Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Battle in Heaven, Carlos Reygadas, 2005


 Με αυθεντικό τίτλο "Batalla en el Cielo", αλλά ευρέως γνωστό ως "Battle in Heaven" και μεταφρασμένο στα ελληνικά «Δυστυχισμένοι στον Παράδεισο», μία παρολίγον μεγάλη έκπληξη απ' το Μεξικό και τον Carlos Reygadas. Μία σινεφίλ και αρκετά φιλόδοξη ταινία, που είχε όλα τα φόντα να αγγίξει τα όρια του αριστουργήματος, αλλά που δυστυχώς βρίθει από εξόφθαλμες αδυναμίες.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ο Μάρκος, μίζερος σοφέρ ενός στρατηγού θα απαγάγει ένα παιδί, σε συνεργασία με τη γυναίκα του με σκοπό να ζητήσουν λύτρα. Όμως δε θα χειριστούν σωστά την υπόθεση και το παιδί θα πεθάνει γεμίζοντας τον τύψεις. Η Άννα, κόρη του στρατηγού, νέα και όμορφη ζει στο δικό της κόσμο και δε θα διστάσει να εκπορνευτεί, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που της προσφέρει η ιδέα. Μάρκος και Άννα, θα δημιουργήσουν μια ιδιότυπη σεξουαλική σχέση. Το βλάσφημο αριστούργημα ενός από τους πιο ακραίους δημιουργούς του καιρού μας, αποτέλεσε μια από τις πιο προκλητικές ταινίες, κυρίως λόγω των ωμών σκηνών σεξ, του Φεστιβάλ των Καννών και συζητήθηκε όσο καμία άλλη.

 Το Μεξικό έχει μεγάλη παράδοση στο ανεξάρτητο σινεμά, με δημιουργούς που μας έχουν χαρίσει σπουδαίες στιγμές, ενισχύοντας σημαντικά την κατηγορία ταινιών "Σινεφίλ". Οι Bunuel, Jodorowsky, Inarritu, del Toro, Cuaron, Reygadas, σπουδαίοι σκηνοθέτες μεταξύ άλλων Μεξικανών, έχουν χαράξει τη δική τους πορεία στον χώρο.
 Ο τελευταίος είναι και ο δημιουργός του "Battle of Heaven". Απ' τους ακραία ιδιαίτερους δημιουργούς της γενιάς του και σίγουρα ο πλέον συζητημένος σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική τότε (μετά την προβολή αυτού του φιλμ), σκηνοθετεί εδώ, στην μόλις 3η ταινία του μετά τo "Maxhumain" του 1999 και το αμφιλεγόμενο "Japon" του 2002 ένα προκλητικό, φεστιβαλικών διαστάσεων φιλμ, με ωραίες ρεαλιστικές ερωτικές σκηνές, που ωστόσο αγγίζουν τα όρια του πορνό, γεμάτο με εμμονές στο γυμνό ανθρώπινο σώμα, αλλά και την ίδια τη σεξουαλική πράξη.

 Πολλές φορές, ή καλύτερα σχεδόν πάντα, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ένα αριστούργημα και μία μετριότητα, ή σε ένα πορνογράφημα και μία τέχνη υψηλών προδιαγραφών είναι πάρα μα πάρα πολύ λεπτή. Ο Κάρλος Ρεϊγάδας μέσα στην τρέλα και την καύλα του να ανάγει σε ύψιστη Τέχνη μία εξόχως στυλιζαρισμένη ανθρώπινη δραματουργία, δυστυχώς ξεπερνάει αυτή τη γραμμή.

 Σενάριο ουσιαστικά δεν υπάρχει, η δραματουργική ανάπτυξη μπορεί να χωλαίνει και η εξέλιξη να είναι αργή, χωρίς συνοχή και με αρκετά μονοπλάνα μεγάλης διάρκειας, αλλά τα πολλά αφηγηματικά κενά υποδεικνύουν ποιητικό σινεμά, ο λυρισμός ρέει άφθονος στα πλάνα, η (όποια τελοσπάντων) συγκίνηση έρχεται μόνη της, δίχως υπερβολές και μελοδραματισμούς, ενώ η παρακμή της σύγχρονης καθολικής μεξικανικής κοινωνίας παρουσιάζεται στην πλήρη μορφή της και «ξεσκίζεται» απ' τον Ρεϊγάδας, με αφορμή μία απαγωγή, που αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στο Μεξικό του σήμερα.

 Στο επίκεντρο μπαίνουν κοινωνικοί θεσμοί και σύμβολα, όπως η θρησκεία, η πατρίδα, η σημαία, η μεγαλοαστική τάξη, η εκκλησία, ο στρατός κλπ., αλλά παράλληλα βλέπουμε τη σύγκρουση που βιώνει ο πρωταγωνιστής, στη μάχη που δίνει διχασμένος μεταξύ της ίδιας του της φύσης και των πράξεων του. Αντιμετωπίζει διλήμματα και σκέψεις γύρω από θέματα όπως η ατομικότητα, οι διάφορες διακρίσεις (ηλικία, φύλλο, καταγωγή, κοινωνική τάξη κ.α), η σεξουαλική έκφραση μεταξύ άλλων, για να καταλήξει στο ότι ο θάνατος είναι η μόνη λύση, αυτο-τιμωρία και έντιμη πράξη για όσα ανέντιμα έκανε έως τώρα. Ουσιαστικά -μας λέει ο πρωταγωνιστής και κατ' επέκταση ο σκηνοθέτης- με τον θάνατο αντιλαμβάνεται πως πρέπει ο ίδιος να πληρώσει το αντίτιμο των πράξεων του, των επιλογών που έκανε με ελεύθερη βούληση, αντί να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη και την φυλακή, απ' όπου το Σύστημα θα τον επαναφέρει δήθεν αλλαγμένο στην ίδια διεφθαρμένη κοινωνία!

 Όσο για τις ερωτικές σκηνές, που αγγίζουν τα όρια του πορνό (από πολλούς κατηγορήθηκαν ως τέτοιο), ουσιαστικά μιλάμε για δύο όλες κι όλες σκηνές σε ολόκληρο το φιλμ. Την εναρκτήρια σεκάνς και την τελευταία. Το περιεχόμενο, κοινό. Η πεολειχία, για την οποία ξέσπασε θύελλα διαμαρτυριών και επιθέσεων προς την ταινία και φυσικά τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
 Οι δύο αυτές σκηνές λοιπόν, της πεολειχίας, γυρίστηκαν με σκοπό όχι να διεγείρουν το θεατή ως καθαρά σεξουαλικές πράξεις, αλλά να τον προσεγγίσουν συναισθηματικά. Το ζευγάρι μπορεί να είναι τόσο κοντά αλλά αδυνατεί ξεκάθαρα να επικοινωνήσει. Μόνο μέσω της ερωτικής επαφής θα καταφέρουν να έρθουν πραγματικά κοντά ο ένας με τον άλλο, να μειώσουν την απόσταση και το μεταξύ τους χάσμα.

 Το "Battle in Heaven", που συμμετείχε στα φεστιβάλ Τορόντο και Σάντανς, πέρα από αυτό των Καννών, θεωρώ πως θα μπορούσε να αποφύγει τις χτυπητές αδυναμίες που κατά την άποψη μου το αφήνουν στη μετριότητα και να θεωρηθεί ως ένα σινεφίλ διαμαντάκι, μιας και η πρόθεση του Ρεϊγάδας είναι ξεκάθαρη: να δημιουργήσει υψίστου βαθμού Τέχνη, έστω μέσα απ' την -σεξουαλική- πρόκληση.

 Βαθμολογία: 6,5/10

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Sommaren med Monika, Ingmar Bergman, 1952


 «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» ("Summer with Monika"), απ' τις πρώτες σημαντικές ταινίες του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη Ingmar Bergman και του 1952. Αποτελεί ταινία-σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, ενώ ουσιαστικά το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» ήταν το φιλμ που έφερε διεθνή αναγνώριση και καταξίωση στον σπουδαίο δημιουργό.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ο Χάρι και η Μόνικα γνωρίζονται σε ένα μπαρ και πηγαίνουν μαζί στον κινηματογράφο. Εκείνη ονειρεύεται να αποδράσει από τη μιζέρια του σπιτιού της και το μεθύστακα πατέρα της. Ο Χάρι από τη μεριά του θα ήθελε να την καλέσει στο διαμέρισμά του, αλλά επειδή φοβάται την αυταρχική θεία του προτιμά να φύγουν με τη βάρκα του. Η αρχική ευφορία που τους δίνει η προσωρινή φυγή από τα προβλήματα, σιγά-σιγά αρχίζει να μετατρέπεται σε εφιάλτη από την έλλειψη χρημάτων και την έλευση ενός αντίζηλου. Τελικά οι δυο τους θα παντρευτούν και θα κάνουν ένα παιδί, αλλά η Μόνικα δεν θα αντέξει τη συμβατική οικογενειακή ζωή και θα τον εγκαταλείψει.

 Απ' την μία ο ντροπαλός και ρεαλιστής Χάρι (Λαρς Έκμποργκ), 19 ετών, εργάζεται σε αποθήκη γυαλικών και απ' την άλλη η ατίθαση και ανώριμη Μόνικα (Χάριετ Άντερσον), 17 ετών, σε αποθήκη λαχανικών. Οι δυο τους θα γνωριστούν σε ένα καφέ-μπαρ και στην αρχή θα κουβεντιάζουν και θα πηγαίνουν σινεμά, ενώ περιέργως δεν θα αργήσουν να ερωτευθούν. Σύντομα θα αποφασίσουν να πραγματοποιήσουν μία νεανική τρέλα: να αφήσουν πίσω τις μίζερες ζωές τους και να δραπετεύσουν μαζί, έστω και για λίγα εικοσιτετράωρα, μέσα σε μία βάρκα κάτω απ' τα αστέρια..
 Δυστυχώς όμως πολύ σύντομα θα ξεμείνουν από τρόφιμα και χρήματα και θα αναγκαστούν να επιστρέψουν στην άσχημη και δυσάρεστη καθημερινότητά τους και το εχθρικό περιβάλλον των σπιτιών τους. Έτσι όχι μόνο δεν θα καταφέρουν να σπάσουν τα δεσμά της κοινωνίας και να επαναστατήσουν, αλλά θα φτάσουν μέχρι τον γάμο και τις όποιες υποταγές έχει αυτός στο σύστημα που πολεμούσαν μέχρι πρότινος, για να οδηγηθούν τελικά στη διάλυση..

 Το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» θεωρείται ως η πρώτη ώριμη ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ενώ αποτελεί σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, αφού θεωρείται ο πρόδρομος ενός σπουδαίου Ευρωπαϊκού κινηματογραφικού ρεύματος, της nouvelle vague.
 Την ομώνυμη πρωταγωνίστρια (Μόνικα) υποδύεται μία εκπληκτική Χάριετ Άντερσον, σε μία απ' τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της εδώ, σε ρόλο που δεν απέχει ιδιαίτερα απ' τον πραγματικό της εαυτό. Σεκάνς ανθολογίας που άφησε εποχή, αυτή όπου η Άντερσον κλείνει το μάτι στους θεατές κοιτώντας κατάματα την κάμερα.
 Η φωτογραφία του Γκούναρ Φίσερ είναι μαυρόασπρη και υποβλητική, ενώ ο Μπέργκμαν σκηνοθετεί ρεαλιστικά την αρχή και το τέλος της ταινίας και σκιαγραφεί άκρως ποιητικά και ρομαντικά το ενδιάμεσο, που αφορά στην καλοκαιρινή απόδραση με το εμπλεκόμενο ειδύλλιο. Αν και ασπρόμαυρη πάντως η ταινία είναι γεμάτη χρώματα, έρωτα, ζωή και απεικονίζει έξοχα το πέρασμα απ' την αθωότητα και την ανεμελιά της εφηβίας στην σκληρή πραγματικότητα της ενηλικίωσης.

 Συνολικά πάντως πρόκειται για ρεαλιστική ταινία με ένα αντικομφορμιστικό σενάριο, που δεν έγινε αποδεκτό απ' τον πουριτανισμό της εποχής. Αποδεκτές τότε δεν έγιναν και κάποιες ερωτικές σκηνές, που σήμερα θεωρούνται πολύ soft.

  Το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» αποτελεί μία απ' τις διασημότερες ταινίες της πρώτης μπεργκμανικής περιόδου, αλλά και ταινία-σταθμό για το σινεμά, όπως προαναφέρθηκε. Σήμερα βλέπεται ευχάριστα και σίγουρα είναι λίγο ξεπερασμένη, αλλά κρατάει την φρεσκάδα της και τον ρομαντισμό της.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

A Bittersweet Life, Ji-woon Kim, 2005


 «Γλυκόπικρη Ζωή» ο ελληνικός τίτλος ("Dalkomhan Insaeng" ο πρωτότυπος) αυτής εδώ της εξαιρετικής γκανγκστερικής με την αισθητική του φιλμ νουάρ ταινίας του ταλαντούχου Νοτιοκορεάτη Ji-woon Kim ("A Tale of Two Sisters", "The Quiet Family"). 

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Σεούλ, Νότια Κορέα. Ο Σαν Γου δεν είναι ένας συνηθισμένος διευθυντής ξενοδοχείου. Πάντα αποφασιστικός και αποτελεσματικός, είναι και το δεξί χέρι του «αφεντικού» του υποκόσμου, Κανγκ. Ο σκληρός Κανγκ έχει μία αδυναμία: τη νεαρή αγαπημένη του, Χι Σου. Υποπτευόμενος ότι τον απατά, αναθέτει στον Σαν Γου να διαλευκάνει την υπόθεση. Όταν, όμως, ο Σαν Γου ανακαλύψει την Χι Σου στον πλευρό ενός άλλου νεαρού, αποφασίζει να μην τους σκοτώσει... Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Σαν Γου δεν εκτελεί τις εντολές του αφεντικού του! Ο Κανγκ τότε γίνεται έξαλλος και διατάζει τη συμμορία του να κυνηγήσει τον Σαν Γου και να τον σκοτώσει...

 Το Νοτιοκορεάτικο σινεμά έχει μεγάλη ιστορία και επίσης έχει να μας χαρίσει εξαιρετικά δείγματα γραφής. Ένα απ' αυτά είναι και η «Γλυκόπικρη Ζωή» του ταλαντούχου σκηνοθέτη Τζι-Γουν Κιμ. Υπόκοσμος, Μαφία, βία, καταιγιστική δράση, λουτρό αίματος, ωμότητα, εκδίκηση, γρήγοροι ρυθμοί, μοιραία γυναίκα, χιούμορ, συναισθήματα, αισθητική φιλμ νουάρ είναι μερικά απ' τα στοιχεία που συναντάμε σε αυτό το φιλμ, η υπερβολή του οποίου (στο σενάριο και στις σεκάνς της βίας) αποδεικνύει την πρόθεση του σκηνοθέτη να παρουσιάσει το όλο εγχείρημα όχι τόσο ρεαλιστικά όσο κάτω από το πρίσμα της διασκέδασης! 

 Ο πρωταγωνιστής και αντι-ήρωας Σαν Γου είναι διευθυντής ενός ξενοδοχείου. Αλλά αυτό είναι η βιτρίνα του, καθώς επί της ουσίας πρόκειται για έναν μπράβο και συγκεκριμένα το δεξί χέρι του σκληρού και άκαρδου αρχιμαφιόζου Κανγκ.
 Ο Σαν Γου είναι πιστό σκυλί απέναντι στο μεγάλο αφεντικό του και εκτελεί πάντοτε τις εντολές του κατά γράμμα. Όμως θα έρθει η στιγμή που θα τον αψηφίσει για πρώτη φορά στη ζωή του.
 Ο φαινόμενος και φερόμενος ως τέρας, Κανγκ, έχει μία ανθρώπινη αδυναμία. Τη νεαρή Χι Σου, με την οποία έχει μια σχέση, αλλά όπως φαίνεται απ' την πλευρά του έχει αναπτυχθεί μία αίσθηση ιδιοκτησίας αλλά και ζήλειας. Όταν θα φύγει για δουλειές και υποπτευόμενος ότι η Χι Σου τον απατά θα αναθέσει στον Σαν Γου να την παρακολουθεί και αν όντως επαληθεύσει τις υποψίες του να μην διστάσει να τους σκοτώσει.
 Ο Σαν Γου πολύ γρήγορα θα μάθει την αλήθεια επιβεβαιώνονατς τις υποψίες του Κανγκ. Θα τους πιάσει μέσα στο σπίτι της Χι Σου αλλά θα τους λυπηθεί και θα τους χαρίσει τη ζωή. Αυτό ήταν!
 Ο Κανγκ θα το μάθει και θα γίνει έξαλλος. Θα νιώσει προδομένος απ' τον πιστό έως τότε Σαν Γου και μία διένεξη θα ξεκινήσει ανάμεσα στους δύο άντρες. Πρόκειται αρχικά για προσωπικό ζήτημα, που αργότερα θα εξελιχθεί σε έναν κύκλο βίας, άκρως στυλιζαρισμένο απ' τον Νοτιοκορεάτη δημιουργό, με καταιγιστική δράση, σκληρή ωμότητα, δίψα για εκδίκηση και θα ολοκληρωθεί με ένα λουτρό άιματος σε μία εκπληκτική τελική σεκάνς.
 Παράλληλα και μέσα σε όλο αυτό τον κύκλο βίας ξεχωρίζει το ωραίο λεπτό χιούμορ του Τζι-Γουν, οι γρήγοροι ρυθμοί, το άψογο μοντάζ, η άρτια μουσική κάλυψη αλλά και η υπέροχη αισθητική των φιλμ νουάρ.

 Μία πολύ όμορφη και δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη ταινία, που ωστόσο δεν έχει να προσφέρει πολλά στους ήδη μηυμένους σε παρόμοιες ταινίες ωμής βίας του Νοτιοκορεάτικου σινεμά, μιας και παρουσιάζει όχι κάτι διαφορετικό από τόσα και τόσα φιλμ της ίδιας θεματικής ενότητας.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Monsieur Klein, Joseph Losey, 1976


 Ο κύριος Κλάιν (Mr. Klein ο αγγλικός τίτλος) είναι μία γαλλική ταινία απ' τα 70s σε σκηνοθεσία του Αμερικανού Joseph Losey, με έναν Alain Delon σε ρόλο διαφορετικό από εκείνους που τον έχουμε συνηθίσει. Μία αρκετά καλή ταινία, που κέρδισε 3 βραβεία ενώ είχε προταθεί συνολικά για 5 με σημαντικότερο τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Παρίσι, 1942. Ο Robert Klein αδυνατεί να βρει κάτι στραβό στην διαμορφωθείσα κατάσταση των πραγμάτων, με την Γαλλία να βρίσκεται υπό καθεστώς κατοχής από την Γερμανία.Έχει ένα καλά επιπλωμένο διαμέρισμα, μια ερωμένη, και τις επιχειρήσεις του να ανθούν. Οι Εβραίοι λόγω των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν εξαιτίας των νόμων που πέρασε η γαλλική κυβέρνηση είναι απελπισμένοι και πωλούν πολύτιμα έργα τέχνης - έτσι είναι εύκολο για αυτόν να τα αποκτά σε τιμές ευκαιρίας...

  Βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1942. Ένας έμπορος τέχνης (τον υποδύεται έξοχα ο Αλέν Ντελόν) δείχνει παγερά αδιάφορος απέναντι στην επικρατούσα κατάσταση. Η χώρα του, η Γαλλία βρίσκεται υπό Γερμανική κατοχή και τα προβλήματα είναι πάρα πολλά και είναι γνωστά σε εμάς μόνον ιστορικά, αφού ο σκηνοθέτης προτιμά να ασχοληθεί αποκλειστικά με την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του ήρωά του.
 Ο Ρομπέρ Κλάιν λοιπόν, περί ου ο λόγος, ένας καθαρόαιμος, ήρεμος άνθρωπος θεωρεί πως όλα βαίνουν καλώς γύρω του και κοιτάει να περνάει καλά στη ζωή του με την ερωμένη του, αλλά και να εκμεταλλευτεί την όλη κατάσταση και τις ανάγκες των Εβραίων, για να βγάλει χρήματα αγοράζοντας σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές πολύτιμα και πανάκριβα έργα τέχνης, τα οποία επανεκδίδει στο όνομά του μία εβραϊκή εφημερίδα.
 Σύντομα όμως θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν διαπιστώσει ότι υπάρχει κι άλλος που κάνει ακριβώς την ίδια κομπίνα, είναι Εβραίος και χρησιμοποιεί το δικό του όνομα!
 Και τότε ο Mr. Klein θα αναζητήσει βοήθεια απ' τις αρχές. Αλλά όταν δεν θα μπορέσει να βοηθηθεί από κανέναν κι από πουθενά θα αποφασίσει να ψάξει μόνος του να βρει τον μυστήριο άντρα.

 Και θα αρχίσει να ζει όλο και πιο έντονα έναν τρομακτικό, καφκικό εφιάλτη απ' τον οποίο προσπαθεί να βγει ζωντανός. Γιατί τα όρια πλέον μεταξύ πραγματικού και φανταστικού γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα...

 Βαθμολογία: 7,5/10

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Η Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων, Δήμος Αβδελιώδης, 1999


 «Η Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων» αποτελεί μία ξεχωριστή στιγμή στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού σινεμά. Απ' τον Δήμο Αβδελιώδη («Αθέμιτος Ανταγωνισμός», «Το Δέντρο που Πληγώναμε», «Η Νίκη της Σαμοθράκης») και το 1999 μία άκρως πρωτότυπη, άκρως ενδιαφέρουσα και πολυβραβευμένη ταινία με έξοχο σενάριο και καταπληκτική φωτογραφία.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Χίος, 1960. Το συμβούλιο της Κοινότητας Θολοποταμίου, λόγω του αιφνίδιου θανάτου τού εκεί αγροφύλακα, ζητεί πιεστικά από τον αγρονόμο της περιοχής, να διορίσει νέο στη θέση του εκλιπόντος. Οι διαθέσιμοι αγροφύλακες αρνούνται να πάνε σε αυτό το χωριό, επηρεασμένοι από την κακή του φήμη και από το γεγονός ότι ο συνάδελφός τους έχασε τη ζωή του εκεί εν ώρα υπηρεσίας. Όταν το Κοινοτικό Συμβούλιο επαναφέρει το αίτημά του προσφέροντας  μεγαλύτερο μισθό σ’ αυτόν που θα δεχθεί, εμφανίζονται  τέσσερις υποψήφιοι για τη θέση…

 Ο Δήμος Αβδελιώδης κατάγεται απ' τη Χίο και έτσι η αναφορά στο εν λόγω νησί δεν είναι τυχαία. Επιπλέον ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε ότι η ταινία είναι βασισμένη σε εφηβικά βιώματά του στο νησί.
 Επί της ουσίας παρακολουθούμε 4 αγροφύλακες σε κάποιο χωριό της Χίου να εναλάσσονται όπως και οι τέσσερις εποχές.
 Και ο Αβδελιώδης σκηνοθετεί λιτά, αυθεντικά και ποιητικά και γεμίζει τις περίπου τρεις ώρες της ταινίας, που παρεπιμπτόντως κυλάνε ευχάριστα και καθόλου κουραστικά, με έξυπνους διαλόγους, πολλά συναισθήματα, πανέμορφα κάδρα, εικόνες γεμάτες ελληνική ύπαιθρο και γνήσια εγχώρια παράδοση, αλλά και μουσική που δένει άρτια με τα τοπία και τα συμβάντα που παρακολουθούμε.
 Οι ηθοποιοί είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία ερασιτέχνες και το αποτέλεσμα είναι η εξαιρετική αισθητική που πηγάζει απ' το φιλμ. Τέσσερις διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι, με διαφορετικούς χαρακτήρες, διαφορετικά πάθη και αδυναμίες. Καθείς εξ αυτών αντιστοιχεί σε καθεμιά εκ των τεσσάρων εποχών του χρόνου, ενώ εξαιρετικά έρχεται και δένει η υπέροχη μουσική του Βιβάλντι, μιας και οι μαγικές «4 Εποχές» στολίζουν μοναδικά τις εικόνες των εποχών του χρόνου.
  Τέλος η φύση, ως έτερη πρωταγωνίστρια της ταινίας μας μαγεύει με τις ομορφιές αλλά και τις κλιματολογικές μεταπτώσεις της.

 Η ταινία βρήκε πολύ μεγάλη απήχηση στη Θεσσαλονίκη όπου και βραβεύτηκε με τα βραβεία κοινού και σκηνοθεσίας, αλλά και στην Αθήνα, ενώ θεωρείται δικαίως μία σπουδαία στιγμή στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Οπωσδήποτε η καλύτερη ελληνική των '90s και ίσως και της επόμενης δεκαετίας.

 Βαθμολογία: 8/10