοι της κόρης της. Αυτό ήταν!

 Οι αντιδράσεις των... δραστών θα τους προδώσουν και θα τους αποκαλύψουν μπροστά στους εμβρόντητους συμμαθητές τους. Η συνέχεια τραγική για τους πρωταγωνιστές και συνάμα καθηλωτική για τους θεατές. Οι ανήλικοι δολοφόνοι θα αναπτύξουν ο καθένας τη δική του αυτοάμυνα απέναντι στις πράξεις του αλλά και τον περίγυρό του (συμμαθητές, οικογένεια, εαυτόν). Πάνω εκεί παίζει όλο το παιχνίδι ο Νακασίμα, ο οποίος λέει ξεκάθαρα ότι η παιδική βία, ακόμη και όταν ξεπεράσει τα όρια και φτάσει στην αφαίρεση ζωής, από ανηλίκους δεν προέρχεται από κρίση παραφροσύνης, τρέλας, ψυχολογικής κατάρρευσης, αλλά οφείλεται σε αίτια κοινωνικά, πολιτικά, οικογενειακά.

 Από κει και πέρα καλή χωρίς κάτι ιδιαίτερο η σκηνοθεσία, απολύτως ταιριαστή η φωτογραφία, όμως η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι λίγο βαριά και ανά σημεία κουραστική, κάτι που ενδεχομένως αποθαρρύνει τους όχι τόσο μυημένους θεατές. Ωστόσο έρχεται ένα υπέροχο φινάλε, που ξεχειλίζει από λυρισμό και αποζημιώνει για τη μουνταμάρα που επικρατεί -σε μεγάλο βαθμό- στο φιλμ.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

All the Invisible Children, Mehdi Charef, Emir Kusturica, Spike Lee, John Woo, 2005


 Ένα όμορφο ντοκιμαντέρ, μία μεγάλη παραγωγή από τη UNICEF για «όλα τα αόρατα παιδιά».

 Μια ταινία για όλα τα αόρατα παιδιά, σε κάθε γωνιά της γης. Για όλα τα παιδιά του πολέμου, τα παιδιά της πείνας, τα παιδιά της φτώχειας, τα παιδιά της βίας, τα παιδιά της εγκατάλειψης. Και για όλους εμάς που μάθαμε τόσο εύκολα και τόσο καλά, να μη βλέπουμε, να μην ακούμε, να μη θυμόμαστε…
 Μια τεράστια παραγωγή, με τη στήριξη της UNICEF, αλλά και του UN World Food Programme και του Ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών, με τη συμμετοχή σπουδαίων σκηνοθετών, που ο καθένας εκπροσωπεί ένα κράτος ή μια περιοχή του πλανήτη μας. Επτά μικρές ταινίες, επτά συγκλονιστικές ιστορίες που μας οδηγούν στις γειτονιές του πλανήτη
.

 Ο Εμίρ Κουστουρίτσα εκπροσωπεί τη Σερβία & το Μαυροβούνιο με την ταινία «Blue Gipsy». Ο Σπάικ Λι εκπροσωπεί τις ΗΠΑ με την ταινία «Jesus, Children of America». Ο Μεντί Σαρέφ εκπροσωπεί την Αφρική με την ταινία «Tanza». Η Κάτια Λουντ εκπροσωπεί τη Βραζιλία με την ταινία «Bilu & Joao». Ο Ρίντλεϊ Σκοτ & η Τζόρνταν Σκοτ εκπροσωπούν τη Μεγάλη Βρετανία με την ταινία «Jonathan». Ο Στέφανο Βενερούζο εκπροσωπεί την Ιταλία με την ταινία «Ciro». Ο Τζον Γου εκπροσωπεί την Κίνα με την ταινία «Song Song & Little Mao».

  Σπονδυλωτή ταινία επτά διαφορετικών ιστοριών από επτά (οκτώ με τη συνεργασία Ρίντλεϊ και Τζόρνταν Σκοτ) σκηνοθέτες, οι οποίοι ανέλαβαν να «μιλήσουν» για τα παιδιά του κόσμου, που ταλαιπωρούνται και καταπιέζονται, υφίστανται σωματική και ψυχική βία, πεινούν, ζουν στα όρια της φτώχειας και της ανέχειας, εγκαταλείπονται, περιθωριοποιούνται, μαθαίνουν να ασκούν βία, γίνονται φορείς του AIDS, πεθαίνουν...

 Είναι τέτοιο το θέμα της ταινίας, που δεν επιδέχεται κριτικής ή ανάλυσης. Πρόκειται για φιλμ που οφείλουν να δουν όλοι, καθώς χαρακτηρίζεται από γνήσια ευαισθησία, τρυφερότητα και ανθρωπιά και αποσκοπεί ακριβώς στο να μεταλαμπαδεύσει στο κοινό την ευαισθησία γύρω από τη δυστυχία όλων των αόρατων παιδιών του κόσμου. Αξίζει την προσοχή σας!

 Προσωπικά θα ξεχώριζα τη συγκλονιστική ιστορία του Σπάικ Λι, ενώ να σημειώσω ότι ορισμένες διακατέχονται από υπέρμετρο συναισθηματισμό, αλλά κάποιες άλλες αποτελούν πραγματική γροθιά στο στομάχι.

 Βαθμολογία: 7/10

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Vincere, Marco Bellocchio, 2009


 "Vincere" από το Μάρκο Μπελόκιο (Marco Bellocchio) και το 2009. Μία ακόμη πολύ καλή ταινία από την Ιταλία, για την περασμένη δεκαετία. Vincere στα ιταλικά σημαίνει «να νικάς», όμως η ελληνική μετάφραση απέδωσε τον τίτλο «Κρυφή Ερωμένη». Μία ταινία που μάγεψε κοινό και κριτικούς στις Κάννες, αλλά τελικά δεν καρπώθηκε τον Χρυσό Φοίνικα, για τον οποίο ήταν υποψήφια.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Η νεαρή Ιda Dasler, γνωρίζει στο Μιλάνο έναν νεαρό φιλόδοξο και μάχιμο σοσιαλιστή, ονόματι Benito Mussolini. Παρακολουθώντας τους δυναμικούς του λόγους και εντρυφώντας παράλληλα στις ιδέες που γεμάτος θέρμη υπερασπίζεται, τον ερωτεύεται και συνάπτει μαζί του ερωτική σχέση. Δέχεται να χρηματοδοτήσει τον ίδιο και την εφημερίδα στην οποία ήταν εκδότης, ενώ παράλληλα φέρνει στον κόσμο τον Albino, καρπό του έρωτά τους. Όταν όμως ξεσπά ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Mussolini θα καταταχθεί στο στρατό και θα εξαφανιστεί από την ζωή της. Έτσι, αρκετά χρόνια μετά, η Ida θα προσπαθήσει να τον βρει και να τον ξαναφέρει κοντά στο παιδί τους αλλά και στην ίδια.

  Ο Μπελόκιο παραλίγο να κάνει το κινηματογραφικό «μπαμ» της δεκαετίας! Βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία ενός διάσημου πολιτικού και αναπτύσσει μία ιστορία αγάπης, από την πλευρά όμως μόνο της γυναίκας, που ερωτεύθηκε με πάθος, εξαπατήθηκε και εν τέλει τρελάθηκε(;) παρατημένη και εγκαταλειμμένη σε ψυχιατρική κλινική.

 Ο βετεράνος Ιταλός σκηνοθέτης αναβιώνει στη μεγάλη οθόνη μία αληθινή αλλά ξεχασμένη ιστορία, η οποία η αλήθεια είναι πως μόλις πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας. Αυτήν της Ίντα Ντάσλερ, γυναίκας που πίστεψε στο όραμα ενός σοσιαλιστή, αντιμοναρχικού και φιλόδοξου νέου, ονόματι Μπενίτο Μουσολίνι. Θα φτάσει στο σημείο να πουλήσει τα υπάρχοντά της για να τον στηρίξει οικονομικά, χρηματοδοτώντας την εφημερίδα του, ενώ μόλις ο Μουσολίνι φύγει για τον πόλεμο και ουσιαστικά την ξεχάσει, η Ίντα, που τον έχει ερωτευθεί με όλο της το είναι, θα κάνει τα πάντα για να τον φέρει κοντά της και κοντά στον πρωτότοκο γιο του, Αλμπίνο, που ισχυρίζεται πως (δεν αποδείχθηκε ποτέ ότι πράγματι ήταν παντρεμένοι, μιας και δεν βρέθηκαν χαρτιά πιστοποίησης του γεγονότος) απέκτησαν μαζί. Έτσι, η ερωτευμένη στα όρια της τρέλας γυναίκα, στην κυριολεκτικά απέλπιδα προσπάθεια της να τον ξαναπλησιάσει, μέσα σε μία φασιστική Ιταλία σε έξαρση (ιδρυτής του φασιστικού κόμματος ο Μουσολίνι) είπε σε όλους την αλήθεια, κάτι που δυστυχώς για την ίδια έφερε καταστροφικά αποτελέσματα, καθώς βρέθηκε κλεισμένη σε άσυλο, ομοίως αργότερα και ο γιος της, όπου και πέθαναν με διαφορά λίγων ετών.

 Από την άλλη σκιαγραφείται με έξοχο τρόπο το προφίλ ενός μεγαλομανή, εγωιστή, φιλόδοξου και οπορτουνιστή πολιτικού ηγέτη, του Μπενίτο Μουσολίνι, του οποίου τόσο η πολιτική όσο και η σεξουαλική/ερωτική ζωή διακατέχονται από αδιαφορία προς τους ανθρώπους που συναναστρέφεται, επιπολαιότητα, συμφεροντολογία, εγωμανία.

 Η σκηνοθεσία του Ιταλού είναι εξαιρετική και μαζί με τα κοστούμια, τα σκηνικά, τη φωτογραφία και τη μουσική συνθέτουν μία άρτια, από καλλιτεχνικής άποψης, ταινία. Οι ερμηνείες είναι επίσης δυνατές, με την παρουσία της σέξι Τζιοβάνα Μετζοτζιόρνο (Giovanna Mezzogiono) να ξεχωρίζει (από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες των τελευταίων χρόνων) ως δυναμική, πεισματάρα και παθιασμένα ερωτευμένη γυναίκα, ενώ πολύ καλός είναι και ο Fillipo Timi στο ρόλο του δικτάτορα (υποδέχεται και τον γιο του, Αλμπίνο, ως νέο άνδρα). Μόνο το σενάριο θα έλεγα ότι παρουσιάζεται αδύναμο, κυρίως λόγω των κενών από την πολυπρόσωπη και πολυδιάστατη ζωή του Μπενίτο Μουσολίνι, τη σταδιοδρομία του, την πολιτική ενασχόληση και ανέλιξή του, την απίστευτη (ή μήπως όχι και τόσο;) ιδεολογική μετάλλαξη από σοσιαλιστή σε φασίστα (με τα ίδια πιστεύω ξεκίνησαν και οι Χίτλερ, Καντάφι μεταξύ άλλων, διαγράφοντας και την ίδια εξέλιξη), τη χειραγώγηση των μαζών κ.ά.

 Μία ωραία ταινία και μία τραγική ανθρώπινη ιστορία, για μία «κρυμμένη» ερωτική σχέση (και όχι κρυφή ερωμένη) ενός ηγέτη του 20ου αιώνα, που ονειρευόταν την επέκταση της Ιταλίας σαν άλλη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μέσα σε αυτό ο Μπελόκιο ρίχνει όλο το βάρος της ιστορίας στην ερωτευμένη γυναίκα-θύμα του Μουσολίνι, παίρνοντας ηθελημένα πολιτικές αποστάσεις, στις απαρχές του φασιστικού καθεστώτος, το οποίο μαζί με την άνοδο και την πτώση του Ντούτσε περνούν σε δεύτερη μοίρα, (πολύ) πίσω από το δράμα της γυναίκας.

 Βαθμολογία: 7/10

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Paris, Je T' Aime, Coen, Isabel Coixet, Alfonso Cuarón, Gérard Depardieu, Christopher Doyle, Alexander Payne, Walter Salles, Oliver Schmitz, Tom Tykwer, Gus Van Sant, 2006


 «Παρίσι, Σ' Αγαπώ», μία συρραφή ιστοριών με θέμα το Παρίσι και όσα χαρακτηριστικά συνοδεύουν την Πόλη του Φωτός. Μία γλυκιά και όμορφη ταινία, σκηνοθετημένη από τους Alfonso Cuaron, Alexander Payne, Coen, Gus Van Sant, Gerard Depardieu, Isabel Coixet, Tom Tykwer, Walter Salles, μεταξύ άλλων, σε μία έμπνευση της παραγωγού Claudie Ossard.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ένας κακόμοιρος Αμερικάνος τουρίστας γίνεται άθελά του το αντικείμενο τσακωμού ενός νεαρού ζευγαριού. Μια φτωχή μετανάστρια αφήνει το μωρό της στον παιδικό σταθμό για να ταξιδέψει στην άλλη άκρη της πόλης όπου και εργάζεται ως νταντά σ' ένα πλούσιο σπίτι. Ένας άνδρας που είχε σκοπό ν' αφήσει τη γυναίκα του, θα την ξαναερωτευτεί όταν μάθει ότι εκείνη είναι θανάσιμα άρρωστη. Μια μάνα που θρηνεί το παιδί της, έχει την ευκαιρία να του πει ένα τελευταίο αντίο. Ένας νέος τουρίστας ερωτεύεται ένα θηλυκό βαμπίρ. Ένας τυφλός σπουδαστής αναπολεί τη σχέση του με μια όμορφη Αμερικανίδα ηθοποιό. Δύο πρώην σύζυγοι συναντιούνται για να κανονίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες του διαζυγίου τους. Δύο νυν σύζυγοι προσπαθούν ν' αναβιώσουν την άνοιξη του γάμου τους για να τον σώσουν. Μια μοναχική Αμερικανίδα περιγράφει τις σκέψεις από το ταξίδι της στο Παρίσι.

 Παρακολουθούμε να ξετυλίγεται μπροστά μας ένα πολύχρωμο και ποικιλόμορφο κουβάρι 18 μίνι επεισοδίων στην πρωτεύουσα της Γαλλίας, το Παρίσι. Οι διαφορετικές, αυτοτελείς ιστορίες είναι γραμμένες και σκηνοθετημένες από συνολικά 20 δημιουργούς (υπάρχουν και συνεργασίες), ενώ πληθώρα ηθοποιούν παρελαύνουν από την οθόνη. Οι σημαντικότεροι: Στιβ Μπουσέμι, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Εμιλι Μόρτιμερ, Φανί Αρντάν, Μπο Χόσκινς, Ζιλιέτ Μπινός, Γουίλεμ Ντεφό, Νικ Νόλτε, Ελάιζα Γουντ, Μάγκι Γκίλενχαλ, Νάταλι Πόρτμαν, Τζίνα Ρόουλαντς, Μπεν Γκαζάρα.

 Στόχος φυσικά της ταινίας και κατ' επέκταση της κυρίας Οσάρ είναι να αναδειχθεί σε κάθε πτυχή και πλευρά του Παρισιού, συνοδευόμενο από πάμπολλα κοινωνικοπολιτικά και πολυπολιτισμικά στοιχεία. Και φυσικά, η πανέμορφη αυτή Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα είναι η αφορμή για να κατακλύσουν την οθόνη η αγάπη και ο έρωτας μέσα από διάφορες μορφές: ρομάντζο, χαρές, λύπες, αγωνίες, σκέψεις, πάθη, δυσκολίες, τραγικές καταστάσεις, κωμικές, δραματικές, θρίλερ, σκοτεινές, φιλοσοφικές, υπαρξιακές, απώλειες, όνειρα, ελπίδα κ.ά. Ομόφωνη παραδοχή όλων: «Paris, Je T' Aime»!

 Ωστόσο το αρνητικό της ταινίας, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εξαιρετική κινηματογραφική πρόταση καθότι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη, είναι το πρόβλημα διαχείρισης του χρόνου. Οι πάρα πολλές -αν και μικρές- ιστορίες δεν μπορούν να αναδειχθούν παρά ελάχιστα μέσα σε μόλις δύο ώρες που διαρκεί συνολικά η ταινία και έτσι «χάνονται» ή περιορίζονται αισθητά. Η δική μου αντι-πρόταση, διπλή: είτε μεγαλύτερη διάρκεια είτε μικρότερη διάρκεια με την προϋπόθεση να μειώνονταν και το επεισόδια.

 Βέβαια είναι ορισμένα εξ αυτών που ξεχωρίζουν και αποτελούν πραγματικά σπουδαίες μικρού μήκους θα έλεγα, ταινίες. Όπως π.χ. των λατρεμένων Κόεν ή αυτό του Τομ Τίκβερ ή το σκετσάκι του Βάλτερ Σάλες ή της Ιζαμπέλ Κοϊξέ.

 Και μην ξεχνάτε ότι μέσα από την ταινία κάνουμε ένα όμορφο ταξίδι στο πανέμορφο Παρίσι, στον Πύργο του Άιφελ, τις όχθες του Σηκουάνα, τη Μονμάρτη, τη Βαστίλλη, κ.ά.

 Δυστυχώς όμως εξαιτίας του μειονεκτήματος που προανέφερα το αποτέλεσμα κρίνεται από ορισμένους ως άνισο. Όμως σε κάθε περίπτωση αποτελεί μία ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία.

 Βαθμολογία: 6/10