Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

The Hours, Stephen Daldry, 2003


 Ακόμη μία μεταφορά από το άλλο μπλογκ που αφορά στην ταινία «Οι Ώρες»:

Οι Ώρες (The Hours), είναι μια πολυβραβευμένη ταινία του Stephen Daldry (Billy Elliot) και του 2003, που περιγράφει τις ζωές τριών γυναικών που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, μάλιστα ζουν σε διαφορετικές εποχές, αλλά έχουν ένα κοινό. Και των τριών οι ζωές επηρεάζονται έντονα από το μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ με τίτλο «Κυρία Νταλαγουέι» (Mrs Dalloway).

Υπόθεση:
ΑΓΓΛΙΑ 1923. Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ ΞΕΚΙΝΑ ΝΑ ΓΡΦΕΙ ΤΟ ΔΙΑΣΗΜΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ, "ΚΥΡΙΑ ΝΤΑΛΟΓΟΥΕΪ", ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙ ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΚΥΡΙΕΥΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΣΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΗΣ. ΑΜΕΡΙΚΗ 1951. Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ ΗΣΥΧΗ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑ, ΛΟΡΑ, ΕΧΕΙ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Η ΚΥΡΙΑ ΝΤΑΛΟΓΟΥΕΪ". ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΒΕΙ ΜΟΙΡΑΙΑ ΤΟΣΟ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ. ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ Η ΚΛΑΡΙΣΑ- Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ "Κ.ΝΤΑΛΟΓΟΥΕΪ"- ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΤΣΑΡΝΤ, ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΠΟΙΗΤΗ, ΠΟΥ ΧΑΝΕΙ ΤΗ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟ AIDS. ΤΡΕΙΣ ΤΟΣΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΠΟΧΕΣ. ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΡΙΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΑ ΔΕΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΣΕ ΕΝΑ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ ΤΕΛΟΣ...

 Η ταινία βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ, ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάικλ Κάνιγχαμ. Ο σκηνοθέτης Στίβεν Ντάλντρι παίρνει στα χέρια του αυτό το ούτως ή άλλως ενδιαφέρον σενάριο (το γράφει για την ταινία ο Ντέβιντ Χέαρ) και πάνω σε αυτό αλλά και τις εκπληκτικές ερμηνείες των τριών γυναικών, πρωταγωνιστριών του, φτιάχνει μία πολύ καλή ταινία.
Nicole Kidman, Meryl Streep και Julianne Moore , ή με οποιαδήποτε σειρά εσείς θέλετε, με απίστευτες ερμηνείες εκτινάζουν το τελικό αποτέλεσμα μία ή και δύο σκάλες πάνω!
Τρεις γυναίκες λοιπόν, άγνωστες μεταξύ τους, ζουν σε διαφορετικές εποχές και έχουν σαν κοινό την ταύτισή τους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με τη Βιρτζίνια Γουλφ διαβάζοντας το τελευταίο μυθιστόρημά της, "Mrs Dalloway", πριν τη μεγάλη φυγή της. Και ενθουσιάζονται σε τέτοιο βαθμό, που φτάνουν να ταυτιστούνε με την ηρωίδα του βιβλίου και τις αυτοκτονικές τάσεις της..
 Αυτό είναι και το πρώτο κοινό στοιχείο που προσδίδει στις τρεις γυναίκες έναν κοινό άξονα.
 Το δεύτερο είναι φυσικά οι ομοφυλοφιλικές τάσεις των τριών γυναικών. Που συνεπάγονται μια προσπάθεια που καταβάλουν οι ηρωίδες να απεγκλωβιστούν απ' τις κοινωνικές επιταγές της εποχής. Άλλες εκφράζουν ανοιχτά τις "παράταιρες" ερωτικές τους προτιμήσεις, ενώ άλλες πάλι προτιμούν να κρατήσουν κρυφά την καταπιεσμένη σεξουαλικότητά τους.

 Χρονολογικά, απ' την παλαιότερη στη νεότερη, εν έτει 1941 και η πρώτη ηρωίδα, η συγγραφέας Virginia Woolf  (μία μεταμφιεσμένη και αγνώριστη Nicole Kidman!) στην Αγγλία γράφει το μυθιστόρημα της Mrs. Dalloway, πλήτει θανάσιμα στο άχαρο περιβάλλον της, φοβάται τον εαυτό της και προσπαθεί -μάτια όμως- να ξεφύγει απ' τους δαίμονές της, ονειρευόμενη μια ζωή χαρισάμενη στην πόλη. Δε φοβάται όμως και τον θάνατο.
 Η δεύτερη ηρωίδα, Λώρα Μπράουν (μία εξαιρετική Julianne Moore, που όμως φανερά πατάει στην επιτυχία της με το "Far from Heaven" ένα χρόνο πριν και πάλι στο ρόλο της νοικοκυράς)  στο Los Angeles του 1951, επίσης προσπαθεί απεγνωσμένα να το σκάσει απ' την οικογενειακή μονοτονία, που μην αντέχοντας άλλο στο ρόλο της μικροαστής, στοργικής συζύγου και μητέρας, κάνει -αποτυχημένη- απόπειρα αυτοκτονίας για να επιλέξει τελικά το δρόμο της φυγής.
 Η τρίτη ηρωίδα, τέλος, στο σήμερα και συγκεκριμένα στο 2001, η Κλαρίσα (και η Meryl Strreep πολύ καλή) βρίσκεται στο πλευρό του Χάρις, που χαροπαλεύει έχοντας λαβωθεί απ' τον ιό του Aids. Η δε ζωή τους στο σύνολό της είναι τραγική και αυτό κυρίως εξαιτίας των μεγάλων χρεών του Χάρις.


 Οι τρεις ηθοποιάρες δίνουν μεγάλες ερμηνείες, το σενάριο είναι πολύ καλό, οι τρεις ιστορίες άκρως ενδιαφέρουσες, ο Daldry σκηνοθετεί εξαιρετικά, η φωτογραφία δίνει μπόνους στο φιλμ, ενώ και το soundrack του Phillip Glass είναι εξαιρετικό και φυσικά συνδέει άρτια τις τρεις ιστορίες. Επίσης η ανάγνωση του βιβλίου πριν τη θέαση της ταινάις βοηθάει πάρα πολύ αφού γνώριμα στοιχεία θα περνάνε στην οθόνη.


Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα φιλμ με αρκετά δυνατά σημεία, ωστόσο δεν ξέρω κατά πόσο όλα αυτά είναι ικανά να δημιουργήσουν ένα εξαιρετικό σύνολο!
Προσωπικά νομίζω ότι δεν το καταφέρνουν σε βαθμό ώστε "Οι Ώρες" να χαρακτηριστούν αριστούργημα.
Η ταινία ήταν υποψήφια για 8 Όσκαρ και τελικά κέρδισαν το Όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου (Κίντμαν) και επίσης κέρδισε την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Γυναικείας Ερμηνείας σε Δραματική Ταινία και ήταν υποψήφια για 4 Screen Actors Guild Awards, Α' Γυναικείας Ερμηνείας (Νικόλ Κίντμαν), Β' Γυναικείας Ερμηνείας (Τζουλιάν Μουρ), Β' Αντρικής Ερμηνείας( Εντ Χάρις) και Συνολικής Ερμηνείας. 


Βαθμολογία: 6,5/10

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

A Man Called Horse, Elliot Silverstein, 1970


 Μεταφορών συνέχεια από το άλλο μπλογκ, με μία ταινία από τα 70s, το «A Man Called Horse», ένα ιδιαίτερο γουέστερν που είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία:

"Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν άλογο", είναι η πιστή απόδοση στα ελληνικά, αυτού του ιδιαίτερου και πολύ όμορφου γουέστερν που "σκάρωσε" ο Elliot Silverstein το 1970.

 Η υπόθεση της ταινίας:
Στο Γουέστ του 1825 ένας Άγγλος αριστοκράτης αιχμαλωτίζεται από Ινδιάνους Σιού. Τον ονομάζουν "άλογο" και του φέρονται σαν να ήταν ζώο. Όταν σκοτώνει δυο ανιχνευτές Σοσόνι -μια επιθετική φυλή, εχθροί των Σιού- τον δέχονται ως όμοιό τους...

 Αυτή είναι η υπόθεση του ιδιόμορφου, αλλά γοητευτικού γουέστερν, "Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν άλογο". Ο Ιρλανδικής καταγωγής, πολύ σημαντικός ηθοποιός Richard Harris πρωταγωνιστεί και μας δίνει μία σπουδαία ερμηνεία που τον καθιέρωσε οριστικά στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, σε ένα φιλμ που ξεχώρισε στα 70s για την αισθητική του, την περίεργη και πρωτότυπη θεματολογία του και που φυσικά αποτέλεσε μία μεγάλη στιγμή για την κατηγορία των western και γενικά αποτελεί σημείο αναφοράς ακόμη και σήμερα!


  Να αναφέρω ότι ακολούθησαν δύο τρόπον τινά συνέχειες του φιλμ, "The Return Of A Man Called Horse", 1976 και "El Triunfo de un Hombre Llamado Caballo", 1982. Η μία χειρότερη απ' την άλλη(!), δεν είχαν καμία σχέση με την πρώτη ταινιάρα. Ωστόσο ο Richard Harris πρωταγωνίστησε και στις δύο συνέχειες...

 Το εντυπωσιακό του "A man called horse" για τους λάτρεις του είδους, είναι ότι με αφορμή την αιχμαλωσία του Άγγλου αριστοκράτη από μία φυλή Ινδιάνων, ο σκηνοθέτης μας οδηγεί στην ζωή, την καθημερινότητα των Ινδιάνων και συγκεκριμένα της φυλής Σιού, όπου θα παρακολουθήσουμε τα ήθη και έθιμά τους, τις προλήψεις τους, τα πιστεύω τους, θα δούμε τον τρόπο ζωής τους, τις συνήθειές τους, θα μάθουμε τα μυστικά τους...

 Και φυσικά τα όσα θα δούμε ανταποκρίνονται κατά μεγάλο ποσοστό στην πραγματικότητα, αφού ο σκηνοθέτης μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές της ταινίας, μάζευαν για πολύ καιρό υλικό από συνεντεύξεις και διαφόρων μορφών ντοκουμέντα, ώστε να μπορέσουν να αποδώσουν όσο το δυνατό καλύτερα και πιο σφαιρικά τις ζωές και τις συνήθειες των Σιου!

 Ακόμα, η Ελληνίδα ηθοποιός, Κορίνα Τσοπέη, η μις Υφήλιος του 1964 (πρώτη Ελληνίδα που κατακτά τον τίτλο!), πραγματοποιεί εδώ, σε ηλικία 26 ετών, την μοναδική εμφάνισή της σε ταινία του Χόλυγουντ!

 Για την "ιδιαίτερη" ιστορία, τη μεγαλειώδη ερμηνεία του Richard Harris, την Κορίνα Τσοπέη και μία τρομερή σεκάνς, μοναδική σε σύλληψη και παρουσίαση, αυτή της τελετής μέσα απ' την οποία ο Harris θα αναδειχθεί αρχηγός των Σιου. Ολόκληρη την τελετή, την παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα!

 Μεγάλο γουέστερν, σπουδαία ταινία!

 Βαθμολογία: 8/10

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Pi, Darren Aronofsky, 1999


 Ακόμη μία μεταφορά ταινιών από το άλλο blog, με το "Pi" του Darren Aronofsky, πάλι από τον ανεξάρτητο Αμερικανικό κινηματογράφο:

 "Pi", ή "π", είναι το χαοτικό σύμπαν που δημιουργεί ο Darren Aronofsky (Requiem for a Dream, The Fountain) και που βλέπουμε μέσα απ' τα μάτια ενός επιστήμονα που ακροβατεί ανάμεσα στην τρέλα και την ευφυΐα. Αποτελεί σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Aronofsky και κέρδισε πληθώρα διεθνών βραβείων.

Υπόθεση:
Ο Μαξ Κοέν, ένας ευφυής μαθηματικός, τα τελευταία δέκα χρόνια προσπαθεί να ξεκλειδώσει τον μυστικό κώδικα που διέπει το υλικό και άυλο σύμπαν.. Καθώς ο Μάξ πλησιάζει στη λύση, το χάος κατακλύζει τον κόσμο γύρω του και αγγίζει τα όρια της τρέλας. Ταυτόχρονα καταδιώκεται από μια χρηματιστηριακή εταιρεία της Wall Street και μια παραθρησκευτική(;!) ομάδα με την ελπίδα να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις του Μάξ προς όφελός τους. Ταλαντευόμενος στο χείλος του γκρεμού της ψυχικής του υγείας, πρέπει να διαλέξει μεταξύ τάξης και χάους, ιερού και βλάσφημου, γνώσης και αγνοίας και να αποφασίσει αν μπορεί να αντιμετωπίσει την επιβλητική δύναμη της ανακάλυψης του.

 Ασπρόμαυρο, δυνατό, πολύ γρήγορο, απαισιόδοξο, "τρελό" και πολλά άλλα είναι το "π".
Ο αριθμός "π" που ισούται χοντρικά με  3,14 και όπως είχε ανακαλύψει ο Πυθαγόρας μας βοηθά να υπολογίσουμε την περίμετρο του κύκλου. Κατ' επέκταση μας λέει ο Μαξ, τα μαθηματικά είναι η γλώσσα που μιλάει για τα πάντα. Που βρίσκεται παντού γύρω μας, στη γη, στη φύση. Που περιγράφει τα πάντα, που επεξηγεί τα πάντα. Αριθμοί, σύμβολα, πράξεις, ερμηνεύουν τον κόσμο...
 Απ' το πιο απλό και φαινομενικά αλληλένδετο με τα μαθηματικά, το χρηματιστήριο, μέχρι την τεχνολογία, τη θρησκεία, τις επιστήμες, το γεννητικό υλικό, τους πλανήτες!

 Ο Μαξ Κοέν, ένας εκπληκτικός Σων Γκουλέτ (Sean Gullette) με ερμηνεία πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κριτική αφού μπαίνει με αληθινή τρέλα στο πετσί του ρόλο, είναι ένας επιστήμονας που ακροβατεί ανάμεσα στα δισδιάκρτια όρια της ευφυΐας και της τρέλας. Κλεισμένος στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, αποκομμένος απ' τον έξω κόσμο δουλεύει μέρα νύχτα στον "Ευκλείδη", τον χειροποίητο υπολογιστή του ψάχνοντας να φτάσει στη λύση του μυστηρίου που κρύβεται πίσω απ' το "π". Κρύβει καλά το μυστικό του, αλλά γρήγορα θα μαθευτεί. Και όλοι θα αναζητούν απεγνωσμένα την "ιδιοφυΐα", θα τον περικυκλώσουν διάφοροι ενδιαφερόμενοι για να του αγοράσουν το μυστικό του. Και αυτός είναι ήδη άρρωστος. Είναι καταβεβλημένος από φόβο και η κατάστασή του επιδεινώνεται συνεχώς. Αρχίζει και χάνει το μυαλό του. Πλέον, από ένα σημείο και μετά κινδυνεύει η ίδια του η ζωή. Όμως δεν το βάζει κάτω. Θέλει να φτάσει μέχρι το τέλος. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλει ο μοναδικός φίλος του και πρώην μέντοράς του, να τον πείσει να κάνει πίσω.

 Ο Αρονόφσκι σκηνοθετεί με μεγάλη δύναμη. Ενισχύει τη χαοτική ατμόσφαιρα, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία και τα μοναδικά κοντινά πλάνα αλλά και τα καρέ του. Παράλληλα δημιουργεί μία ένταση καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας και μία κλειστοφοβική ατμόσφαιρα με έναν -όχι απόλυτα-μινιμαλιστικό τρόπο αλλά σε κάθε περίπτωση με απίστευτη οικονομία. Και επίσης διαρκώς η κάμερα (πλην απειροελαχίστων εξαιρέσεων) είναι πάνω στον Μαξ. Βλέπουμε τα πάντα και τους πάντες μέσα απ' την οπτική γωνία του Μαξ. Διεισδύουμε σιγά σιγά στον δικό του κόσμο μέχρι να οδηγηθούμε στο τρομερό φινάλε!
Ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση προσφέρει η μουσική επένδυση. Σε συνεργασία με τον εκπληκτικό Clint Mansell, δημιουργούν μια σύνθεση απολύτως ταιριαστή με την εικόνα.

 Και ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης του ανεξάρτητου σινεμά, μας μιλάει για τις εμμονές. Τις εμμονές που μπορεί να έχει κάποιος και τις οδυνηρά τρομακτικές συνέπειες που μπορεί να έχουν τόσο στον ίδιο όσο και στους γύρω του. Συγκεκριμένα εδώ, ο Μαξ με την εμμονή που δείχνει στο να πετύχει το στόχο του, απομονώνεται αργά αλλά σταδιακά από την καθημερινότητά του, τις ανθρώπινες σχέσεις, την αγάπη, και εν τέλει την ίδια τη ζωή.

Το «π» κέρδισε πολλά βραβεία, σημαντικότερο εκ των οποίων το Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Σάντανς το 1998.

Βαθμολογία: 8/10

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Memento, Christopher Nolan, 2000

 Σκέφτηκα ότι θα είναι καλύτερα να μεταφέρω σταδιακά τις Αμερικανικές ταινίες από το άλλο blog εδώ, ώστε να υπάρχει αποκλειστικά ένας χώρος όπου θα είναι συγκεντρωμένες όλες οι ταινίες. Εκείνο που δεν ξέρω ακόμη είναι το αν θα αλλάξω και την ονομασία αυτού του ιστολογίου ή όχι, καθώς πλέον στις παρουσιάσεις ταινιών από την Ευρώπη και την Ασία θα προστεθούν και εκείνες από την Αμερική.. Ίσως πάλι να μην χρειαστεί καμία αλλαγή, αφού το «πνεύμα» του blog θα παραμείνει το ίδιο και θέλω να πιστεύω ότι  δεν θα αλλοιωθεί από μερικές προσθήκες, παρά μόνο θα εμπλουτιστεί με μία μεγαλύτερη γκάμα προτάσεων...


 Πρώτη μεταφορά λοιπόν (αυτούσια από το άλλο ιστολόγιο), αφορά στην ταινία Memento του Christopher Nolan και του 2000:

 
Μεμέντο (Memento) είναι ο ελληνικός τίλος αυτού του μικρού διαμαντιού από τον Κρίστοφερ Νόλαν (Christopher Nolan). Ο Αμερικανός σκηνοθέτης (Following, Insomnia, The Prestige, The Dark Knight) υπογράφει εδώ, το 2000, με ένα συναρπαστικό θρίλερ, την καλύτερη ταινία του.


Η υπόθεση της ταινίας:
Ο Lenard Shelby φορά ακριβά ευρωπαϊκά κοστούμια, οδηγεί το τελευταίο μοντέλο της Τζάγκουαρ, αλλά ζει σε φτηνά ανώνυμα μοτέλ, πληρώνοντας με ένα παχύ ρολό χαρτονομίσματα. Παρόλο που μοιάζει με επιτυχημένο επιχειρηματία, η μόνη του απασχόληση είναι η αναζήτηση εκδίκησης: πρέπει να εντοπίσει και να τιμωρήσει τον άνθρωπο που βίασε και σκότωσε τη γυναίκα του. Με την αστυνομία να μην ασχολείται με την υπόθεσή του, η απόδοση δικαιοσύνης αποτελεί πλέον το σκοπό της ζωής του. Η δυσκολία στην αναζήτηση του δολοφόνου της γυναίκας του επαυξάνεται από το γεγονός ότι ο Lenard υποφέρει από μια σπάνια και ανίατη μορφή απώλειας μνήμης. Παρόλο που μπορεί να ανακαλεί λεπτομέρειες πριν από το γεγονός που στιγμάτισε τη ζωή του, ο Lenard δεν μπορεί να θυμηθεί τι συνέβη πριν από 15 λεπτά, πού βρίσκεται, πού πάει και γιατί. Ως πρώην ερευνητής για λογαριασμό ασφαλιστικής εταιρείας έχει συναντήσει κάποιον που είχε παρόμοιο πρόβλημα και σε συνδυασμό με την πειθαρχεία που διαθέτει και το ισχυρό κίνητρο, προσπαθεί να το αντιμετωπίσει με τους πλέον ευφάνταστους τρόπους. Στοιχειωμένος από όσα έχει απολέσει, χτίζει τη ζωή του γύρω από σημειώματα, φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα, χάρτες, ακόμη και τατουάζ που αντικαθιστούν την ικανότητά του να δημιουργεί αναμνήσεις και του υπενθυμίζουν ποιος είναι, ποιον πρέπει να εμπιστεύεται και ποιον όχι...

 Και μόνο η ανάγνωση της υπόθεσης προϊδεάζει για μία συναρπαστική ταινία που βασίζεται σε ένα εξαιρετικό σενάριο.
 Και έτσι ακριβώς είναι. Ο σκηνοθέτης, Κρίστοφερ Νόλαν, κρατάει στα χέρια του ένα ευφυές σενάριο, που αποτελεί και το μεγάλο ατού της ταινίας. Και το αξιοποιεί στο έπακρο με μία πολύ καλή σκηνοθεσία. Εν τέλει το Memento είναι ένα δυνατό θρίλερ, πρωτότυπο, υποψήφιο για 2 Όσκαρ (σενάριο και μοντάζ), ενώ κατάφερε να κερδίσει 42 βραβεία και 32 υποψηφιότητες σε διάφορους διαγωνισμούς.

 Η πρωτοτυπία αυτού του έξοχου φιλμ έγκειται όχι τόσο στο εντυπωσιακό δίχως άλλως σενάριο, αλλά κυρίως χάρις στην αντίστροφη αφήγηση, σύμφωνα με την οποία, ο θεατής πληροφορείται το φινάλε της ιστορίας και από εκεί οδεύει με αγωνία και μυστήριο προς... την αρχή!
Ο Guy Pearce στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι εκπληκτικός, καλοί και οι δεύτεροι ρόλοι, το στόρι συναρπαστικό και η ταινία με το εφεύρημα του σεναρίου σε απορροφάει απ' την αρχή. Το δε φινάλε, σίγουρα αμφιλεγόμενο αλλά εντυπωσιακά ανατρεπτικό.
 Σε αρκετά σημεία της ταινίας, ο Νόλαν χωρίζει την οθόνη σε πολλά τμήματα που κατακλύζονται απ' τις φωτογραφίες που μαζεύει ο Λέναρντ στην προσπάθεια που καταβάλλει να επαναφέρει τη μνήμη του, αλλά και απ' τα τατουάζ που κάνει στο σώμα του.
Εξαιρετική είναι και η φωτογραφία σε αρχικά ασπρόμαυρο φόντο που στη μέση του φιλμ γίνεται έγχρωμο!

 Από πλευράς συγγραφικής ευφυίας νομίζω ότι το Memento αγγίζει την κορυφή της δεκαετίας. Συνολικά όμως ίσως είναι για μερικές -αρκετές ίσως- θέσεις παρακάτω. Όπως και να 'χει πρόκειται για εκπληκτική ταινία, πανέξυπνη, πρωτοποριακή, με καλές ερμηνείες & φωτογραφία και το πιο ανατρεπτικό φινάλε της δεκαετίας! Μία κινηματογραφική εμπειρία που δεν πρέπει να χάσετε!

Βαθμολογία: 8,5/10

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Ikiru, Akira Kurosawa, 1952


 «Ο Καταδικασμένος», όπως είναι -εντελώς λανθασμένα- ο ελληνικός τίτλος αυτής της αριστουργηματικής ταινίας του κορυφαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη, Akira Kurosawa και του 1952. Η ταινία περιγράφει τους τελευταίους μήνες της ζωής ενός γραφειοκρατικού υπάλληλου, του Βατανάμπε, ο οποίος μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο...
 Δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα αριστουργήματα του τεράστιου αυτού κινηματογραφιστή («Rashomon», «Ran», «Throne of Blood», «Kagemusha», μεταξύ άλλων), ωστόσο θεματικά το «Ikiru» νομίζω ότι ίσως αποτελεί την πιο αισιόδοξη και συγκινητική ταινία του Kurosawa και παράλληλα την αγαπημένη του ίδιου του μέγα δημιουργού.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Η δονκιχωτική εκστρατεία ενός μέσου διοικητικού υπαλλήλου, που μαθαίνει πως πρόκειται να πεθάνει, για τη δημιουργία ενός πάρκου. Ikiru, όμως στα ιαπωνικά δεν έχει σχέση με καταδίκη, καθώς σημαίνει αναζωογονώ. Ένα χαμηλών σκηνοθετικά τόνων,αλλά με έντονο συναισθηματισμό, ψυχολογικό δράμα που αν και γυρίστηκε πριν από 50 περίπου χρόνια θίγει μερικά πολύ ευαίσθητα θέματα που παραμένουν επίκαιρα.

 Η ελληνική απόδοση του «Ikiru», όπως ανέφερα στον πρόλογο είναι απολύτως λανθασμένη. Γιατί "ikiru" σημαίνει "να ζεις". Άρα λοιπόν, το «Ikiru» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταφραστεί «Ο Καταδικασμένος», αφού και το νόημα της ταινίας κάθε άλλο παρά πεσιμιστικό είναι. Ο ήρωάς μας θα μάθει πως έχει καρκίνο (και θεωρητικά θα τον «καταδικάσει»), αλλά ουσιαστικά αυτό θα τον ωθήσει στο να ζήσει επιτέλους τη ζωή του, αφού μέχρι τότε και σύμφωνα με την ζωή που (δεν) έκανε, έμοιαζε να ήταν ζωντανός νεκρός!

 Σε ασπρόμαυρο φόντο και με έναν εκπληκτικό Takashi Shimura, που από το βλέμμα του μόνο, μέχρι τις εκφράσεις και το περπάτημά του πείθει στο ρόλο του ετοιμοθάνατου υπαλλήλου Βατανάμπε, ο Κουροσάβα κάνει με το κλασικό πια «Ikiru» την πιο αισιόδοξη και συγκινητική για πολλούς ταινία του.
 Ο Βατανάμπε λοιπόν, ένας γραφειοκρατικός υπάλληλος, χήρος και πολύ ήσυχος άνθρωπος, θα πληροφορηθεί πως πάσχει από καρκίνο και του απομένουν μερικοί (απροσδιόριστο ως προς την ακρίβεια) μήνες ζωής.
 Έχοντας το γνώθι σ' αυτόν, ξέρει πολύ καλά πως η μέχρι τώρα ζωή του ήταν «άδεια» από εύθυμες καταστάσεις, έντονες στιγμές, συναισθήματα, προσωπική διασκέδαση, έρωτες... Η πρώτη του σκέψη, αυθόρμητα, θα είναι να προλάβει στο διάστημα που του απομένει να καλύψει το πολύ μεγάλο κενό τόσων χρόνων και να εκπληρώσει στο βαθμό που μπορεί κάποιες επιθυμίες του που μοιάζουν χαμένες... Και παράλληλα θα τον απασχολήσουν διάφορα φιλοσοφικής φύσης ερωτήματα.


 Θα αρχίσει να σπαταλάει τις οικονομίες του αποκλειστικά για διασκέδαση, θα ερωτευθεί ένα νεαρό κορίτσι και για πρώτη φορά θα δείχνει να απολαμβάνει και να ευχαριστιέται πραγματικά αυτό που λέμε «ζωή».
 Σύντομα όμως θα συνειδητοποιήσει ότι άλλο είναι αυτό που επιθυμεί. Θα σταματήσει να διασκεδάζει και να κάνει πράγματα για τον εαυτό του και θα αποφασίσει να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. Συγκεκριμένα θα δουλέψει για να συνεισφέρει οικονομικά στη δημιουργία μιας παιδικής χαράς προσφέροντας έτσι κοινωνικό έργο αλλά και χαρά σε τόσους συνανθρώπους του...
 Και μετά θα πεθάνει, προσδίδοντας με τον θάνατό του νόημα στους συναδέλφους του, όπως ακριβώς και το -μικρό- υπόλοιπο της ζωής του θα αποκτήσει νόημα για τον ίδιο...

 Και ο Κουροσάβα θυμίζοντάς μας τον Αριστοτέλη μας μιλάει για τις κοινωνικές πράξεις και αξίες και φυσικά τον άνθρωπο ως κύριο εκφραστή τους. Ενώ θα παίξει και με το χωρο-χρόνο και την σχετικότητα της αλήθειας (όπως έκανε στο Rashomon) όταν μετά τον θάνατο του Βατανάμπε, οι συνάδελφοί του θα συγκεντρωθούν για να τον τιμήσουν και ο καθένας θα παρουσιάσει την δική του εκδοχή και άποψη για τον αποθανόντα και την ζωή του, προφανώς κρυμμένοι πίσω απ' τις δικές τους ατέλειες.

 Και σκηνοθετικά βεβαίως θα αριστεύσει. Με μεγάλη χρήση των πλάνων-σεκάνς, εξαιρετική αυτή των φλας μπακ, έξοχο μοντάζ, μη γραμμική, οικονομική αφήγηση και επιρροές από διάφορα κινηματογραφικά είδη (ιδιαίτερα έντονος ο γερμανικός εξπρεσιονισμός) ο Κουροσάβα με σοβαρότητα και δίχως να κυνηγάει το μελό θα μας προσφέρει την πιο άρτια παρουσίαση του πλουσιοτάτου δραματουργικού του έργου.

 Η ανακοίνωση του θανάτου ως μέσο ώθησης για την ζωή και η καταδικασθείσα ασθένεια ως τρομερή κινητήρια δύναμη για ζωντάνια και προσωπική ευτυχία.

 Βαθμολογία: 10/10

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

La mariée était en noir, Francois Truffaut, 1968


 «Η Νύφη φορούσε μαύρα», ο ελληνικός τίτλος ("The Bride wore black" ο διεθνής) αυτής της ταινίας από τον πολύ σπουδαίο κινηματογραφιστή, Francois Truffaut και το 1967, με την αξέχαστη Jeanne Moreau στο πρωταγωνιστικό ρόλο.
 Προσωπικά μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος του Truffaut και ίσως να τον τοποθετούσα μέσα στους πέντε αγαπημένους μου σκηνοθέτες!

  Η υπόθεση της ταινίας:
  Την ημέρα του γάμου της, βγαίνοντας από την εκκλησία, μια γυναίκα βλέπει τον άντρα της να πέφτει κάτω από πυροβολισμούς. Ενα και μόνο πράγμα θα την απασχολήσει πια: να ανακαλύψει τους πέντε δολοφόνους για να πάρει εκδίκηση. Και διαλέγει πέντε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και εκτέλεσης. Χιτσκοκικός Τρυφώ πάνω στο μοτίβο της γυναίκας - αράχνης. Ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Αϊρις.

  Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Αϊρις (William Irish) και το διασκευασμένο σενάριο του Ζαν Λουί Ρισάρ, ο Φρανσουά Τρυφώ σκηνοθετεί με κυνισμό μία εντυπωσιακή ιστορία που ξεχειλίζει από πάθος για εκδίκηση με έντονες Χιτσκοκικές αποχρώσεις και μία εκπληκτική Ζαν Μορώ στο ρόλο της γυναίκας-αράχνης.

 Η Ζυλί Κολέρ λοιπόν (Ζαν Μορώ) έχοντας μόλις βγει από την εκκλησία ευτυχισμένη αφού παντρεύτηκε με τον παιδικό της έρωτα, εκεί, στα σκαλιά της εκκλησίας θα γίνει μάρτυρας ενός τρομερού εφιάλτη. Ο σύζυγός της θα σωριαστεί νεκρός μπροστά στην έντρομη νύφη, από σφαίρα. Ποιος και γιατί τον σκότωσε;
 Ερώτημα που φαίνεται πως δεν απασχολεί καθόλου την Ζυλί που βάζει σκοπό της ζωής της να ψάξει να βρει τον δολοφόνο του άντρα της και να πάρει την εκδίκησή της...

 Κρατάει ένα μπλοκάκι όπου έχει σημειωμένα 5 αντρικά ονόματα. Μετά από πολύ ψάξιμο κατέληξε στο ότι αυτοί οι πέντε ευθύνονταν για τον θάνατο του συζύγου της. Δεν θα αργήσουμε να πληροφορηθούμε για το τί έγινε εκείνη την αποτρόπαια μέρα. Τουλάχιστον σύμφωνα με την εκδοχή ενός εξ' αυτών, που θα τα αφηγηθεί λίγο πριν τεθεί στα δίχτυα της μαυροφορούσας γυναίκας - αράχνης. Οι πέντε βρίσκονταν σε ένα δωμάτιο, ψηλά, απέναντι από την εκκλησία. Δεν ήταν καν φίλοι, αλλά απλοί γνωστοί που είχαν κοινό πάθος τα χαρτιά. Μόλις είχε τελειώσει η παρτίδα τους και άρχισαν να κάνουν αστεία με μία καραμπίνα. Ο ένας δεν ξέρει ότι είναι γεμάτη και πλησιάζει στο παράθυρο. Οι υπόλοιποι τρέχουν να τον σταματήσουν. Το όπλο θα εκπυρσοκροτήσει. Η σφαίρα θα πετύχει θανάσιμα τον άτυχο άντρα...
 «... ήταν ατύχημα» φωνάζει το παγιδευμένο, στον ιστό της παθιασμένης για εκδίκηση γυναίκας, θύμα. Αλλά είπαμε, μάταια... Ατύχημα ξεατύχημα, η ουσία για την Ζυλί είναι η ίδια. Ο άντρας της δολοφονήθηκε άδικα. Και δεν την ενδιαφέρει αν ένας πάτησε την σκανδάλη. Ήταν άλλοι τέσσερις εκεί. Και είναι όλοι φταίχτες. Και πρέπει όλοι να πληρώσουν...

 Τυφλωμένη για εκδίκηση και διαλυμένη ψυχολογικά, η Ζυλί θα ψάξει έναν έναν τους "υπαίτιους". Μεθοδικά, με ψυχρότητα και απόλυτη προσοχή θα βάλει σε εφαρμογή ένα μακάβριο σχέδιο εκδίκησης που θα το ολοκληρώσει ακόμη κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνει..
 Εντελώς προσηλωμένη στον σκοπό της και μην αφήνοντας τίποτα και κανέναν να της αποσπάσει την προσοχή, ο απόλυτος θηλυκός «άγγελος εκδίκησης» με αν μη τι άλλο εντυπωσιακό στυλ, γοητευτική ευφυία, αλλά και όντας ψυχρή και συναισθηματικά και σεξουαλικά απρόσιτη, θα πάρει το νόμο στα χέρια της και θα αποκαταστήσει μόνη της δικαιοσύνη. Οι μέθοδοί της είναι από απλά αμφιλεγόμενες μέχρι τρομακτικά βίαιες και απάνθρωπες.
 Όμως ποιος αλήθεια δεν την κατανοεί, δεν μπαίνει στην θέση της και εν τέλει δεν την «συγχωρεί»;

 Η μοναδική ίσως "σκοτεινή" ταινία του Φρανσουά Τρυφώ, ενός ανθρωπιστή σκηνοθέτη, που όταν προβλήθηκε στη Γαλλία είχε αποσπάσει αρνητικές κριτικές, για να παραδεχτεί κι ο ίδιος ο Τρυφώ λίγα χρόνια αργότερα πως δεν του άρεσε. Ωστόσο, «Η Νύφη φορούσε μαύρα» ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1969, ενώ προσωπικά νομίζω ότι είναι απ' τις πολύ καλές ταινίες του μεγάλου Γάλλου κινηματογραφιστή.

 Ένα 100% διασκεδαστικό φιλμ, που νομίζω ότι λανθασμένα κατατάσσεται στα θρίλερ. Περισσότερο θα έλεγα πως πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία εκδίκησης με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας.

 Βαθμολογία: 7/10

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Anche Libero Va Bene, Kim Rossi Stuart, 2005


 Ακόμη ένα ενδιαφέρον σκηνοθετικό ντεμπούτο της δεκαετίας που διανύουμε. Πρόκειται για το «Anche Libero Va Bene» από την Ιταλία («Ανάμεσα» ο ελληνικός τίτλος) και τον Kim Rossi Stuart, πρώην ηθοποιό που εδώ δοκιμάζει την τύχη του και από την καρέκλα του σκηνοθέτη. Και κάνει ένα όμορφο, απλοϊκό οικογενειακό δράμα, μάλλον αρκετά ήπιων τόνων θα έλεγα, ενώ κρατάει και για τον ίδιο τον πρωταγωνιστικό ρόλο του πατέρα. Χωρίς να είναι κάτι το εξαιρετικό, αυτό το φιλμ έρχεται να προστεθεί με 3-4 ακόμη σημαντικές ιταλικές ταινίες της δεκαετίας που επανέφεραν στο κινηματογραφική προσκήνιο τη γειτονική χώρα, που η αλήθεια είναι πως τα προηγούμενα χρόνια είχε απογοητεύσει πολύ...

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Ο δεκάχρονος Tommi (Alessandro Morace) μεγαλώνει σ' ένα διαμέρισμα μαζί με τον πατέρα του Renato (Kim Rossi Stuart) και τη μεγαλύτερη αδερφή του Viola (Marta Nobili). Του αρέσει να περνά χρόνο στη στέγη του σπιτιού τους παρατηρώντας από μακριά τους άλλους, ειδικά όταν ο χαρακτήρας του πατέρα του γίνεται εκρηκτικά βίαιος. Στο σχολείο δεν κάνει εύκολα παρέες και στην κολύμβηση δεν έχει μεγάλες φιλοδοξίες, παρ' όλο που είναι καλός. Η μητέρα του Stefania (Barbora Bobulova), τους έχει εγκαταλείψει ξαφνικά κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάνοντας την επιβίωση δύσκολη και απαιτητική. Έτσι ξαφνικά θα ξαναεμφανιστεί μια μέρα, εισβάλλοντας και πάλι στη ζωή των τριών. Ο ερχομός της Stefania θα προσδώσει μια αμφίβολη αίσθηση ευτυχίας, που ο μικρός Tommi θα δυσκολευτεί να δεχτεί αμέσως..

 Σκηνοθετικό ντεμπούτο λοιπόν για τον Kim Rossi Stuart, μάλλον συμπαθητικό προς την πλειονότητα του κοινού, που ωστόσο δεν είχε εξ' αρχής βλέψεις για σπουδαία πράγματα. Με ήπιους τόνους και χωρίς να εκμαιεύει τη συγκίνηση με υπερβολές και υστερίες, είναι φανερό ότι ο σκηνοθέτης θέλει να δώσει βάση στους χαρακτήρες του και δη στον πατέρα, τον οποίο και υποδύεται ο ίδιος και την σχέση του με τον γιο του.
  Πατέρας, γιος και κόρη λοιπόν ζουν μόνοι τους αφού η μητέρα τους έχει εγκαταλήψει -για πολλοστή φορά-. Η «πόρνη» που παρατάει την οικογένειά της για τον πρώτο πλούσιο τυχόντα και ο «παρανοϊκός» που δεν έχει μια δουλειά της προκοπής για να ζήσει άνετα σύζυγο και παιδιά. Οι διαρκείς συγκρούσεις των γονιών πάντα σε βάρος των δύσμοιρων παιδιών. Οι καβγάδες τους και οι βίαιες συμπεριφορές τους καταπέλτες στις αθώες ψυχές των αγαπημένων τους τέκνων. Μόνο που η αγάπη τους αυτή είναι τόσο περίεργη, τόσο παράλογη και τόσο «βίαιη» απέναντι στα παιδιά...
 Οι τρεις τους πλέον μετά την εγκατάληψή τους από τη μάνα έχουν αναπτύξει μία ιδιαίτερη μα πάρα πολύ ισχυρή σχέση. Ο Ρενάτο (ο πατέρας) συχνά γίνεται αυταρχικός και υπέρ τα δέοντα αυστηρός αλλά λειτουργεί πάντοτε με γνόμωνα το καλό των παιδιών. Με εμφανή αδυναμία στον γιο του προσπαθεί να τον πείσει να καλλιεργήσει και να αξιοποιήσει το ταλέντο του στην κολύμβηση τη στιγμή που ο μικρός αγαπάει το ποδόσφαιρο.
  Και φυσικά τα αδέρφια είναι πολύ αγαπημένα. Η Βιόλα σαν μεγαλύτερη είναι προστατευτική απέναντι στον μικρό αδερφό της, ενώ διαρκώς τον «πειράζει». Και ο Τόμι βρισκόμενος στο μεταίχμιο παιδικής - εφηβικής ηλικίας, είναι ένα παιδί χαμηλών τόνων, που όταν καμιά φορά γίνεται οξύθυμος ανεβαίνει στην ταράτσα και παρακολουθεί ανθρώπους και καταστάσεις από απόσταση.
 Και ενώ οι τρεις τους προσπαθούν να ανταπεξέρχονται καθημερινά στις δυσκολίες και να ζουν όσο πιο αρμονικά γίνεται, η επιστροφή της μητέρας θα φέρει ανακατατάξεις. Ο ερχομός της Στεφανίας θα ξύσει παλιές πληγές (του Ρενάτο), ενώ παράλληλα θα γεννήσει νέες προσδοκίες στον σύζυγό της και στα παιδιά για μία αγαπημένη συνύπαρξη των τεσσάρων. Θα επαναδιεκδικήσει τα δικαιώματα της μάνας επάνω στα παιδιά θέλοντας να κερδίσει όσο μπορεί απ' τον χαμένο χρόνο. Η Βιόλα, σαν κορίτσι, θα την δεχτεί αμέσως και θα της δώσει μία ακόμη ευκαιρία δίχως να το σκεφτεί. Ο Τόμι απ' την άλλη, σαν αγόρι, θα είναι επιφυλακτικός. Θα κρατήσει αποστάσεις, δεν θα εκδηλώσει φανερά τα συναισθήματά του απέναντι στην αγαπημένη του μητέρα. Θα τα κρατήσει βαθιά μέσα του. Μέχρι το τέλος. Που η μάνα θα (ξανα)φύγει -όπως φαινόταν ξεκάθαρα- και θα του αφήσει ένα γράμμα..

 Είπαμε ότι ο Στιούαρτ ρίχνει το βάρος στη σχέση πατέρα-γιου. Και κατά συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας περιστρέφεται με άξονα τον μικρό Τόμι (Alessandro Morace). Ένα μικρό ρίσκο που «βγαίνει» στον σκηνοθέτη αφού ο μικρός τον δικαιώνει απόλυτα δίνοντας κατ' εμέ την καλύτερη ερμηνεία εξ' όλων!

 Ένα πολύ καλό, ρεαλιστικό οικογενειακό δράμα που δίνει βάση στους χαρακτήρες, δεν προχωρά σε εκμαίευση συναισθημάτων, χωρίς φλυαρίες και διδάγματα, μπορεί να μην τολμά το κάτι παραπάνω, αφού δεν ξεφεύγει καν από το διαμέρισμα της οικογένειας και να μην διεκδηκεί δάφνες υψηλής ποιότητας, ωστόσο παρουσιάζει μία ρεαλιστική οικογενειακή κατάσταση, εστιάζοντας στη σχέση πατέρα-γιου (χαρακτηριστική η αγκαλιά τους στο φινάλε), με απόλυτη απλότητα και ηρεμία που ενισχύει την άποψη ότι ο (παλιός) καλός, αυθεντικός ιταλικός κινηματογράφος είναι εδώ!

 Βαθμολογία: 6,5/10

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

My Life Without Me, Isabel Coixet, 2003


 To "My Life Without Me" είναι ένα διαμαντάκι συμπαραγωγής Ισπανίας-Καναδά του 2003. Με τον ελληνικό τίτλο "Η Ζωή Χωρίς Εμένα", από την πολύ καλή Γαλλίδα σκηνοθέτιδα Isabel Coixet (του πολύ όμορφου φιλμ "The Secret Life of Words) σε σενάριο της ίδιας και παραγωγής Αλμοδόβαρ.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Η Ann είναι είκοσι τριών ετών, έχει δύο μικρές κόρες, έναν σύζυγο που παραμένει τον περισσότερο χρόνο άνεργος αντί να δουλεύει, μια μητέρα που μισεί τους πάντες, έναν πατέρα που έχει περάσει τα δέκα τελευταία χρόνια στην φυλακή. Δουλεύει ως νυχτερινή επιστάτρια σε ένα πανεπιστήμιο, στο οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή για να φοιτήσει. Όλη αυτή η «παρέα» ανθρώπων ζει σε ένα τροχόσπιτο, στην αυλή της μητέρας της Ann. Αυτή η μίζερη και καταθλιπτική πραγματικότητα θα ανατραπεί ριζικά μετά από μια γενική ιατρική εξέταση. Η Ann θα μάθεί ότι της απομένει λίγος χρόνος ζωής, αποφασίζει όμως να κρατήσει μυστική αυτή την εξέλιξη από τους γύρω της. Από αυτή τη μέρα η Ann θα ανακαλύψει την αγάπη της για τη ζωή, ζώντας με πάθος τις τελευταίες της ημέρες...

 Όπως και στην "Μυστική Ζωή των Λέξεων" που ακολούθησε, έτσι και στο "My Life Without Me", η Isabel Coixet συνεργάζεται με την Sarah Polley. Η τελευταία υποδύεται την Αν, μία νεαρή κοπέλα που μετά από μία εξέταση ρουτίνας θα μάθει ότι πάσχει από ανίατη μορφή καρκίνου και πως δεν της μένει πολύς καιρός ζωής. Και μας χαρίζει μία πραγματικά "εσωτερική", πολύ δυνατή ερμηνεία.

 Η Αν λοιπόν είναι μία 23χρονη κοπέλα, μητέρα δύο κοριτσιών. Ζει μία πολύ δύσκολη, μάλλον "γκρίζα" ζωή, αφού η δική της ζωή περιλαμβάνει κατά πολύ τη ζωή της οικογένειάς της, την οποία η ηρωίδα μας φροντίζει αλλά και συντηρεί οικονομικά. Καταρχήν ο σύζυγός της, Ντον, δεν μπορεί να βρει μόνιμη εργασία και έτσι η Αν αναγκάζεται να εργάζεται βράδια σαν επιστάτια στο πανεπιστήμιο απ' όπου δυσκολεύεται να αποφοιτήσει. Παράλληλα η μητέρα της είναι καταθληπτική, μισεί τους πάντες και τα πάντα και είναι φυσικά ανήμπορη να της προσφέρει την παραμικρή φροντίδα και στοργή.. Και ο πατέρας της είναι ένα ρεμάλι που μπαινοβγαίνει στις φυλακές εδώ και δέκα χρόνια..

 Και μέσα στην μουνταμάρα της καθημερινότητάς της και τα αδιέξοδα της εφιαλτικής ζωής της, η Αν μετά από εξέταση ρουτίνας θα πληροφορηθεί ότι της μένουν μόλις δύο μήνες ζωής πάσχοντας από σπάνια και συνάμα ανίατη μορφή καρκίνου.
 Στο άκουσμα της τραγικής είδησης η Αν σοκάρεται. Δεν ξέρει τι να κάνει, σκέψεις καταβάλουν το μυαλό της, απελπίζεται..
 Σιγά σιγά όμως και αφού "ξεπεράσει" το αρχικό σοκ, η Αν θα βρει μία απίστευτη εσωτερική δύναμη, η οποία θα την κάνει να σκεφτεί διαφορετικά. Θα αποφασίσει ότι στο διάστημα που της απομένει μπορεί να κάνει όλα εκείνα τα πράγματα που δεν πρόλαβε να κάνει έως τώρα, να μην αφήσει ούτε μέρα να πάει χαμένη. Είναι αποφασισμένη οι 60 τελευταίες της μέρες να είναι και οι καλύτερες της ζωής της..

 "Ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι όλη σου η ζωή ήταν ένα όνειρο και ότι μόλις τώρα ξυπνάς...", αναφωνεί η πρωταγωνίστρια, πλημμυρισμένη από δίψα και αστείρευτη όρεξη για ζωή. Και κατ' επέκταση βέβαια η σκηνοθέτιδα που περνά αυτό το συγκλονιστικό μήνυμα, το οποίο σαφώς έρχεται να μας υπενθυμίσει για πολλοστή φορά, ότι καλό θα ήταν να μην φτάνουμε στο δυσάρεστο σημείο να εκτιμούμε αυτά που είχαμε μόλις τα χάνουμε...

 Εκτός από την εκπληκτική Sarah Polley, καλές ερμηνείες έχουμε και απ' τους Amanda Plummer, Scott Speedman, Leonor Watling, Deborah Harry.

 "Η Ζωή Χωρίς Εμένα" είναι η τρίτη μεγάλου μήκους της Ιζαμπέλ Κοϊξέ, με την οποία η Γαλλίδα σκηνοθέτιδα κάνει ένα μελόδραμα, το οποίο χωρίς να παρουσιαστεί σε ακραίες μορφές, μας δείχνει μία πορεία προς τα αναπότρεπτο γεγονός, τον θάνατο, που όμως τελικά μιλάει θριαμβευτικά για την ζωή. Για τα υπέροχα πράγματα που μπορεί να προσφέρει η ζωή και για τα οποία η Αν αποφασίζει να αρνηθεί τις θεραπείες (που ίσως της προσφέρουν μια ελπίδα ή της δώσουν λίγο χρόνο ακόμη), για να τα βιώσει και να ρουφήξει κάθε σταγόνα από δαύτα μέχρι τέλους... 

 Βαθμολογία: 8/10

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Hunger, Steve McQueen, 2008



 Το φιλμ "Hunger" είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Steve McQueen, ο οποίος είναι πάσης φύσεως έγχρωμος καλλιτέχνης, βρετανικής καταγωγής, που εδώ δοκιμάζει τις δυνάμεις του και στον κινηματογράφο και που με τον αξέχαστο Αμερικανό ηθοποιό τον συνδέει μονάχα η συνωνυμία..

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Σε μια φυλακή της Βόρειας Ιρλανδίας που μοιάζει με κόλαση, ο αγωνιστής του IRA Μπόμπι Σαντς θα επιδοθεί το 1981 σε μια απεργία πείνας μέχρις εσχάτων. Και ο 39χρονος καλλιτέχνης Στιβ ΜακΚουίν θα αποδώσει τις έξι τελευταίες εβδομάδες της ζωής του με ανατριχιαστικό ρεαλισμό, πετυχαίνοντας μια ανελέητη επίθεση στις αισθήσεις του θεατή. Συζητημένη όσο ελάχιστες ταινίες στο πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών (όπου και βραβεύτηκε με τη Χρυσή Κάμερα για σκηνοθετικό ντεμπούτο) και με την ώθηση που κερδίζει από την ερμηνεία ζωής του καρατερίστα Michael Fassbender, η εμπειρία της παρακολούθησης του «Hunger» δε θα σβηστεί από τη μνήμη σας για πολύ καιρό. 


 Μία πολύ σκληρή ταινία με εικόνες που πραγματικά σοκάρουν. Ειδικά κάποιες σκηνές θα σας μείνουν για πολύ καιρό στη μνήμη, όπως ο διάλογος του Σαντς με τον ιερέα, η σκηνή στο μπάνιο, οι δίσκοι με τα φαγητά, το "μάζεμα" των νερών στον διάδρομο...
Πρόκειται για γεγονότα που περιγράφουν τις τελευταίες βδομάδες της ζωής του Μπόμπι Σαντς (τον ενσαρκώνει πολύ δυναμικά ο Michael Fassbender) στις φυλακές του Long Kesh, όπου οδηγεί τους συγκρατούμενους του, μέλη του IRA (ο ίδιος ο Σαντς δεν υπήρξε ποτέ μέλος του IRA, παρά του Ιρλανδικού απελευθερωτικού κινήματος που απλά είχε συνεργαστεί με τον IRA) σε απεργία πείνας το 1981 με τίμημα την ίδια τη ζωή αρκετών εξ΄αυτών. Ο στόχος είναι ένας: κατοχύρωση ανθρώπινων δικαιωμάτων, που με βάναυσο τρόπο στερούνται από τους σκληρούς μπάτσους της φυλακής.


 Ενός εκ των πιο σκληρών, παρακολουθούμε τη ζωή παράλληλα με αυτή των κρατουμένων. Έτσι, ο σκηνοθέτης μας δείχνει και την "άλλη πλευρά". Εκείνη που συνήθως κρύβεται πίσω από τον μανδύα συναισθηματισμού με τον οποίο ντύνουμε τους καλούς και αδύναμους "ήρωες". Σίγουρα αυτά που αντιμετωπίζει ο αστυνομικός(κάθε μέρα κοιτάει κάτω απ' το αυτοκίνητο του για τυχόν τοποθέτηση βόμβας) δεν συγκρίνονται με όσα περνάνε οι κρατούμενοι. Όμως έχει και αυτός μία ανθρώπινη πλευρά που θα πρέπει να εξεταστεί από εμάς και η οποία τίθεται σε καθημερινή δοκιμασία μέσα στο ανισόρροπο περιβάλλον της δουλειάς του.
 Με τις δύο αυτές παράλληλες απεικονίσεις, αλλά εστιάζοντας κυρίως στην εντός των φυλακών "ζωή", ο Στιβ ΜακΚουήν σκηνοθετεί άρτια και εικαστικά, ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ για τον Ιρλανδικό αγώνα, δίχως να παίρνει θέση, αφήνοντας στην κρίση -και τις γνώσεις- του θεατή να προχωρήσει σε αναλύσεις και να ανάγει προσωπικά συμπεράσματα.

 Σαν επίλογο, συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε έξοχο το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Στιβ ΜακΚουήν, δυνατή ερμηνεία του Φάσμπεντερ, σκληρή αλλά αληθινή απεικόνιση των γεγονότων και μία σπουδαία πολιτική, μη κατευθυνόμενη ταινία γύρω από τον επαναστατικό αγώνα του IRA.

 Τι είπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης για την ταινία:

"Θέλω να δείξω πως ήταν να ζεις, να ακούς, να μυρίζεις και να αγγίζεις το «Κελί–Η» το 1981. Αυτό που θέλω να μεταδώσω (κοινωνήσω) είναι κάτι που δεν μπορείτε να βρείτε σε βιβλία ή αρχεία: το συνηθισμένο και το ασυνήθιστο του να ζεις σ’ αυτή τη φυλακή. Συγχρόνως, το έργο είναι και μια προσπάθεια να αποτυπωθεί με κάποιο τρόπο το τι είναι να πεθαίνει κανείς για ένα σκοπό.
Το Hunger για μένα έχει απήχηση στο σήμερα. Το σώμα σαν σύμβολο μιας πάλης πολιτικής, έχει αρχίσει να γίνεται ένα φαινόμενο όλο και περισσότερο γνώριμο. Είναι η τελευταία πράξη της απελπισίας: το ίδιο σου το κορμί γίνεται το τελευταίο σου καταφύγιο για διαμαρτυρία. Ο καθένας χρησιμοποιεί αυτό που έχει, με τρόπο σωστό ή λανθασμένο.
Είναι σημαντικό για μένα τα γεγονότα να παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια τόσο των φυλακισμένων όσο και των φυλάκων τους. Στη διάρκεια του έργου πρέπει να δίνεται και χρόνος για περισυλλογή. Υπάρχει μια μακρά συζήτηση ανάμεσα στον Bobby Sands και ένα καθολικό παπά σχετικά με την απόφαση του Σαντς να προχωρήσει στην απεργία πείνας. Η ανταλλαγή επιχειρημάτων μετατρέπεται σε ένα φιλοσοφικό παιχνίδι σκακιού με μεγάλες προεκτάσεις. Πρέπει να συζητήσουν τη φύση της θυσίας. «Η ελευθερία είναι τα πάντα για μένα… το να δώσω τη ζωή μου δεν είναι μονάχα το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω, είναι και το μόνο σωστό». Στο τέλος μένουμε μόνοι με έναν άνδρα, που ζει τις τελευταίες του μέρες με τον πιο ακραίο τρόπο που θα μπορούσε –αλλά που βρίσκεται μια απόφαση μονάχα μακριά από το να αποφασίσει να παραδοθεί και να ζήσει. Η πιο απλή, αυτονόητη και φυσιολογική κίνηση μετατρέπεται σε οδύσσεια.
Στo «Hunger» δεν υπάρχει η απλουστευτική έννοια του «ήρωα», του «μάρτυρα» ή του «θύματος». Η πρόθεσή μου είναι να εγείρω ζωντανό διάλογο, αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους θεατές, να προκαλέσω και τη δική μας ηθική μέσω του έργου. "
 
                                       Στηβ ΜακΚουήν – Μάιος 2008.

 Δείτε το οπωσδήποτε!

 Βαθμολογία: 7,5/10

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Lola Rennt, Tom Tykwer, 1998


 "Τρέξε Λόλα, τρέξε" είναι ο ελληνικός τίτλος αυτής της πολυβραβευμένης και αγαπημένης στη χώρα μας γερμανικής ταινίας - έκπληξη ("Run Lola, run" ο διεθνής τίτλος) από τον Tom Tykwer και το 1998. Συχνά αναφέρεται ως μία εκ των σημαντικότερων γερμανικών ταινιών και κατά τη γνώμη μου όχι άδικα.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Η Λόλα είναι εδώ και ένα χρόνο μαζί με τον φίλο της Μανί. Εκείνος οργανώνει μία δουλειά που θα περιλαμβάνει μία ύποπτη συναλλαγή, κατά την οποία θα πρέπει να παραδώσει στον αρχηγό μιας συμμορίας 100.000 μάρκα. Η φίλη του η Λόλα αργεί στο ραντεβού τους και αυτός αναγκάζεται να πάει με τρένο στον προορισμό του. Στο τρένο όμως θα ξεχάσει την τσάντα με τα χρήματα. Έτσι πρέπει μέσα σε 20 λεπτά να βρει 100.000 αλλιώς θα πεθάνει. Η Λόλα θα τον βοηθήσει τρέχοντας και προσπαθόντας να βρει τα χρήματα.
Στην ταινία παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές εκδοχές για το τι έγινε με την Λόλα να τρέχει σαν τρελή από την μία άκρη της πόλης στην άλλη προσπαθόντας να βρει τον πατέρα της για να πάρει τα χρήματα. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση βλέπουμε τις σχέσεις της με τον πατέρα της, την αγάπη της για τον Μανί και τα δηλλήματα στα οποία μπαίνει ένας άνθρωπος σε τέτοιες καταστάσεις όποιυ πρέπει να δράσει γρήγορα και αποτελεσματικά..


 Ο Tom Tykwer σκαρφίζεται και μας παρουσιάζει τα 80 πιο καταιγιστικά λεπτά σε κινηματογραφική δημιουργία.
Ο αγώνας διαρκεί 90 λεπτά. Και η μπάλα είναι στρογγυλή”, είχε πει κάποτε ο Josef Sepp Herberger, προπονητής της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Γερμανίας που είχε οδηγήσει τη Nationalmannschaft στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, και είναι η φράση με την οποία ξεκινάει η ταινία.
 Η Lola (Franka Potente) σε τηλεφωνική επικοινωνία με το φίλο της, Manni (Moritz Bleibtreu) θα της ζητηθεί να βρει 100.000 γερμανικά μάρκα μέσα σε 20 λεπτά, τα οποία χρήματα θέλει ο Manni να παραδώσει σε έναν τύπο. Τα χρήματα είναι υπερβολικά πολλά (περί τα 51.130 €) και ο χρόνος υπερβολικά λίγος. Έτσι η Lola με το που κλείσει το τηλέφωνο αρχίζει να τρέχει... και να τρέχει... και να τρέχει...

 Και κάπου εδώ, με το 20λεπτο να τελειώνει πολύ γρήγορα, με τη συμπλήρωση μισής ώρας όπου η ταινία δείχνει να ολοκληρώνεται, ο Tykwer κάνει το μεγάλο τρικ. Ένα τρικ που αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα του σκηνοθέτη αλλά και την πρωτοπορία της ταινίας. Η ιστορία θα επαναληφθεί ακόμη δύο φορές, όμως θα έχουμε τρεις διαφορετικές εκδοχές!
 Ουσιαστικά θα πρόκειται πάντοτε για την ίδια ιστορία με τρεις όμως διαφορετικές εξελίξεις!
 Το μόνο κοινό στοιχείο και στις τρεις θα είναι το γεγονός ότι η Λόλα θα τρέχει...!

 Η Λόλα λοιπόν θα είναι εκείνη που ρυθμίζει τα γεγονότα. Στην προσπάθεια που καταβάλει να βοηθήσει τον φίλο της έχοντας ως μεγάλο αντίπαλο το χρόνο, η πρωταγωνίστρια όπως θα φανεί μέσα απ' τις διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας, εάν αργήσει έστω και ένα δευτερόλεπτο να φτάσει κάπου, ή εάν φτάσει κατά ένα δεύτερο νωρίτερα κάτι διαφορετικό θα συμβεί. Ή τα άτομα με τα οποία θα έρθει σε επαφή κατά το απίστευτο τρέξιμό της, θα έχουν διαφορετική τύχη κάθε φορά. Ακόμη και άσχετοι μεταξύ τους άνθρωποι θα επηρεαστούν αλυσιδωτά σαν μία συνέχεια μίας μόνο πράξης της Λόλας. Η ηρωίδα μας δηλαδή ανάλογα με τον συγχρονισμό της επηρεάζει είτε την ίδια της τη ζωή είτε των συνανθρώπων της. Εκπληκτικό!
 Και φυσικά οι ρυθμοί με τους οποίους εξελίσσεται η τριπλή ιστορία δεν θα μπορούσαν παρά να είναι φρενήρεις, ιλιγγιώδεις. Ίσως σε πολλούς να φάνηκε υπερβολική κατά σημεία η σκηνοθεσία του Τίκβερ και όχι άδικα, αλλά οι ρυθμοί είναι τέτοιοι που νομίζω πως επιβάλλουν ένα αντίστοιχο, ταχύτατο τέμπο.
 Και για να πάει με τους ρυθμούς αυτούς ο σκηνοθέτης, σκαρφίζεται ένα σωρό αλχημίες και μεθόδους κινηματογράφισης: από τον τεμαχισμό της οθόνης σε πολλά πλάνα, τις διάφορες γωνίες λήψης, μερικές ακίνητες εικόνες, μέχρι και τη χρήση animation(!), αργής κίνησης, ωραίων μπιτάτων μουσικών κομματιών και φυσικά τη συμμετοχή της Franka Potente, η οποία πείθει και με το παραπάνω στον απαιτητικό ρόλο της, για να καταφέρει τελικά να διατηρήσει τον θεατή σε εγρήγορση και να κρατήσει την ένταση και την αγωνία μέχρι και το οριστικό φινάλε της ταινίας. 

 Η ταινία μπορεί να περνά και κοινωνικά μηνύματα, μιλάει για το χρόνο, την τύχη, τη θεωρία του χάους κλπ., αλλά προσωπικά έχω την αίσθηση πως ο Tykwer περισσότερο στοχεύει στην ικανοποίηση του θεατή, στον οποίο προσφέρει ένα ευχάριστο και αρκετά διασκεδαστικό φιλμ.

 Η ταινία σάρωσε τα βραβεία στη Γερμανία, ενώ είχε διακρίσεις και σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ, με αποκορύφωμα την υποψηφιότητα για το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.

 Και εγώ νομίζω πως το "Lola Rennt" είναι μία από τις καλύτερες στιγμές του Ευρωπαϊκού σινεμά εδώ και πολλά χρόνια.

 Βαθμολογία: 7,5/10

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

The Life of Oharu, Kenji Mizoguchi, 1952


 "Η Ζωή της Οχάρου" στα ελληνικά ("Saikaku Ichidai Onna" ο πρωτότυπος τίτλος), από τον πολύ σπουδαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη Kenji Mizoguchi και το 1952. Σε σχέση με τα γνωστότερα αριστουργήματα του Μιζογκούτσι (Σταυρωμένοι Εραστές, Ουγκέτσου Μονογκατάρι, Επιστάτης Σάνσο) η Ζωή της Οχάρου είναι αδίκως υποτιμημένη, καθώς πολλά χρόνια μετά την προβολή της αναγνωρίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη, αν και ήταν η ταινία που προσέδωσε στον Μιζογκούτσι παγκόσμια φήμη κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ είναι και η πιο ισορροπημένη του και επίσης αποτελεί και την αγαπημένη ταινία του Ιάπωνα δημιουργού!

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Μία πενηντάχρονη πόρνη, αδυνατώντας πλέον να θέλξει άντρες, αφήνει τις αναμνήσεις της θλιβερής της ζωής να την πλημμυρίσουν. Η Οχάρου, όταν ήταν νέα, στην αυτοκρατορική αυλή ερωτεύτηκε και έγινε η ερωμένη ενός άντρα πολύ πέραν της κοινωνικής της τάξης: ενός Σαμουράι. Όταν η σχέση τους αποκαλύφθηκε, η Οχάρου και η οικογένειά της εξορίστηκαν. Η ζωή της από τότε, δεν ήταν παρά μια συνεχής εναλλαγή θλίψης και ταπείνωσης.

 Η Οχάρου λοιπόν είναι η όμορφη καμαριέρα μιας πριγκίπισσας στο αρχαίο Κιότο. Ο Κατσουμοσάκε ένας χαμηλόβαθμος Σαμουράι την ερωτεύεται και την οδηγεί σε ένα πανδοχείο όπου περνούν μαζί τη νύχτα. Η αστυνομία που ψάχνει για πόρνες και απόκληρους τους συλλαμβάνει και μολονότι η Οχάρου είναι αθώα καταδικάζονται ότι έχουν παράνομες ερωτικές σχέσεις. Η Οχάρου και οι γονείς της εξορίζονται από την πόλη και ο Κατσουμουσάκε αποκεφαλίζεται. Στην εξορία που ζει η Οχάρου η ομορφιά της δεν περνάει απαρατήρητη. Έτσι ο Σασάγια ένας πλούσιος έμπορος θέλοντας να προσφέρει εξυπηρέτηση στον τοπικό φεουδάρχη του γνωρίζει την Οχάρου σαν μια ερωμένη που πιθανόν να του χάριζε τον διάδοχο που λαχταρούσε. Ο άρχοντας εγκρίνει την Οχάρου που γρήγορα του χαρίζει ένα αγοράκι. Όμως μετά τη γέννηση του παιδιού, φαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητη πλέον και το ζηλόφθονο χαρέμι του την διώχνει. Ο Πατέρας της Οχάρου που σχεδίαζε να ζήσει μια άνετη και ήσυχη ζωή με τη βοήθεια του άρχοντα, ξαφνιάζεται με την επιστροφή της και γρήγορα την εξωθεί στο να γίνει εταίρα πολυτελείας...

 Ο Μιζογκούτσι, αυτός ο πραγματικά μοντερνιστής δημιουργός του ιαπωνικού σινεμά, βασισμένος στο μυθιστόρημα του Σαϊκάκου Κοτσόκου Ιτσιντάι Όνα η ζωή μιας γυναίκας ελευθερίων ηθών και μη ξεφεύγοντας από το ύφος του συγγραφέα κάνει μια δραματική ταινία πάθους και βρίσκει ιδανική συγκυρία για να ασκήσει δριμύτατη κριτική στη Μεσαιωνική ιαπωνική κοινωνία.
 Με διάρκεια που ξεπερνάει τις 2 ώρες, ρεαλιστική αφήγηση, όμορφα χαρακτηριστικά και κοστούμια της εποχής και υπέροχα μακρόσυρτα πλάνα, ο Μιζογκούτσι μας παρουσιάζει τη ζωή της Οχάρου όπου τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό για την ομώνυμη πρωταγωνίστρια, ενώ και οι απανωτοί εξευτελισμοί θα συμπληρώσουν αυτό το τραγικό πορτρέτο μιας γυναίκας που ναι μεν μπορεί να παραβίασε το νόμο, αλλά που όμως εξαιτίας ενός μόνο ανθρώπινου λάθους (κι ας είναι ευγενούς καταγωγής) είναι καταδικασμένη εξαιτίας της απίστευτα αυστηρής νομοθεσίας να το πληρώνει για μια ολόκληρη ζωή..
 Ο ίδιος ο Μιζογκούτσι είχε συναντήσει σε μικρή ηλικία ένα μέρος της τραγικότητας της Οχάρου στα πρόσωπα των δύο του αδερφών και της μητέρας του. Η μεγάλη του αδερφή είχε πουληθεί για γκέισα, ενώ η άλλη μαζί με τη μητέρα του κακομεταχειρίζονταν από τον πατέρα του.

Η Οχάρου (την υποδύεται μία συγκλονιστική Κινίγιο Τανάκα, η μούσα του Μιζογκούτσι) αφού της δολοφονήσουν τον μεγάλο της έρωτα (τον υποδύεται ο Toshiro Mifune στον μοναδικό του ρόλο σε φιλμ του Μιζογκούτσι!) θα αρχίσει να περιπλανιέται αδίκως, ψάχνοντας απεγνωσμένα λίγη χαρά.
 Μαζί με το κουρασμένο και ταλαιπωρημένο σώμα της "σέρνει" και την αλλαβάστρινη ομορφιά της που τραβάει τους άνδρες τον έναν μετά τον άλλο. Σε κάποιους θα ενδώσει ερωτικά, αλλά με κανέναν δεν θα δείξει να το ευχαριστιέται.
 Αφού θα περιπλανιέται για καιρό μέσα στη δυστυχία και την κακοτυχία, κάποια στιγμή η μητέρα της θα την ειδοποιήσει πως τη ζήτησε ο πατέρας του παιδιού της και άρχοντας φεουδάρχης πλέον. Η Οχάρου θα χαμογελάσει μετά από πολύ καιρό μιας και θα σκεφτεί ότι μπορεί να ξαναδεί το παιδί της. Όμως ο άρχοντας θα την διατάξει να εξαφανιστεί απ' την πόλη για να μη βγει προς τα έξω η απαίσια και ντροπιαστική ζωή της..
 Και η ηρωίδα μας θα κινήσει για το τελευταίο στάδιο του ταξιδιού της. Ξεπερνώντας τα τελευταία εμπόδια θα κατορθώσει να φτάσει σε ένα μοναστήρι. Και εκεί πια θα βρει την ηρεμία της. Εκεί θα βρει ότι δεν μπόρεσε όλα αυτά τα χρόνια κυνηγώντας την επίγεια χαρά.

 Και ο Μιζογκούτσι σκηνοθετεί μία από τις πιο άρτια δομημένες ταινίες του όπου ο θυμός για την κακομεταχείριση της γυναίκας στην τότε ιαπωνική κοινωνία ισορροπεί εκπληκτικά με την άψογη αίσθηση του σκηνοθέτη για εκείνη την περίοδο. Και ενώ θεματικά το φιλμ θα μπορούσε να είναι ένα κοινό μελόδραμα ο τεράστιος αυτός κινηματογραφιστής καταρρίπτει κάθε τέτοια υποψία με έναν απίθανο χειρισμό της κάμερας, αλλά και βοηθούμενος από τη συγκλονιστική ερμηνεία της Κινίγο Τανάκα, για να αφηγηθεί τελικά μία σκοτεινή, δραματική ιστορία και να κάνει μία από τις πιο φεμινιστικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ!

Μία υπέροχη απεικόνιση από τον Μιζογκούτσι για τη γυναικεία δουλεία και την υποβάθμιση στη Μεσαιωνική Ιαπωνία του 17ου αιώνα.

 Βαθμολογία: 8,5/10

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Il Vangelo secondo Matteo, Pier Paolo Pasolini, 1964


 Η πιο ιερόσυλη και ταυτόχρονα πιο ευλαβική κινηματογραφική απόδοση της ζωής του Χριστού από τον μέγα Ιταλό σκηνοθέτη Pier Paolo Pasolini και το 1964. Είναι η μοναδική ταινία με το συγκεκριμένο θέμα που βασίστηκε σε Ευαγγέλιο και μάλιστα το πιο λιτό, προσιτό και λιγότερο μεταφυσικό, το "Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο", όπου ο Pasolini αν και χρησιμοποιεί μόνο το μισό κείμενο, φροντίζει να εντάξει στην ταινία την πραγματικά πολύ μαχητική διάσταση του Λόγου του Χριστού και ίσως για αυτό και θεωρείται από τους περισσότερους, ακόμα και από τους αθεϊστές, ως η καλύτερη ταινία για τη ζωή Του.

 Η υπόθεση της ταινίας:
 Πιστή μεταφορά τού κατά Ματθαίον ευαγγελίου από έναν άθεο σκηνοθέτη, το έργο του οποίου, ωστόσο, διέπεται από τις ιδέες του ιερού και του τραγικού.
Ο Παζολίνι βρίσκει την Παλαιστίνη του Ματθαίου στα χωριά της φτωχικής Νότιας Ιταλίας, όπου κινηματογραφεί την ιστορία του Ιησού. Παρουσιάζει έναν Χριστό απλό -σαν άνθρωπο-, αλλά με θεϊκή δύναμη στο λόγο, ο οποίος παρασύρει μαζί του τον καταπιεσμένο λαό, και επενδύει μουσικά τις εικόνες του (που θυμίζουν την αισθητική του νεορεαλισμού) με μια ελεύθερη μουσική επιλογή (Μπαχ, Μίσα Λούμπα, λαϊκά τραγούδια) που δίνει μια διαχρονική διάσταση στο ιερό δράμα
  Ο Pier Paolo Pasolini λοιπόν, αυτός ο άθεος, ή καθολικός μαρξιστής (όπως συνήθιζε να αυτοαποκαλείται) κινηματογραφιστής βασίζεται στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο για να κάνει μία θρησκευτικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα ποιητική και με βαθιά πολιτικά μηνύματα ταινία, για τη ζωή του Χριστού. Δίχως την παραμικρή προσωπική παρέμβαση στο... έτοιμο σενάριο, παρά μόνο με τη νεορρεαλιστική μεταφορά του, ο Παζολίνι δίνει βάση στον ανθρώπινο χαρακτήρα του Χριστού. 
 Με υπέροχα βωβά κάδρα, ασπρόμαυρο φυσικά φόντο, έξοχη μουσική σύνθεση με κλασική μουσική και έναν... άγνωστο στον πρωταγωνιστικό ρόλο (Enrique Irazoqui), ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης δημιουργεί την πιο όμορφη απεικόνηση του ευαγγελικού λόγου που έγινε ποτέ!
 Και παράλληλα ο Παζολίνι βουτάει στα βαθιά νερά του ποιητικού κινηματογράφου με σαφείς αναφορές στο δικό του ποιητικό έργο και φυσικά κάνει τον θεατή συμμέτοχό του, αφού του δίνει τις εικόνες και τον βάζει στο παιχνίδι να ψάξει να βρει τί κρύβεται πέρα απ' αυτές.
 Και φυσικά ο Παζολίνι δεν κάνει μια θρησκευτική ταινία για να προσυλητίσει το κοινό (όντας κι ο ίδιος φανατικά άθεος) ούτε και να παρουσιάσει ακόμη μία μεταφυσική εκδοχή της ζωής του Ιησού, αλλά αντίθετα, για να προβάλει τον "θεϊκά" ανθρώπινο χαρακτήρα Του, όπου παρουσιάζει τον Χριστό, ως τον "πρώτο κομμουνιστή" που καθοδήγησε μέσω του ισχυρού Λόγου του τους χωρικούς, μιλώντας στην καρδιά του καταπιεσμένου λαού. Η Παζολινική Ιερουσαλήμ είναι η φτωχή Νότια Ιταλία, όπου οι αγρότες και γενικά όλοι οι άνθρωποι "σταυρώνονται" σε καθημερινή βάση για να βγάλουν τα προς το ζην, ζώντας σε άθλιες συνθήκες πείνας και φτώχειας. Και είναι το ιδανικό μέρος για να ακουστεί ο Λόγος του Χριστού και να βρει πραγματική απόκριση..
 Και μάλιστα όλοι οι διάλογοι αποτελούν αναλλοίωτα αποσπάσματα του Ευαγγελίου. Μία ακόμη μεγάλη μαγκιά του σκηνοθέτη και του κινηματογραφικού επιτελείου του!
 Στην όλη αυτή λιτή απόδοση του πιο απλού και λιγότερο δογματικού Ευαγγελίου, ο Παζολίνι χρησιμοποιεί και ερασιτέχνες ηθοποιούς για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο αυτή την απλότητα που επιθυμούσε ο ίδιος ο Ιταλός. Πέραν του Ενρίκε Ιραζόκουι στο ρόλο του Ιησού, την Παναγία υποδύεται η αγαπημένη μητέρα του σκηνοθέτη, Σουσάνα Παζολίνι!
  Και ο Πιερ Πάολο Παζολίνι σκηνοθετεί απλά, όμορφα, λυρικά και απόλυτα ποιητικά τη ζωή του Χριστού, δεν εκμαιεύει τη συγκίνηση του θεατή και ακόμη δεν απεικονίζει τα βασανηστήρια ούτε γεμίζει την εικόνα με αίμα για να δείξει τα "Πάθη" Του.

 Είναι άθεος αλλά κάνει μια θρησκευτικού περιεχομένου ταινία με απόλυτο σεβασμό απέναντι στον ανθρώπινο χαρακτήρα του Ιησού, παρουσιάζοντας με απόλυτη αληθοφάνεια την ιστορία, δίχως την παραμικρή προσπάθεια για δογματισμό και θρησκευτικό προσυλητισμό, αλλά και καμία ασέβεια και προσβολή, ικανοποιώντας έτσι τόσο τους θρησκόληπτους όσο και τους άθεους θεατές.

 Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι για την ταινία:
«Το Ευαγγέλιο μού έβαζε το εξής πρόβλημα. Δεν μπορούσα να το εξιστορήσω σαν ένα κλασικό αφήγημα γιατί δεν είμαι πιστός, αλλά άθεος.
Από την άλλη, ήθελα παρόλα αυτά να κινηματογραφήσω το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», δηλαδή να διηγηθώ την ιστορία του Χριστού, Υιού του Θεού.
Έπρεπε, λοιπόν, να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα.
Δεν ήταν δυνατόν λοιπόν να την εξιστορώ εγώ. Έτσι, χωρίς να το θέλω ακριβώς, οδηγήθηκα στην ανατροπή όλης μου της κινηματογραφικής τεχνικής και γεννήθηκε αυτό το μάγμα ύφους που είναι χαρακτηριστικό του «κινηματογράφου της ποίησης». Διότι για να μπορέσω να εξιστορήσω το Ευαγγέλιο, έπρεπε να βυθιστώ στην ψυχή ενός που πιστεύει.
Εδώ βρίσκεται ο έμμεσος ελεύθερος λόγος: από τη μια μεριά η διήγηση βλέπεται με τα δικά μου μάτια ενός πιστού. Κι είναι η χρήση αυτού του έμμεσου ελεύθερου λόγου που προκα­λεί το συμφυρμό του ύφους, αυτό το μάγμα που ανέφερα
».


 Ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ ακόμη κέρδισε βραβεία σε πολλά διεθνή φεστιβάλ και ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ.

 Βαθμολογία: 8,5/10