Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Crna macka, beli macor, Emir Kusturica, 1998


 "Μαύρη Γάτα, Άσπρος Γάτος" είναι ο ελληνικός τίτλος ("Black Cat White Cat" ο διεθνής) αυτής της ανατρεπτικής κομεντί του Εμίρ Κουστουρίτσα (Emir Kusturica). Τρία χρόνια μετά το αριστουργηματικό "Underground", ταινία που καθιέρωσε τον Κουστουρίτσα παγοσμίως σαν έναν μεγάλο δημιουργό, ο σπουδαίος Σέρβος σκηνοθέτης δημιουργεί αυτήν εδώ την ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία με αστείρευτη θετική διάθεση!

 Η υπόθεση της ταινίας:
Ο Μάτκο μπορεί να παριστάνει τον έξυπνο κομπιναδόρο αλλά όπως λένε "το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται!". Έτσι αγοράζει νερό νομίζοντας πως είναι πετρέλαιο, γεγονός που τον οδηγεί στην οικονομική καταστροφή. Η μία συμφορά έρχεται μετά την άλλη και αναγκάζεται να πάει στο μεγαλύτερο γκάνγκστερ της περιοχής, τον Νταντάν, προκειμένου να ζητήσει χρηματοδότηση για την επόμενη κομπίνα του. Το σχέδιο του Μάτκο πάει στραβά και τώρα μόνο μία λύση του απομένει για να ξεπληρώσει τα χρέη: να παντρέψει το γιο του με την αδερφή του Νταντάν... 

 Ο Κουστουρίτσα σκηνοθετεί εντυπωσιακά, με μία πολύ καλή διάθεση, η οποία αποτυπώνεται σε κάθε σεκάνς, σε κάθε πλάνο και φυσικά προσδίδει μία ξεχωριστή νότα αισιοδοξίας στο φιλμ.
 Το στόρι είναι θεότρελο, οι ρυθμοί καταιγιστικοί, η περιήγηση στη γιουγκοσλαβική ενδοχώρα πανέμορφη, η μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς υπέροχη, τα άγνωστα σε εμάς μουσικά όργανα αναδύουν μαγικές μελωδίες και όπως προείπα, η ευχάριστη, κωμική διάθεση του σκηνοθέτη που ενίοτε μετατρέπεται σε ειρωνική βάζει τη δική της σφραγίδα στην ταινία, αφήνοντας ένα πλατύ χαμόγελο διασκέδασης και ικανοποίησης στον θεατή!
 Άλλωστε στο πνεύμα αυτό του σκηνοθέτη εξελίσσεται η ιστορία, με τους "καλούς" να επιβιώνουν, τους "κακούς" να την πληρώνουν και κάθε τι να παίρνει το δρόμο που πρέπει. Σαν παραμύθι με happy end δηλαδή.

 Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι με το "Μαύρη Γάτα, Άσπρος Γάτος" ο Κουστουρίτσα κάνει έναν ύμνο για τη ζωή! 


Το ευφυές, ανάλαφρο μαύρο χιούμορ του Κουστουρίτσα επισκιάζει τις όποιες, ελάχιστες δραματικές στιγμές και διανθίζει με τσιγγάνικα στοιχεία όλα τα αλλόκοτα γεγονότα που παρακολουθούμε.


Η ταινία έχει κερδίσει τον Αργυρό Λέοντα για Καλύτερη Σκηνοθεσία, στο Φεστιβάλ της Βενετίας.

 Βαθμολογία: 6/10

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Ο Θίασος, Θόδωρος Αγγελόπουλος, 1975




 "Ο Θίασος" ή αλλιώς "The Travelling Players" όπως είναι ο διεθνώς γνωστός τίτλος, αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του δεύτερου βραβευμένου στις Κάννες Έλληνα σκηνοθέτη με το "Αιωνιότητα και μία μέρα" του 1998, μετά τον Μιχάλη Κακογιάννη και την "Ηλέκτρα" του 1962.
Και που χάρις στον οποίο ο ελληνικός κινηματογράφος απέκτησε διεθνή αναγνώριση. Κατά την άποψή μου πρόκειται σίγουρα για την καλύτερη ταινία του Αγγελόπουλου και ίσως για την σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία του κινηματογράφου μας!

Με τον "Θίασο", ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μας χαρίζει απλόχερα ένα διπλό μάθημα, ιστορίας και κινηματογράφου, κινηματογράφου και ιστορίας. Εντάσσεται στην «τριλογία της Ιστορίας» του Έλληνα σκηνοθέτη, και αποτελεί το δεύτερο μέρος της, μετά τις "Μέρες του '36" και πριν τους "Κυνηγούς". Ενώ επίσης, ο μύθος των Ατρειδών μεταφέρεται στην νεώτερη μεταπολεμική Ελλάδα στη ζωή ενός θιάσου.

 Η 4(!) ωρών ταινία περιγράφει την πορεία ενός θεατρικού θιάσου από το 1939 έως το 1952. Και παράλληλα, την -πολιτική- ιστορία της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Ούτε η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια, ούτε και ορισμένες αργές σκηνές δεν μπορούν να μειώσουν στο ελάχιστο αυτό το αριστουργηματικό φιλμ. Ο θεατής αφήνεται στους υπέροχους μουσικοχορευτικοθεατρικούς ρυθμούς του σκηνοθέτη και ειλικρινά δεν καταλαβαίνει το πότε πέρασε η ώρα, παρά μόνον όταν τελειώσει η ταινία!

 Και κατά την περιπλάνησή τους, θα παρακολουθούμε με όμορφο τρόπο να περιπλέκονται οι δικές τους ιστορίες και καταστάσεις με εκείνες που βιώνει η χώρα. Τα μέλη του Θιάσου κάνουν πρόβες από το έργο του Σπυρίδωνα Περεσιάδη «Γκόλφω, η βοσκοπούλα». Παρεπιμπτόντως τα πολυάριθμα μέλη του Θιάσου αποτελούν μέλη μίας και της ίδιας οικογένειας.

 Οι εναλλαγές των εποχών και η σπονδυλωτή απεικόνιση εκπληκτικές. Ξεκινάμε παρακολουθώντας τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας Μεταξά (1936-40), τον πόλεμο, την εισβολή των Ιταλών στη συνέχεια, την Γερμανική κατοχή (1940-44), την ιστορική απελευθέρωση, την άφιξη Αμερικανοάγγλων με τις ευλογίες της εξουσίας, τον τρομερό εμφύλιο (1944-52) και την ανάληψη της εξουσίας απ' τη Δεξιά (ναι, υπήρχε "νικητής" στον εμφύλιο όσο κι αν κάποιοι δεν το παραδέχονται ή επιμένουν στην εκδοχή της "ελληνικής καταστροφής").
 Όλα τα γεγονότα αυτά ως φόντο των περιπλανήσεων του Θιάσου, ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο τα εντυπωσιακά τοπία ενώ μας θυμίζουν άλλωτε θλιβερά και άλλωτε χαρμόσυνα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
 Η υπέροχη μουσική ανήκει στον Λουκιανό Κηλαηδόνη.


 Ο Θίασος για μένα αποτελεί ένα αριστούργημα όχι μόνο για τον ελληνικό αλλά και για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, όπου συγκαταλέγεται μέσα στις 100 καλύτερες ταινίες από καταβολής του. 
 Όσο για την Ελλάδα, θα τον κατέτασσα μέσα στις 10 σπουδαιότερες ελληνικές ταινίες και μάλιστα θα του έδινα την πρώτη θέση αφού θεωρώ τον "Θίασο" ως το σημαντικότερο φιλμ στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Οι υπόλοιπες εννιά της δεκάδας θα είναι: "Ο Δράκος" του Ν. Κούνδουρου, η "Ευδοκία" του Α. Δαμιανού , η "Στέλλα" του Μ. Κακογιάννη, η "Αναπαράσταση" και πάλι του Θ. Αγγελόπουλου, ενώ θα ακολουθούσαν "Η Κάλπικη Λίρα" του Γ. Τζαβέλλα, "Το Ρεμπέτικο" του Κ. Φέρρη, "Η Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων" του Δ. Αβδελιώδη, η "Γλυκιά Συμμορία" του Ν. Νικολαΐδη και το "Σπιρτόκουτο" του Γ. Οικονομίδη.


 13 βραβεία και διακρίσεις κέρδισε συνολικά ο Θίασος, σημαντικότερα των οποίων:
Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Καννών, Βραβείο INTERFILM στο Φόρουμ του Βερολίνου, Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ της Ταορμίνα, Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς στο Φεστιβάλ Βρυξελλών, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Χρονιάς σύμφωνα με το B.F.I, Μέγα Βραβείο Τεχνών στην Ιαπωνία. Η Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας ανακήρυξε τον "Θίασο", Καλύτερη Ταινία της Δεκαετίας 1971-1980, ενώ η Διεθνής Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου τον κατέταξε στην 44η θέση των καλύτερων ταινιών στην Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου.

 Ίσως η αντικειμενική του αξία να είναι -ελάχιστα- χαμηλότερη, αλλά βάζω στρογγυλό 10 ως φόρο τιμής στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά και για έναν ελληνικό κινηματογράφο που δεν υπάρχει πια..
 Βαθμολογία: 10/10

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Rashomon, Akira Kurosawa, 1950

 

 Το Rashomon του Akira Kurosawa, του σημαντικοτέρου ίσως Ιάπωνα σκηνοθετη είναι ένα αριστουργηματικό φιλμ, που μπορεί να μην έτυχε της αποδοχής και απήχησης ταινιών όπως "The Seven Samurai", "Ran", "Throne of Blood", "Yojimbo", αλλά προσωπικά δε νομίζω ότι υστερεί συγκρίσει με αυτές. Απεναντίας, του χάρισε το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και το "Χρυσό Λιοντάρι" στο φεστιβάλ Βενετίας, ενώ ήταν το φιλμ που του προσέδωσε παγκόσμια καταξίωση!


  Η υπόθεση της ταινίας:
 Στην Ιαπωνία του 12ου αιώνα, μια γυναίκα βιάζεται και ο σύζυγός της δολοφονείται από τον πασίγνωστο ληστή Ταγιομαρού. Ο δράστης σύντομα συλλαμβάνεται αλλά η κατάθεσή του, είναι εντελώς διαφορετική από την κατάθεση του θύματος. Ένας αυτόπτης μάρτυρας που βρήκε το πτώμα του άντρα, καλείται για να δώσει φως στην υπόθεση αλλά περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση καθώς η κατάθεση του είναι επίσης διαφορετική από τις υπόλοιπες... Μια ταινία πάνω στην αβεβαιότητα, την αμφιβολία, και την ανησυχία που προκαλούν όλα αυτά τα συναισθήματα. Κρύβει όλους τους φιλοσοφικούς και ψυχολογικούς αρμονικούς ήχους που θα χαρακτηρίζουν από εκεί και έπειτα την κινηματογραφική πορεία του σκηνοθέτη. Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Bενετίας και Οσκαρ ξένης ταινίας, και εκπληκτική ερμηνεία από τον Μιφούνε.



 Το εκπληκτικό σενάριο δια χειρός Akira Kurosawa, Shinobu Hashimoto, είναι από μια νουβέλα του Ryunosuke Akutagawa. Ο Toshiro Mifune δίνει και εδώ μία εκπληκτική ερμηνεία.

  Φαινομενικά και με πρώτη ανάγνωση πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ, με την δολοφονία ενός αριστοκράτη, το βιασμό της γυναίκας του, μάρτυρες, υπόπτους κλπ.. Ο σπουδαίος όμως Ιάπωνας σκηνοθέτης δεν μένει εκεί. Αντίθετα, μας παρουσιάζει το φόνο και το βιασμό ως αφορμές για να μας οδηγήσει σε ένα υπέροχο φιλοσοφικό ταξίδι. Τα ερωτήματα που θέτει είναι αμέτρητα και ο θεατής παρασύρεται άνευ όρων στην πανέμορφη -αν και σε ασπρόμαυρο φόντο- μαγεία που προσφέρει ο Κουροσάβα.
 Ένα δοκίμιο επί της ουσίας για την αλήθεια, το ψέμα και τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που υπάρχει ανάμεσά τους. Τί είναι αλήθεια λοιπόν και τί ψέμα, έννοιες όπως υποκειμενικότητα, διαφορετική εκδοχή, αμφισβήτηση, δυσπιστία, ανασφάλεια αποτελούν μέρη του κουβαριού που με μαεστρικό τρόπο ξεδιπλώνει ο Κουροσάβα επί της οθόνης.

 Τρία πρόσωπα λοιπόν, τρεις διαφορετικές εκδοχές πάνω στην ίδια ιστορία. Τρία διαφορετικά χωροχρονικά επίπεδα. Τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τρεις ξεκάθαρα υποκειμενικές ιστορίες, γεμάτες αντιθέσεις... και αργότερα και μία τέταρτη.
 Η ιστορία είναι η ίδια. Τα γεγονότα τα ίδια. Η ατομικότητα όμως της υποκειμενικής προσέγγισης του κάθε μάρτυρα ποικίλλει. Σε αυτό συμβάλλουν διάφορα συναισθήματα, εμπειρίες, συμφέροντα, απόψεις, προσωπικότητες του καθενός.
  Ο Κουροσάβα χρησιμοποιεί με εκπληκτικό τρόπο τα flash backs για να αφηγηθεί τις τέσσερις διαφορετικές εκδοχές και συνολικά η σκηνοθεσία είναι εξαιρετική. Ποιος τελικά λέει την αλήθεια, εάν όντως κάποια απ' τις προσεγγίσεις είναι αληθινή... Κάπου εδώ μας κλείνει το μάτι ο Ιάπωνας σκηνοθέτης, αφού "Οι άνθρωποι δεν μπορούν να πουν την αλήθεια γιατί είναι άνθρωποι" όπως λέει χαρακτηριστικά εις εκ των μαρτύρων!
   

Ταινία σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου. Συχνά θα την βρείτε σε λίστες ανάμεσα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Μια δημιουργία αποτελούμενη απ' τα υλικά που είναι φτιαγμένα τα αριστουργήματα.

Ο ίδιος ο Ακίρα Κουροσάβα είχε πει σχετικά με το σενάριο της ταινίας και τους χαρακτήρες:
«Τα ανθρώπινα όντα είναι ανίκανα να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους όσον αφορά τους ίδιους τους τούς εαυτούς. Δεν μπορούν να μιλήσουν για τους εαυτούς τους χωρίς να τους εξωραΐσουν. Το σενάριο περιγράφει τέτοια ανθρώπινα όντα-είδη που δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς ψέματα που να τα κάνουν να νοιώθουν άνθρωποι καλύτεροι από όσο είναι. Δείχνει ακόμη αυτή την αμαρτωλή ανάγκη τους να κολακεύουν και να προσποιούνται ακόμη και μέσα από τον τάφο-ακόμη και ο χαρακτήρας που πεθαίνει δεν μπορεί να σταματήσει να λέει ψέματα όταν μιλάει μέσω του μέντιουμ στους ζωντανούς. Ο εγωισμός είναι μια αμαρτία που το ανθρώπινο ον κουβαλάει μαζί του εκ γενετής. Η λύτρωση από αυτή είναι το πιο δύσκολο πράγμα.»

 Δάσκαλος για ολόκληρο τον κινηματογράφο ο Kurosawa, πολλές ταινίες του διδάσκονται ως σεμινάρια σε σχολές κινηματογράφου -μεταξύ των οποίων και το Rashomon- ενώ πολλοί μεταγενέστεροι συνάδελφοί του πήραν πολλά στοιχεία απ' τις ταινίες και τον τρόπο κινηματογράφησης του σπουδαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη. 

Βαθμολογία: 9,5/10

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Nuovo Cinema Paradiso, Giuseppe Tornatore, 1988


"Nuovo Cinema Paradiso", ελληνικός τίτλος "Σινεμά ο Παράδεισος" είναι η δεύτερη ταινία του Giuseppe Tornatore, αυτή που έκανε γνωστό τον σημαντικό Ιταλό σκηνοθέτη και μακράν ότι καλύτερο έχει υπογράψει μέχρι σήμερα.

 Έχω την εντύπωση ότι πρόκειται για μία πάρα πολύ συμπαθητική ταινία για όλους τους κινηματογραφόφιλους. Ανεξάρτητα απ' το εάν τη θεωρεί ο καθένας μεγάλη, πολύ καλή, αριστουργηματική ή σημαντική, προσωπικά δεν έχω ακούσει από κάποιον φίλο του σινεμά να χαρακτηρίσει κακή ή αδιάφορη αυτή την ταινία. Κάτι που δύσκολα συμβαίνει ακόμη και σε σπουδαία, κλασικά φιλμ! Αν και πιστεύω ότι ανάμεσα στις κλασικές συγκαταλέγεται και αυτή η υπέροχη ταινία του Τορνατόρε.
  Παρόλα αυτά θεωρώ ότι πιο "τιμητικό" τόσο για το φιλμ όσο και για τον σκηνοθέτη του, θα ήταν η τοποθέτησή του ανάμεσα όχι στις κλασικές, σημαντικές, μεγάλες, αλλά ανάμεσα στις πιο ωραίες και αγαπημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου..

 Η υπόθεση:
Το Σινεμά Παράδεισος αφηγείται την ιστορία του Salvatore (το παρατσούκλι του είναι Toto), ενός ορφανού αγοριού το οποίο γεννήθηκε και έζησε σε ένα μικρό χωριό της Σικελίας στην δεκαετία του '40 και '50. Τώρα διάσημος σκηνοθέτης πια, επιστρέφει στην Σικελία για την κηδεία του παιδικού του φίλου του Alfredo, ο οποίος εργαζόταν στον μοναδικό κινηματογράφο του χωριού και έκανε τις προβολές.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, περνάει από μπροστά του όλη του η ζωή. Ο πρώτος του έρωτας με την πανέμορφη Elena, τα χρόνια που έζησε στην κλειστή κοινωνία πριν από τριάντα χρόνια και τα καλά και τα άσχημα που του συνέβησαν στην ζωή του μέχρι τώρα.


 Ο Salvatore λοιπόν, ο ήρωάς μας θα επιστρέψει στην πόλη που γεννήθηκε ύστερα από πολλά χρόνια και ένα οδοιπορικό μνήμης θα περάσει μπροστά απ' τα μάτια του και απ' τα δικά μας. Θα θυμηθεί τη φιλία του με τον Alfredo (Philippe Noiret), έναν μηχανικό προβολής. Άλλωστε για χάρη του φίλου επέστρεψε στη Σικελία, για να παραβρεθεί στην κηδεία του. Και έτσι, θα θυμηθεί την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο, τη σχέση λατρείας που ανέπτυξε με την 7η τέχνη, αλλά και την διέξοδο που θα βρει εκεί απ' την καθημερινότητα και τη ρουτίνα. Νοσταλγική αναπαράσταση απ' τον Τορνατόρε μιας εποχής που ο κινηματογράφος αποτελούσε το επίκεντρο ολόκληρης της πόλης, όπου γέμιζε σε κάθε προβολή με κάθε λογής ανθρώπους ανεξαρτήτως μορφωτικού, κοινωνικού ή ταξικού επιπέδου και όλοι οι θεατές μοιράζονταν τα συναισθήματά τους.


 Ο ίδιος ο τίτλος προδίδει ότι η ταινία θα είναι άμεσα συνυφασμένη με τον κινηματογράφο. Δεν είναι όμως κάποιο ντοκυμαντέρ για την δημιουργία και την ιστορία του κινηματογράφου. Με εφαλτήριο την αγαπημένη τέχνη ξεδιπλώνεται μια ιστορία με πλούσια συναισθήματα. Νοσταλγία, φιλία, αυτοθυσία, αθωότητα, αγάπη, τρυφερότητα, χαρά, πικρία, γέλιο, θλίψη και άλλα τόσα συνοδεύουν τις θύμισες του Σλαβατόρε, αλλά περνάνε και στον θεατή που αφήνεται στη μαγεία, που ένας κινηματογράφος σαν τον Ιταλικό ξέρει να δημιουργεί με έναν υπέροχο, ξεχωριστό τρόπο.

  Ο νεαρός Σαλβατόρε λοιπόν, θα αναπτύξει μια βαθιά φιλία με τον ηλικιωμένο μηχανικό προβολής, θα προτιμάει να ξοδεύει το λιγοστό χαρτζηλίκι του για ταινίες αντί για φαγητό, θα μάθει να χειρίζεται ο ίδιος τη μηχανή, μέχρι που μετά από πολλά συμβάντα, ο μικρός με τολμηρό αίσθημα αυτοθυσίας και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του θα σώσει τον γέρο φίλο του όταν ο τελευταίος θα εγκλωβιστεί στο σινεμά από μια φωτιά που ξέσπασε.

 Αργότερα, έφηβος πια θα ερωτευθεί μία πολύ όμορφη κοπέλα, την Elena και όντας ντροπαλός θα περάσει καιρός μέχρι να την πλησιάσει. Εκείνη θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά του και ο Τορνατόρε μας παρουσιάζει παράλληλα τους δύο μεγάλους έρωτες του Σαλβατόρε, αυτόν για την Ελένα και φυσικά εκείνον για το σινεμά, ενώ επίσης, σκηνοθετεί με ιδιαίτερη τρυφερότητα τους χαρακτήρες του και τους κάνει πάρα πολύ συμπαθείς σε εμάς. Ο Ιταλός σκηνοθέτης κάνει μία ταινία - ύμνο στον άνθρωπο και εμείς τον ευγνωμονούμε για αυτό!
 Όλες οι ερμηνείες είναι εκπληκτικές, η δε, υπέροχη μουσική του μοναδικού Ένιο Μορικόνε πλημμυρίζει κάθε σεκάνς με έντονα συναισθήματα.
 Ενώ το τέλος της ταινίας είναι απλά μαγικό. Είναι ένα απ' τα πιο δυνατά φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου και από εκείνα που δεν γίνεται να φύγουνν απ' τη μνήμη σου.

 Ένας ύμνος στον άνθρωπο, τον έρωτα, τον κινηματογράφο!

Βραβείο ΟΣΚΑΡ Ακαδημίας Κινηματογράφου - Χρυσή Σφαίρα - Νικήτρια 5 Βραβείων BAFTA Βρετ. Ακαδημίας - Μέγα Βραβείο Επιτροπής Φεστιβάλ Καννών.


Βαθμολογία: 9/10

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Le Salaire de la Peur, Henri-Georges Clouzot, 1953



"Το μεροκάματο του τρόμου" είναι ο ελληνικός τίτλος του έξοχου αυτού φιλμ απ' τη Γαλλία και τον Ανρί-Ζορζ Κλουζό (Henri-Georges Clouzot), του 1953.

 Πρόκειται για μία από τις πιο συναρπαστικές περιπέτειες που γυρίστηκαν ποτέ, χωρίς αστεία εφέ φυσικά και η οποία περιγράφει την αγωνία, την ένταση, ολόκληρη την περιπέτεια που ζει μια ομάδα ανδρών που μεταφέρουν ένα φορτίο νιτρογλυκερίνης μέσα από τη ζούγκλα της Κεντρικής Αμερικής, για λογαριασμό Αμερικανικής εταιρίας πετρελαίου, προκειμένου να κερδίσουν το πλουσιοπάροχο μεροκάματό τους. Το μεροκάματο του τρόμου...
 Και οι τέσσερις που θα αναλάβουν τη δουλειά είναι Ευρωπαίοι. Ο υπεύθυνος της εταιρείας απέφυγε να αναθέσει σε ντόπιους την επικίνδυνη αυτή αποστολή, για να μην αναγκαστεί να πληρώσει αποζημίωση στις οικογένειές τους σε περίπτωση θανάσιμου δυστυχήματος!
 Ο Ανρί-Ζορζ Κλουζό οπωσδήποτε συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγάλους του Γαλλικού σινεμά και στους δασκάλους του κινηματογράφου. Και εδώ αποδεικνύει περίτρανα το γιατί είναι σπουδαίος κινηματογραφιστής.

 Απ' την αρχή της ταινίας, ο Κλουζό καταπιάνεται με τους ήρωές του και καταγράφει τις καταστάσεις που βιώνουν οι χαρακτήρες του. Από νωρίς θα μας βαλει στο δρόμο που θα ακολουθήσουν και ο οποίος με φρίκη θα ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια μας. Ο Γάλλος σκηνοθέτης είανι ειλικρινής εξαρχής απέναντι στον θεατή. Δίχως να δείχνει την παραμικρή συμπάθεια προς τους χαρακτήρες του, τους ξεγυμνώνει μπροστά μας, βγάζοντας επί της οθόνης όλη την μικρότητά τους, την αθλιότητα, τη μιζέρια και τη δειλία που τους κατατρώνε ενώ μας προαναγγέλει ακόμη και τον θάνατό τους!

 Πριν κιόλας οι τέσσερις πρωταγωνιστές αναλάβουν τη δουλειά της μεταφοράς με τα φορτηγά του φορτίου νιτρογλυκερίνης, ο εργοδότης είναι ξεκάθαρος: "Και τα δύο φορτηγά να μην φτάσουν μέχρι το τέλος, έστω το ένα να τα καταφέρει θα είναι σημαντικό". Αναγγέλει λοιπόν ο Κλουζό τον θάνατο και η αγωνία κατακλύζει τον θεατή που περιμένει από πού θα έρθει... το μοιραίο!
 Η ένταση της δραματουργίας κλιμακώνεται σταδιακά σε βαθμό που φτάνει να μας καθηλώσει.

 Yves Montand και Charles Vanel θεωρώ πως συνθέτουν ένα "όμορφα αταίριαστο" δίδυμο, ενώ η σκηνοθετική δύναμη του Κλουζό είναι τεράστιου βεληνεκούς.
 Στην αρχή του φιλμ και μάλιστα για περίπου 45', παρακολουθούμε την έξοχη αναπαράσταση της εποχής. Την φτώχεια, την πείνα, την ανεργία και την εξαθλίωση στο τότε Μεξικό αλλά και γενικότερα στην Κεντρική και Νότια Αμερική.
 Στη συνέχεια απλά καθηλωνόμαστε από την περιπέτεια!
 Πολύ δύσκολη και απάνθρωπη αποστολή που μόνο κάποιος "τρελός" θα αναλάμβανε. Αλλά για αυτό τον λόγο άλλωστε τα χρήματα που προσφέρονται είναι πάρα πολλά και αποτελούν το διαβατήριο για τους ήρωές μας προκειμένου να ξεφύγουν απ' την κόλαση του Μεξικό και να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Εύφλεκτο λοιπόν το υλικό που κουβαλούν στο φορτηγό, εύφλεκτες και οι σχέσεις μεταξύ των ανδρών. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους είναι πάρα πολλές και αναπόφευκτες, απόρροια της έντασης που επικρατεί, της έλλειψης καθαρού μυαλού, αλλά ο στόχος είναι κοινός και για να επιτευχθεί, απαραίτητη είναι η συνεργασία μεταξύ τους. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά και συμβιβάζονται κάθε φορά που μια νέα σύγκρουση έρχεται στο προσκήνιο να διαταράξει τις σχέσεις τους.
 Αυτό το ψυχογράφημα των σχέσεων σκηνοθετεί με αγωνιώδη και μοναδικό τρόπο ο Κλουζό.

 Για να οδηγηθούμε σε ένα φινάλε μαγικό. Απ' τα λίγα. Λυρικό, ειρωνικό, υπέροχο.


 Βραβευμένη με ΒΑFTA, χρυσό φοίνικα στις Κάννες, χρυσή αρκούδα στο φεστιβάλ του Βερολίνου μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων, το Le Salaire de la Peur αποτελεί μία απ' τις μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 9,5/10

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

La Dolce Vita, Federico Fellini, 1960




"La Dolce Vita", η "Γλυκιά Ζωή" είναι η θρυλική ταινία που το 1960, δύο χρόνια μετά την ταινία La Strada, έκανε παγκόσμια γνωστό τον Federico Fellini, αυτόν τον σπουδαίο Ιταλό σκηνοθέτη, η οποία μάλιστα του έφερε και τον χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.
Συμπλήρωσε 50 χρόνια απ' την πρώτη της προβολή και αποτελεί μία απ' τις μεγαλύτερες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου, παραμένοντας επίκαιρη όσο ποτέ!


 Η υπόθεση της ταινίας:
 Με κεντρικό ήρωα ένα δημοσιογράφο, υπεύθυνο για τις δημόσιες σχέσεις, ο Φελίνι μας κάνει μια ξενάγηση στον κόσμο του κινηματογράφου και της υψηλής κοινωνίας της Ρώμης, στη δεκαετία του '60. Το χρονικό μιας παρακμής, η πτώση της αξιοπρέπειας, η κάθοδος στην κόλαση, οδηγούν σε ένα σύμπαν, όπου δεν υπάρχουν αξίες εκτός από το αλκοόλ και το σεξ και καμία λύση, εκτός από την αυτοκτονία... Η τοιχογραφία μιας κοινωνίας δοσμένη με κριτικό, ειρωνικό μάτι, μέσα από σκηνές και ερμηνείες που μένουν αξέχαστες. Ταινία που μυθοποιήθηκε και έγινε κοινωνικό φαινόμενο. Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών και ένα Οσκαρ.

 Θα μπορούσε κανείς να πει ότι περιέχει... σχεδόν τα πάντα.  Και δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή εάν λέγαμε ότι όντως περιέχει... σχεδόν τα πάντα!
 Ο Φεντερίκο Φελίνι, αυτός ο μεγάλος κινηματογραφιστής, δύο χρόνια μετά το "La Strada" υπογράφει αυτό το αριστούργημα, μία ταινία-σταθμό στην ιστορία του cinema, ένα φιλμ που συχνά συγκαταλέγεται σε διάφορες λίστες ανάμεσα στις σημαντικότερες ταινίες από καταβολής κινηματογράφου!
 
 Κεντρικός ήρωας της ιστορίας ο αξέχαστος Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Ο Μαρτσέλο λοιπόν (τυγχάνει να κρατάει το όνομά του στο ρόλο που υποδύεται) είναι δημοσιογράφος στη Ρώμη στη δεκαετία του '50. Συγκεκριμένα παρακολουθούμε 7 ημέρες απ' τη ζωή του Μαρτσέλο. Ο ρεπόρτερ μας καλύπτει κοινωνικά θέματα, κυνηγώντας κινηματογραφικούς αστέρες και σκάνδαλα. Έχοντας καταξιωθεί ως σημαντικός δημοσιογράφος αλλά και έχοντας αναδειχθεί κοινωνικά, ο Μαρτσέλο ψάχνει στο χρήμα να βρει το νόημα της ζωής. Κάτι, που θα αλλάξει όταν ο οδυνηρός θάνατος του φίλου του θα έρθει για να τον ταρακουνήσει και να του δείξει ότι στη ζωή άλλα "πράγματα" έχουν νόημα και πραγματική αξία.



 Το σενάριο και η σκηνοθεσία δια χειρός Φελίνι είναι εκπληκτικά, οι ερμηνείες πολύ δυνατές στο σύνολό τους, από Marcello Mastroianni, Anita Ekberg, Anouk Aimée, Yvonne Furneaux, αλλά και τους υπόλοιπους, η ασπρόμαυρη φωτογραφία πανέμορφη, η μουσική υπέροχη και πολλές σεκάνς κλασικές και αξέχαστες, με κυριότερη εκείνη που η Ανίτα Έκμπεργκ βουτάει στη Φοντάνα ντι Τρέβι!

 Οι 7 ημέρες του ρεπόρτερ δεν είναι τυχαίος αριθμός. Πολύ πιθανό ο Φελίνι να μας δίνει μια αλληγορία για τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Σε κάποια απ' τα οποία θα υποπέσει ο Μαρτσέλο, ενώ ορισμένα άλλα θα έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στον ίδιο.
Ο Μαρτσέλο είναι ένας νεαρός πλαίη μπόυ δημοσιογράφος που περνά την μέρα του, ανάμεσα σε διασημότητες και πλούσιους, ψάχνοντας τις εφήμερες ηδονές σε βαρετά πάρτυ. Κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου «ταξιδιού» του, θα συναντήσει την Μανταλένα και θα περάσει την νύχτα μαζί της, στην κρεβατοκάμαρα μιάς πόρνης. Οταν το πρωί θα επιστρέψει σπίτι του, θα ανακαλύψει ότι η φίλη του Έμμα δηλητηριάστηκε εξαιτίας του...
Από κει και μετά θα ακολουθήσουν κι άλλα χτυπήματα, με κυριότερο το θάνατο του αγαπημένου του φίλου, για να κάνουν τον ήρωά μας να αναθεωρήσει τις σκέψεις και  τα πιστεύω του. 


 Παράλληλα ο μέγας Φελίνι μας παρουσιάζει τις αλλαγές που βιώνει ολόκληρη κοινωνία. 15 χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και η Ρώμη αλλάζει ριζικά, κοινωνικά και ηθικά. 





Ένα εντυπωσιακό στοιχείο για το φιλμ:
Η ταινία ξεκινάει με ένα τεράστιο μαρμάρινο άγαλμα του Χριστού, που το μεταφέρει ένα ελικόπτερο πάνω από τα ερείπια ενός αρχαίου ρωμαϊκού υδραγωγείου για να το πάει στον Πάπα στο Βατικανό.

Ο δημοσιογράφος Μαρτσέλο και ο φωτορεπόρτερ του, ο Παπαράτσο ακολουθούν σε ένα δεύτερο ελικόπτερο.

Το άγαλμα του Χριστού, που μοιάζει σαν να ευλογεί όλη την Ρώμη καθώς πετά από πάνω, αντικαθίσταται σύντομα από το βέβηλο τρόπο ζωής και την νεομοντερνιστική αρχιτεκτονική της «νέας» Ρώμης που χαρακτηρίζεται από το οικονομικό θαύμα στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η παράδοση του αγάλματος είναι η πρώτη πολλών επαναλαμβανόμενων σκηνών. Η καθολική εκκλησία θεώρησε την σκηνή αυτή ως παρωδία της δευτέρας παρουσίας  και γι' αυτό στην Ισπανία απαγορεύτηκε το έργο μέχρι το 1975!


Επίσης, απ' την ταινία καθιερώθηκαν δύο όροι: Ο Παπαράτσο, ο φίλος του Μαρτσέλο έδωσε το όνομά του στους απανταχού ρεπόρτερ ή αλλιώς... παπαράτσι και ο τίτλος, "Dolce Vita" μέχρι σήμερα υποδηλώνει την ευχάριστη, γλυκιά, ανέμελη ζωή, ότι δηλαδή έκανε ο ήρωάς μας...




Βραβείο Καλύτερης Ταινίας από την Βρετανική Ακαδημία (BAFTA) 1961. Βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας από την Ένωση Κριτικών Νέας Υόρκης 1961. Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Φεστιβάλ των Καννών 1960, Χρυσός Φοίνικας. Βραβείο Όσκαρ 1962, για τα κοστούμια, ενώ ήταν υποψήφια και στις κατηγορίες Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Σκηνοθεσίας, Καλύτερου σεναρίου.


Μεγάλη, αριστουργηματική ταινία. Μαζί με το 8 1/2 -για μένα- οι καλύτερες του Maestro. Ο Federico Fellini έκανε κάτι... άλλο, πέρα από Σινεμά!


Βαθμολογία: 10/10

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Das Weisse Βand, Michael Haneke, 2009




 Η νέα ταινία του Michael Haneke, η “Η Λευκή Κορδέλα: Μια Ιστορία για τα Παιδιά της Γερμανίας ”, όπως είνια ο πλήρης τίτλος, πολυσυζητημένη και βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες είναι μια εκπληκτική αλληγορία πάνω στην γενιά που γαλουχήθηκε με βία για να εκθρέψει λίγο αργότερα τη μεγαλύτερη φασιστική "Ιδέα", τον ναζισμό.
 Μία ευφυέστατη, εξαιρετική ταινία, σε ασπρόμαυρη φωτογραφία,  μας αφηγείται τις ζωές των κατοίκων μιας επαρχίας σε ένα προτεσταντικό χωριό της Βόρειας Γερμανίας, τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.


 Υπόθεση:
Τα παιδιά, οι οικογένειές τους, ο πάστορας, ο δάσκαλος και ο γιατρός βρίσκονται όλοι στο επίκεντρο. Όμως, ανεξήγητα περιστατικά συμβαίνουν, κάτι σαν μια απροσδιόριστη τιμωρία, αναστατώνοντας τη ροή της καθημερινότητας.
Τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά;
Μια ταινία που περιγράφει τη γέννηση της βίας και την παρακμιακή πορεία της κοινωνίας, στις παρυφές του πολέμου, που άλλαξε τον γεωγραφικό και ανθρώπινο χάρτη.




 Μία λευκή κορδέλα παρακολουθούμε να περνάει ο αυταρχικός πάστορας στο μπράτσο του γιου και της κόρης του, για να τους υπενθυμίζει ότι πρέπει να είναι ενάρετα και ηθικά όντα και μες στην στενχοχώρια του αντιλαμβάνεται(;) ότι χρειάζονται υπενθύμιση προκειμένου να χαλιναγωγήσουν τα άγρια ένστικτά τους και να καταστείλουν την εν δυνάμει λανθασμένη συμπεριφορά τους!
 Αυτό μαζί με άλλα παράξενα όσο και φριχτά γεγονότα λαμβάνουν χώρα σε ένα αγροτικό χωριό της Γερμανίας, στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και μας τα αφηγείται μια γέρικη, τρεμάμενη φωνή που ανήκει στον κάποτε νεαρό δάσκαλο του χωριού. Ένας άνθρωπος που παρατηρεί απ' έξω τα καθέκαστα μιας και δεν είναι κάτοικος του χωριού, αλλά ζει σε κάποιο άλλο μέρος, κοντινό. Η ματιά του λοιπόν, αντικειμενική, απλή, χωρίς χρονική σειρά, αφού η μνήμη του είναι εξασθενισμένη, αλλά απολύτως έγκυρη και ρεαλιστική.
 Όλα λοιπόν -μας αφηγείται ο δάσκαλος- ξεκίνησαν από ένα ατύχημα. Το ξαφνικό ατύχημα που είχε ο γιατρός πέφτοντας απ' το άλογό του εξαιτίας κάποιου σύρματος που βρέθηκε τεντωμένο ανάμεσα σε δυο δέντρα στο δρόμο. Αργότερα μια γυναίκα θα σκοτωθεί πέφτοντας απ' το σάπιο πάτωμα όπου δούλευε, στη φάρμα του Βαρώνου. Μια φωτιά θα ξεσπάσει. Και τα αντίποινα δεν θα αργήσουν να έρθουν. Ένας νεαρός ξεριζώνει τα φυτά απ' το λαχανόκηπο του Βαρώνου, για να ακολουθήσει η εξαφάνιση του μικρού γιο του Βαρώνου, ο οποίος θα επιστρέψει κακοποιημένος και η ακόμα χειρότερη μοίρα του διανοητικά καθυστερημένου γιου της οικονόμου του γιατρού...
 Μέσα σε όλα, έχουμε και τις απαράδεκτες πράξεις μορφωμένων και σεβαστών προσώπων, όπως του γιατρού που βιάζει κατ' εξακολούθηση την κόρη του, ή του πνευματικού ιερέα που δένει το παιδί του τα βράδια στο κρεβάτι του για να εξαγνιστεί, ή το πέρασμα της κορδέλας ως σύμβολο επαναφοράς της αγνότητας που επιβάλεται μέσα από παραδειγματική τιμωρία.
 Όλα αυτά τα... ασυνήθιστα και "αδιανόητα" πράγματα που συμβαίνουν θα τρελάνουν τους κατοίκους του χωριού. Όμως κανείς δεν κάνει κάτι, κανείς δεν ψάχνει να βρει λύσεις. Ακόμη και την αστυνομία βλέπουμε απαθή. Ο μόνος άνθρωπος που θα ξεκινήσει έρευνες για το τί συμβαίνει είναι -ποιός άλλος;- ο δάσκαλος που αγωνιά να ανακαλύψει αν και κατά πόσο όλα αυτά τα τρομερά συμβάντα αλληλοσυνδέονται...
 Για να ανακαλύψει τελικά, άθελά του, κάτι φαινομενικά απίστευτο, το πιο τραγικά σημαντικό. Ότι όλα είναι μία συνομωσία, καλά κρυμμένη, οδυνηρά συγκαλυμμένη.


 Και ο Μίκαελ Χάνεκε μέσα απ' την αφήγηση του δασκάλου-παρατηρητή, σκηνοθετεί όλα αυτά σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, με εκπληκιτκά καδραρισμένα πλάνα, αποσπώντας ερμηνείες τρομακτικά ρεαλιστικές, από παιδιά στην πλειονοτητά τους, και μια συναρπαστική ατμόσφαιρα (σαφείς και εμφανείς επιρροές απ' τον Μπέργκμαν), για να μας περιγράψει με τον πλέον ανατριχιαστικά ρεαλιστικό τρόπο μια κοινωνία σε αποσάρθρωση. Μια κοινωνία που βιώνει στο πετσί της τη βία, τον εξευτελισμό, τον ταξικό και κοινωνικό ρατσιμό, το σαδισμό. Μια κοινωνία στην οποία ριζώνει το μεγάλο Κακό, το οποίο καλλιεργείται μεθοδικά και ύπουλα στις αθώες ψυχές των νεαρών παιδιών, από τους κοινωνικούς κανόνες, τη θρησκεία, την οικογένεια με τα ελεεινά πρότυπα και τις απαράδεκτες μεσαιωνικές αντιλήψεις που πρεσβεύουν, την υποκρισία τους και τη σκληρότητά τους.
 Πρόκειται φυσικά για την αναγγελία του μέγιστου Κακού. Τον ναζισμό. Στον οποίο οδηγήθηκε η γενιά που μας παρουσιάζει ο Χάνεκε μέσω αυτής της μικρογραφίας μιας ολόκληρης χώρας.
 Και φυσικά η έλλειψη της μουσικής -γνώριμο στοιχείο των ταινιών του Αυστριακού- αντικαθίσταται απ' τις εικόνες, που "μιλάνε", που "τραγουδάνε" ακόμη, σε ρυθμούς κατάμαυρους, δυσοίωνους, εφιαλτικούς, μακάβριους.


 Ο μεγάλος και αναμφισβήτητος θριαμβευτής στο 62ο φεστιβάλ των Καννών, Michael Haneke, μας λέει ότι η βία φέρνει βία και ξεδιπλώνει με υπέροχα μοναδικό τρόπο τα κοινωνικά αίτια που επέβαλαν τον φασισμό.
 Σκληρή, δυνατή, ιδιοφυής ταινία, που δικαίως έχει ήδη κερδίσει τον χαρακτηρισμό "κλασική".
 Μεγάλο αριστούργημα από έναν εκ των σπουδαιοτέρων σκηνοθετών της γενιάς του.

Βαθμολογία: 9,5/10